Ἀπό τό ἀρχεῖο τῆς «Ἑστίας», 27 Ἀπριλίου 1919
Ἐξακολουθῶ τήν δημοσίευσιν καί ἄλλων δοκουμέντων διά τήν ὀλεθρίαν ἐπίδρασιν, τήν ὁποίαν ἐξασκεῖ ὁ ἄνθρωπος ἐπί τῆς ἠθικῆς καί τῆς ἀρετῆς τῶν ζῴων. Καί ἰδού τί μοῦ γράφει ἕνας παλαιός Κερκυραῖος, μέ τό χαριτωμένον χαρακτηριστικόν ὕφος, τό ὁποῖον θά εὕρῃ ἀναλλοίωτον, εἰς πιστήν ἀντιγραφήν, ὁ ἀναγνώστης:
«Ἤτανε ὁ Πρόξενος τῆς Τουρκίας εἰς Κέρκυραν ὁ Οἰκονεμένος, ἐκατοικοῦσε δίπλα τῆς Νομαρχίας, εἶχε ἄλογα λανδώ καί ἁμαξῶν φημισμένης ἱκανότητος, κόκκινος δέ πάντοτε σάν τό μπαρμποῦνι. Ὅταν δέν ἵππευεν ὁ Πρόξενος, ἵππευεν ὁ ἁμαξᾶς. Ἐξένιζε κἄποτε φίλον του ὁ Πρόξενος καί τοῦ ἐπρόσφερε, πρός ἱππαστικόν περίπατον, ἕν ἀπό τά περίφημα ἄλογά του.
«Βοηθεῖ ὁ ἁμαξᾶς τόν ξένον νά ἱππεύση, χαϊδεύει τό ἄλογον, τοῦ συσταίνει νά φερθῇ καλά, καί τό ἄλογο, ὑπερήφανον διά τό φορτίον του, κατεβαίνει μεγαλοπρεπῶς τήν Πύλην τῶν Ἀνακτόρων, βαδίζει περιφανέστερα τό λιστόνι καί, ἅμα εἶνε εἰς τήν διασταύρωσιν τῆς calle dell’ erbe, ἄλτ! Θέλει νά κάμῃ δεξιά. Μέ τό καλό, μέ τό αὐστηρό, ὁ ξένος ἐπροσπάθησε νά ἐξακολουθήσῃ στόν ἴδιο δρόμο, ἀλλά τό ἄλογο… ἄλτ!
«Ἐκατάλαβε ὁ ξένος ὅτι κἄποιαν συνήθειαν εἶχε τό ἄλογο. Τό ἄφησε λοιπόν νά κάμῃ τήν ὄρεξί του. Ἑξακολουθάει τότε τό ἄλογο εἰς τήν calle dell’ erbe, σταματάει ἐμπρός τῆς Birraria Mangiolo, ὁ ὁποῖος, μόλις τό εἶδε, τρέχει μέ μιά πιατέλλα birra. Τό ἄλογο τήν πίνει ὡς παραδείσιον νέκταρ. Καί τίθεται πλέον εἰς τάς διαταγάς τοῦ ξένου».
Ἡ ἀφήγησις αὐτή, ἡ ὁποία μέ τήν ἀφέλειαν, τήν χάριν καί τούς γλωσσικούς της ἰδιωτισμούς ἐνθυμίζει κἄποια παλαιά Ἑπτανησιακά κείμενα, μᾶς ἀποκαλύπτει ἄλλο ἕνα ἀκόμη δυστυχισμένον ζῷον, τό ὁποῖον δέν ἠμποροῦσε νά ζήσῃ χωρίς ἕνα ποτόν, τό ὁποῖον οὐδέποτε ἐδοκίμασαν οἱ πρόγονοί του καί οἱ ἀδελφοί του. Ἰδού τί ἐκέρδισεν εἰς τήν ὑπηρεσίαν τοῦ ἀνθρώπου!
Ἀλλά μήπως εἶνε αὐτά μόνον καί ἐκεῖνα, πού ἀνέφερα προηγουμένως, τά ἐλαττώματα καί αἱ κακίαι καί αἱ διαστροφαί, ποῦ διδάσκονται συνήθως τά ζῷα ἀπό τούς ἀνθρώπους; Τά ἄλογα ἀκόμη, ποῦ φουσκώνουν πονηρότατα, ὅταν τούς δένουν τήν σέλαν, διά νά ξεφουσκώσουν καί νά τήν φέρουν χαλαρώτερα κατόπιν, μήπως θά ἔφθαναν ποτέ μέχρι τοῦ δόλου αὐτοῦ εἰς τήν ἐλευθέραν ζωήν των, γεμάτην ἀπό ἀλήθειαν καί εἰλικρίνειαν; Καί τά ἄλογα πάλιν τοῦ Στρατοῦ, τά ὁποῖα, ὅπως ἐγράφη πρό καιροῦ, συνηθίζουν νά προσποιοῦνται ἀσθένειαν, ὡς κακομαθημένοι στρατιῶται, διά νά σταλοῦν εἰς τό νοσοκομεῖον καί νά γλυτώσουν ἀπό ἀγγαρείας, θά ἐφαντάζοντο ποτέ, εἰς τήν φυσικήν των κατάστασιν, νά καταδεχθοῦν παρόμοιον δόλον; Ἀλλά ὁ ἄνθρωπος, ἀφοῦ τυραννεῖ διά τούς σκοπούς του τά ζῷα, μέχρι βαθμοῦ νά τ’ ἀρρωσταίνῃ, τούς κάμνει κατόπιν νοσοκομεῖα διά νά τά περιθάλψῃ. Καί τό ἀποτέλεσμα; Τά διδάσκει τήν ζῳοφιλίαν του, ἀλλά συγχρόνως καί τήν ὑποκρισίαν καί τήν ἀπάτην, τῆς ὁποίας, ὡς γνωστόν, εἶνε ὁ μέγας διδάσκαλος.
Δέν γνωρίζω, κατόπιν ὅλων αὐτῶν, ἄν τά δυστυχισμένα τά ζῷα εὑρῆκαν εἰς τόν ἄνθρωπον ἕνα καλόν προστάτην. Ὡρισμένως ὅμως εὑρῆκαν ἕνα πολύ κακόν διδάσκαλον.
ΠΑΥΛΟΣ ΝΙΡΒΑΝΑΣ