Ἀπό τό ἀρχεῖο τῆς «Ἑστίας», 5 Μαρτίου 1919
Ὁ γηραιός Τίγρις ὡμίλησε πρό ἡμερῶν εἰς τά κοριτσάκια τοῦ Παρθεναγωγείου Ζύλ Φερρύ. Εἶχαν ἔλθῃ, ἐννέα ἀπ’ αὐτά, νά τοῦ προσφέρουν, εἰς ἔνδειξιν τοῦ θαυμασμοῦ καί τῆς εὐγνωμοσύνης των, μίαν χρυσῆν πένναν. Καί νά τόν παρακαλέσουν νά ὑπογράψῃ τήν συνθήκην τῆς Εἰρήνης μέ τήν πένναν αὐτήν. Ὁ Τίγρις ἐτρυφεράνθη. Ἔκρυψε τά τρομερά του νύχια, καί λέγουν μάλιστα ὅτι ἐκτρατήθη διά νά μήν δακρύσῃ. Ἡ συγκίνησις τοῦ Τίγρεως ἦτο τόσον φυσική καί τόσον δικαιολογημένη! Ἡ τρυφερότης τῶν μικρῶν ἀθῴων ψυχῶν ἤρχετο νά φέρῃ μίαν ἀκτῖνα γλυκυτάτου πρωϊνοῦ φωτός εἰς τήν κουρασμένην του ὕπαρξιν, κουρασμένην ἀπό τούς μεγάλους χρόνους καί τούς μεγάλους ἀγῶνας. Καί ἦσαν ἐμπρός του αἱ Γαλλίδες τῆς αὔριον, αἱ μητέρες τῆς αὔριον, αἱ ὁποῖαι, ὅταν δέν θά ὑπάρχῃ πλέον ἐκεῖνος, θά παραδίδουν εἰς τά τέκνα των τό ὄνομά του ὡς τό ὄνομα τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος δέν ἠθέλησε νά κλείσῃ τούς ὀφθαλμούς του πρίν νά γείνῃ ὁ σωτήρ τῆς Γαλλικῆς Πατρίδος.
Καί ὁ Κλεμανσῶ ὡμίλησε πρός τά κοριτσάκια, ποῦ ἦλθαν νά τοῦ φέρουν τό ὡραῖον καί ἐμπνευσμένον τους δῶρον, μέ τήν γλῶσσαν, πού εὑρίσκουν πάντοτε οἱ ἀληθινά μεγάλοι διά νά ὁμιλοῦν εἰς τούς μικρούς. Τήν γλῶσσαν τῆς ἀγάπης, τήν γλῶσσαν τῆς καρδίας, τήν γλῶσσαν, μέ τήν ὁποίαν ἠμπορεῖ νά εἰπῇ κανείς τά ὑψηλότερα πράγματα μέ τόν ἁπλούστερον, τόν λιτώτερον καί τόν ἐρασμιώτερον τρόπον. Καί, ἀφοῦ ηὐχαρίστησε τά ἀγαθά μικρά πλάσματα διά τήν συγκινητικήν των ἔμπνευσιν, καί ἀφοῦ τούς ἔκαμεν ἕνα μικρόν –καί πόσον χαριτωμένον!– μάθημα ἀνωτέρου πατριωτισμοῦ, καί ἀφοῦ τά ἐδίδαξε μέ ποῖον τρόπον πρέπει νά ἀγαπᾷ κανείς τήν πατρίδα του, ὅταν μάλιστα ἡ πατρίς αὐτή εἶνε ἡ Γαλλία, εὑρῆκε τόν τρόπον νά ὁμιλήσῃ ἀκόμη ὡς παιδαγωγός, ποῦ ἀξίζει νά τόν ζηλεύσουν ὅλοι οἱ ἐξ ἐπαγγέλματος παιδαγωγοί.
