Πᾶνε ἀρκετά χρόνια ἀπό τότε. Ἤμουν ἐπί κεφαλῆς σέ μιά δημοτική ἐπιχείρηση ραδιοφωνίας.
Ὅλα πήγαιναν καλά, μέ τόν δήμαρχο (ὁ ὁποῖος δέν εἶχε κάνει δεκτή τήν παραίτησή μου τήν ὁποία εἶχα ὑποβάλει ὅταν ἐξελέγη, δεδομένου ὅτι στήν θέση μέ εἶχε τοποθετήσει τό προηγούμενο δημοτικό συμβούλιο), νά μήν παρεμβαίνει ἐπ’ οὐδενί στό ἔργο μας.
Κάποια στιγμή, ὅμως, μέ ἐνημέρωσε ὅτι δεχόταν φοβερές πιέσεις ἀπό τήν (τότε) κυβέρνηση, προκειμένου νά ἀπολύσει τήν ἡγεσία τοῦ μέσου καί νά προσλάβει «δικούς της» δημοσιογράφους. Κι ἔτσι, μέ ἀπόφαση τοῦ διοικητικοῦ συμβουλίου τῆς ἐπιχειρήσεως, ἀπολυθήκαμε (ἀποζημιωθέντες) κάποιοι ἐπαγγελματίες δημοσιογράφοι-στελέχη. Ὅταν ἄκουσα τό ὄνομα τοῦ ἀντικαταστάτη μου, «ἔπεσα ἀπό τά σύννεφα», πού λέει ἡ καθομιλουμένη τῶν ΜΜΕ. Ἐπρόκειτο γιά ἄτομο διάτρητο, ἀπό πάσης πλευρᾶς.
Ἀμέσως μοῦ τηλεφώνησαν οἱ συνάδελφοι πού εἶχαν ἀπολυθεῖ, μαζί μου (ὡς «ἄνθρωποί» μου.) Ὁ ἕνας, μάλιστα, εἶχε ἑτοιμάσει καί τήν σχετική ἀνακοίνωσή μας, μέ τήν ὁποία καταγγέλλαμε τόσο τήν ἀπόλυσή μας ὅσο καί τόν διάδοχό μου. Τούς εἶπα νά τήν ἀφήσουμε καί νά συναντηθοῦμε τήν ἑπομένη «γιά νά καθίσει ὁ κουρνιαχτός», ὅπως ἔλεγε ὁ ἀλησμόνητος Εὐάγγελος Ἀβέρωφ, ὅταν βρισκόταν ἐμπρός σέ μείζονα κρίση.
Σκέφτηκα, καί τήν ἑπομένη τούς ἔστειλα –γραπτῶς– τήν ἄποψή μου. «Ποιόν θά βλάψουμε μέ μιά τέτοια ἀνακοίνωση; Ποιός δέν θά πεῖ ὅτι δέν πρόκειται γιά κάτι ἀληθινό ἀλλά γιά μιά ἔκφραση πικρίας καί ἀγανακτήσεως ἐπειδή ἀπολυθήκαμε; Ποιόν θά βλάψουμε μέ τήν ἀνακοίνωση αὐτή; Μά, τό μέσο στό ὁποῖο ἐργαζόμασταν τόσο καιρό. Τό δικό του κῦρος θά πλήξουμε καί τήν ἀποδοχή του ἀπό τό κοινό, τήν ὁποία μέ τόσο κόπο ἀποκτήσαμε ἐργαζόμενοι γι’ αὐτό τόσα χρόνια θά θέσουμε σέ ἀπόλυτο κίνδυνο.»
Δέχθηκα ἀμέσως τηλεφωνήματα. «Μά, τί λές; Ἐδῶ μᾶς ἔδιωξαν λές καί ἤμασταν ἀποτυχημένοι, τήν ὥρα πού τά πηγαίναμε μιά χαρά», καί διάφορα τέτοια.
Ἐπέμεινα στήν θέση, ὅτι δέν θά εἶναι σωστό, ἄρτι ἀπολυθέντες, νά ἐπιτεθοῦμε ἐναντίον ἐκείνων πού μᾶς ἀπέλυσαν, ἔστω καί ἀδίκως, διότι θά κάναμε κακό στόν ὀργανισμό στόν ὁποῖο ἐργάζονταν ἤδη περί τούς ὀγδόντα συνάδελφοί μας. Μέ πολύ κόπο πέρασα τελικῶς τήν ἄποψή μου, ὑπογραμμίζοντας ὅτι «οἱ δήμαρχοι ἀλλάζουν, ἐνῷ ἐμεῖς ἔχουμε ἐμπρός μας ἄλλα τριάντα χρόνια μέχρι νά θεωρηθοῦμε συνταξιοῦχοι»…
Ἔπειτα ἀπό πέντε χρόνια, καί ἀφοῦ ὁ ἀντικαταστάτης μου εἶχε παυθεῖ ἀπό τούς ἴδιους πού τόν προσέλαβαν, ἐπανήλθαμε ὅλοι στίς θέσεις μας, ὅταν ἄλλαξε πάλι ἡ δημοτική ἀρχή!
Γιατί τά γράφω αὐτά; Μά, ἐπειδή βλέπω τίς γελοιότητες πού συμβαίνουν στήν Ἀστυνομία μέ κάποια στελέχη πού μόλις ἀποστρατευθοῦν βγαίνουν καί «καταγγέλλουν». Δέν ὑπάρχει πιό γελοία καί ταπεινή πράξη ἀπό αὐτήν. Πές τα ὅταν εἶσαι ἐν ἐνεργείᾳ –ἄν ἔχεις στοιχεῖα– καί δεῖξε ὅτι πονᾶς γιά τόν χῶρο ὅπου ὑπηρετεῖς.
Ὅταν, ὅμως, ὅσο εἶσαι «στήν καρέκλα» δέν βγάζεις μιλιά καί μόλις ἀκούσεις τό «ὡς εὐδοκίμως τερματίσας» ἀρχίζεις καί σκούζεις, δείχνεις ὅτι ἔπρεπε νά σέ εἶχαν «σουτάρει» ἀπό καιρό!
Ἡ ζημιά πού προκαλοῦν στήν Ἀστυνομία, στίς Ἔνολες Δυνάμεις, στήν Δικαιοσύνη καί σέ ὅποιο ἄλλο Σῶμα οἱ ἑκάστοτε «ἀδικημένοι» τῶν κρίσεων, εἶναι τεράστια.
Καί ἐμεῖς, οἱ πολῖτες, ὅταν βλέπουμε τά καμώματά τους, ἀναρωτιόμαστε σέ ποιούς εἴχαμε ἐμπιστευθεῖ τόσα χρόνια τήν ἀσφάλειά μας!