Δέκα τοῦ Ἰουλίου καί ἔχω στίς 12 ἕνα ραντεβού στήν Κηφισιά. Ὑποθέτω ὅτι θά εἶναι «αὐτοκτονία» νά προσπαθήσω νά ὁδηγήσω μέχρι ἐκεῖ ἀπό τόν Πειραιᾶ.
Κάτι ἡ ζέστη, κάτι τό κυκλοφοριακό, ἀποφασίζω νά πάρω τόν «Ἠλεκτρικό». Ἔπειτα ἀπό συνεχεῖς «βόλτες» πέριξ τοῦ γηπέδου «Καραϊσκάκη», βρίσκω μία ἐλεύθερη θέση, σταθμεύω τό αὐτοκίνητο καί ὁδεύω πρός τόν σταθμό. Κοιτάζοντας τήν ὀθόνη, βλέπω ὅτι ὁ συρμός θά φθάσει σέ δέκα λεπτά. Ἀπό σήμερα ἐφαρμόζεται τό θερινό ὡράριο καί τά δρομολόγια εἶναι ἀραιότερα» μοῦ λέει ἡ κυρία δίπλα μου, ἡ ὁποία διέκρινε – ὑποπτεύομαι– τήν ἔκπληξη στό πρόσωπό μου.
Ὁ συρμός εἶναι μισογεμᾶτος. Βρίσκω θέση καί κάθομαι. Πρώτη διαπίστωση: Δέν ὑπάρχει κλιματισμός! Στό Μοσχᾶτο, τό βαγόνι γεμίζει. Ἕνας νεαρός ἄνδρας σπρώχνει ὅποιον βρίσκει ἐμπρός του καί κάθεται δίπλα μου! Ἔχει ὑπερφαλαγγίσει –βιαίως– πολύ μεγαλυτέρους του, ἀλλά ποιός νοιάζεται; Κάθεται δίπλα μου, πατῶντας τό ἕνα πόδι, μέ τήν πλαστική «σαγιονάρα», στό κάθισμα. Βγάζει ἀπό τήν τσέπη του ἕνα ζευγάρι ἀκουστικά, τά ἑνώνει μέ τό «κινητό» του καί ἀρχίζει νά συνομιλεῖ μέ κάποιον σέ μία γλῶσσα πού μοιάζει μέ ἀραβικά. Φωνάζει δυνατά καί χειρονομεῖ! Ἀπό τό ὕφος συμπεραίνω ὅτι μέ κάποιον τσακώνεται! Οἱ περισσότεροι ἐπιβάτες –τό διακρίνω στό βλέμμα τους– ἐπιθυμοῦν διακαῶς νά τοῦ ποῦν νά χαμηλώσει τήν ἔνταση τῆς φωνῆς, ἀλλά κανείς δέν μιλᾶ! Οὔτε ἐγώ, κι ἄς αἰσθάνομαι τό ἴδιο ἀκριβῶς καί, μάλιστα, κάθομαι δίπλα του!
Μᾶλλον «μᾶς ἔχουν πάρει τόν ἀέρα» οἱ μουσαφιραῖοι, τούς ὁποίους καλοδεχθήκαμε καί προσπαθοῦμε νά τούς «ἐνσωματώσουμε».
Ὁ νεαρός, πού φοράει ἕνα ξεμανίκωτο φανελάκι, κοντό παντελονάκι καί σαγιονάρες, συνεχίζει νά φωνασκεῖ! Ὁ συρμός σταματᾶ στό Μοναστηράκι καί, λίγο πρίν κλείσουν οἱ πόρτες, ὁ φωνασκῶν θυμᾶται ὅτι… ἐδῶ κατεβαίνει! Πετάγεται ὄρθιος, πατᾶ τήν τσάντα τῆς γυναῖκας πού κάθεται στό ἀπέναντί του κάθισμα, ρίχνει κανά-δύο γερές ἀγκωνιές σέ ἕνα ἡλικιωμένο ζευγάρι τουριστῶν, οἱ ὁποῖοι μόλις ἔχουν ἐπιβιβασθεῖ καί ὁρμᾶ πρός τήν ἔξοδο, ἐξακολουθῶντας νά χειρονομεῖ καί νά φωνάζει!
Ὅταν ὁ συρμός ἐπανεκκινεῖ, κοιτάζω γύρω μου. Τό ζεῦγος τῶν τουριστῶν κάτι λέει, μᾶλλον στά γερμανικά, θυμωμένα. Στά πρόσωπα ὅλων γύρω διακρίνω ἀνακούφιση. Ἀλλά σέ ὅλη τήν διαδρομή, μέ τόν «ἐπενδυτή τῆς σαγιονάρας» νά φωνασκεῖ, νά χαϊδεύει μέ τό ἕνα χέρι τά δάχτυλα τῶν γυμνῶν ποδιῶν του, τά ὁποῖα εἶχε πλέον ἀνεβάσει στό κάθισμα, οὐδείς «ἔβγαλε ἄχνα».
Ὑποθέτω ὅτι κάπως ἔτσι συμβαίνει πλέον σέ πολλά σημεῖα τῶν Ἀθηνῶν, τοῦ Πειραιῶς, ἴσως καί ἄλλων πόλεων, μέ τούς καλοδεχούμενους ἀπρόσκλητους ἐπισκέπτες. «Μᾶς ἔχουν πάρει τόν ἀέρα» καί οὐδείς τολμᾶ νά ἀρθρώσει λέξη. «Ποῦ νά πᾶς νά μπλέξεις» εἶναι ἡ πρώτη σκέψη, ἐνῷ πάντα ὑπάρχει ὁ κίνδυνος, ἔτσι καί πεῖς τοῦ νεαροῦ πού οὐρλιάζει στό «κινητό» του τήν φράση «πιό σιγά», νά πεταχτεῖ κάποιος «δικαιωματιστής» καί νά σέ προσβάλει δημοσίως ἤ νά σοῦ χώσει καμμιά ὁ «ἀδικημένος» καί νά ψάχνεις νά βρεῖς τά γυαλιά σου!
Εἶναι βέβαιο ὅτι συνοικίες ὁλόκληρες δυσανασχετοῦν, ἀσφυκτιοῦν καί σιωποῦν. Οὐδείς προβληματίζεται μέ τό φαινόμενο αὐτό;