«Εἶσθε πολύ καλά καί ἐργατικά κοριτσάκια! εἶπεν ὁ μέγας ἐργατικός, τοῦ ὁποίου ὅλη ἡ ζωή ὑπῆρξεν ἕνας διαρκής μόχθος. Ἐγώ ἤμουν ἕνας πολύ κακός μαθητής. Ὅ,τι γνωρίζω, τό ἔμαθα εἰς τά τριάντα μου χρόνια. Μή μέ μιμηθῆτε ἐμένα. Ἐγώ, ἐπί τέλους, ἤμουν δικαιολογημένος. Μοῦ εἶχαν δώσει ἀπαίσια βιβλία καί ἐλεεινούς δασκάλους. Ἐσεῖς τώρα ἔχετε λαμπρά βιβλία καί καλούς καθηγητάς. Εἰς τήν ἐποχήν μου τά ἐμαθαίναμεν ὅλα ἀπέξω. Κακή μέθοδος. Ἐνθυμεῖται κανένας καί συγκρατεῖ τάς λέξεις. Δέν τρέφεται μέ γενναίας ἰδέας. Μᾶς ἔβαζαν ἀκόμη πολλάς τιμωρίας εἰς τόν καιρόν μου. Αὐτό εἶνε ἕνα βάρβαρον σύστημα. Οὔτε τιμωρίαι, οὔτε ἀμοιβαί. Αὐτό εἶνε τό σωστό. Ὁ διδάσκαλος πρέπει νά ἐπιπλήττῃ μόνον ἤ νά συγχαίρῃ. Καί τά συγχαρητήρια χαράσσονται βαθύτερα εἰς τήν καρδιάν τοῦ παιδιοῦ παρά ἐπάνω εἰς ἕνα δίπλωμα.»
Ὅλη δηλαδή ἡ νεωτέρα παιδαγωγική μέσα εἰς ὀλίγας λέξεις.
Καί, ἀφοῦ ὁ Πατέρας τῆς Νίκης ὡμίλησεν ἀκόμη διά τήν παρημελημένην ἐκπαίδευσιν τῶν κοριτσιῶν εἰς τήν παλαιοτέραν ἐποχήν, ποῦ ἡ γυναίκα ἐθεωρεῖτο κατωτέρα τοῦ ἀνδρός, ἐν ἀντιθέσει διά τήν σημερινήν των ἐκπαίδευσιν, τήν προπαρασκευάζουσαν τάς γυναίκας, αἱ ὁποῖαι θά ἀμιλληθοῦν μέ τούς ἄνδρας εἰς ὅλας τάς κατηγορίας τῆς σκέψεως, ἐνεθυμήθη ὅτι ἔχει τέκνα καί ἐγγονούς, καί ὡμίλησε πλέον ὡς πατέρας καί ὡς πάππος:
«Ναί! Θά ὑπογράψω τήν Εἰρήνην μέ τήν πένναν αὐτήν. Καί θά κάμω τό πᾶν, παιδιά μου, διά νά μήν ὑποφέρετε καί σεῖς εἰς τήν ζωήν σας τάς ἀγωνίας καί τά βάσανα, ποῦ ὑπέφεραν αἱ μητέρες σας».
Καί ὁ Πατέρας τῆς Νίκης ἐφίλησε τά τρυφερά μαγουλάκια, τά καταπόρφυρα ἀπό τό ὑπερήφανον Γαλλικόν αἷμα. Καί τά μαγουλάκια ἐκεῖνα θά κρατήσουν τό φίλημα αὐτῶν ὡς τόν ὡραιότερον τίτλον καί τήν ὡραιοτέραν ἀνάμνησιν τῆς ζωῆς των. Καί, ὅταν θά γείνουν καί αὗται μητέρες, θά λένε μέ ὑπερηφάνειαν εἰς τά παιδιά τους:
– Ἐδῶ, παιδί μου, ὅταν ἤμουν μικροῦλα σάν κι’ ἐσένα, ἐδῶ, σ’ αὐτό τό μάγουλο, μ’ ἐφίλησε ὁ μεγάλος ὁ Κλεμανσώ!
ΠΑΥΛΟΣ ΝΙΡΒΑΝΑΣ