Ἀπό τό ἀρχεῖο τῆς «Ἑστίας», 9 Νοεμβρίου 1918
Ἐδιάβασα κ’ ἐγώ τάς τελευταίας περί καθαριότητος ἀστυνομικάς διατάξεις. Καί, κατά τύχην, τάς ἐδιάβασα εἰς τό κουρεῖον, καθ’ ἥν στιγμήν ὁ κουρεύς περιέφερε τό ἱστορικόν του πινέλο μέ τῇς σαπουνάδες ἐπί τῶν παρειῶν μου.
– Τά ἔμαθες λοιπόν; τοῦ εἶπα. Τό πινέλο καταργεῖται. Τό πινέλο εἶνε ἑστία μικροβίων, μεταφερομένων ἀπό προσώπου εἰς πρόσωπον. Εἰς τό ἑξῆς θά σφάζετε μέ τό μπαμπάκι, ὅπως λέγει ἡ παροιμία.
Ὁ κουρεύς ἐκούνησε τό κεφάλι του.
– Τί ἄλλα λέει ἡ διαταγή; μ’ ἐρώτησε, μέ ὕφος φιλοσοφικόν.
– Πολλά καί διάφορα. Τά ἐργαλεῖα θά ἀπολυμαίνωνται μετά κάθε χρῆσιν, τό νερό τοῦ ξυρίσματος θά βράζεται προηγουμένως πρός τελείαν ἀποστείρωσιν, τά χεράκια σας θά πλένωνται πρίν μᾶς θωπεύσουν, τό πλύσιμον θά γίνεται μέ μπαμπακάκι ἐμβαπτισμένον εἰς οἰνόπνευμα καί οὕτω καθεξῆς…
Ὁ κουρεύς μ’ ἐκύτταζεν ἐμβρόντητος.
– Μά λαπαροτομία πρόκειται νά κάνουμε, κύριε, ἤ ξύρισμα;
– Ἀρνεῖσαι λοιπόν νά συμμορφωθῇς;
– Δέν ἀρνοῦμαι, κύριε. Ἐν τοιαύτῃ ὅμως περιπτώσει, τό ξύρισμα πρέπει νά γίνεται εἰς τό χειρουργεῖον τοῦ «Εὐαγγελισμοῦ», ὄχι μέσα σ’ αὐτό τό παλῃομάγαζο.
Ὁ ἁπλοϊκός ἄνθρωπος δέν ἠμποροῦσε νά ἐννοήσῃ ὅτι, ὑπό ἔποψιν μολύνσεως, ἕνα ξύρισμα ἠμπορεῖ νά ἔχῃ ἴσην σημασίαν μέ μίαν λαπαροτομίαν. Καί οὔτε θά τό ἐννοήσῃ ποτέ. Ἀπόδειξις ὅτι ἔχει πρό ἐτῶν ἕνα ἀποστειρωτικόν κλίβανον εἰς τό κουρεῖόν του, ὁ ὁποῖος τοῦ χρησιμεύει ὡς ντουλάπι. […] Ἀλλά τί θέλω, θά μοῦ πῆτε, νά γείνῃ, ἀφοῦ ὁ κουρεύς δέν ἠμπορεῖ νά εἰσέλθῃ εἰς τό πνεῦμα τῆς ἀσηψίας καί τῆς ἀντισηψίας καί μέ τό δίκαιόν του, δεδομένου ὅτι δέν κατορθώνουν νά εἰσέλθουν εἰς αὐτό καί ἰατροί ἀκόμη; Θέλω ἁπλῶς νά εἰπῶ, ὅτι δέν ἀρκεῖ νά ἀπαγορεύωμεν, ἀλλά νά ἐπιβλέπωμεν καί τήν ἐφαρμογήν τῆς ἀπαγορεύσεως. Ἐπαρκεῖ ὅμως ἆρά γε ἡ Ἀστυνομία διά τοιαύτην ἐπίβλεψιν κουρέων καί πελατῶν […]; Ἀμφιβάλλω πολύ. Καί δι’ αὐτό ἀκριβῶς τά ληφθέντα θεάρεστα μέτρα μέ ἀφίνουν ὀλίγον ψυχρόν. Διότι εἶδα νά ἀπαγορεύεται, εἰς ἄλλο κεφάλαιον, καί ἡ ἐκτέλεσις «φυσικῶν ἀναγκῶν» εἰς τάς μάνδρας. Ἀλλά οἱ ἐκτελοῦντες μέχρι τοῦδε τάς ἀναφερομένας φυσικάς, ὑπερφυσικάς καί μεταφυσικάς ἀνάγκας των εἰς τάς μάνδρας τῶν συνοικιῶν μήπως εἶχαν ἕως τώρα τήν ἄδειαν τῆς Ἀστυνομίας διά νά τάς ἐκτελοῦν; […] Καθ’ ὅσον γνωρίζω, τό εἶδος αὐτό τῆς ἀνακουφίσεως ἀπηγορεύετο, καί δή διά ροπάλου, ἀπό συστάσεως τοῦ Βασιλείου. Ἀλλά τό θρυλικόν ρόπαλον οὐδέποτε ἐπεφάνη εἰς μίαν κρίσιμον στιγμήν. Ἑπομένως ἡ νέα ἀπαγόρευσις νομίζω ὅτι περιττεύει. Ἀντ’ αὐτῆς θά ἦτο προτιμοτέρα μία ἀπροειδοποίητος ἐφαρμογή. Καί, κυρίως, πρό αὐτῆς ἡ κατασκευή ὀλίγων ἀποχωρητηρίων. […]
Καί ἔρχομαι εἰς τούς ντενεκέδες τῶν σκουπιδιῶν, περί ὧν προβλέπει ἐπίσης ἀστυνομική διάταξις. Ἡ Ἀστυνομία θέλει τούς ντενεκέδες καινουργεῖς, ἐπιδεκτικούς καθαρισμοῦ καί ἐφωδιασμένους μέ καπάκι, ὥστε νά κλείωνται στεγανῶς. Ἀλλ’ ἔχει τάχα ἰδέαν ἡ Ἀστυνομία τοῦ σχετικοῦ προϋπολογισμοῦ; Ὁ ντενεκές πωλεῖται σήμερον μέ τό δράμι, ὅπως τό ἀσῆμι, καί τό ἡμερομίσθιον τοῦ φαναρτζῆ, διά νά κατασκευάσῃ τό σχετικόν κομψοτέχνημα, ἀποτελεῖ μίαν περιουσίαν. Οἱ μόνοι, ἑπομένως, οἱ ὁποῖοι θά ἠμπορέσουν νά συμμορφωθοῦν πρός τήν ἀστυνομικήν διάταξιν, θά εἶνε οἱ ἐφοπλισταί. Ἀλλ’ οὔτε αὐτοί θά συμμορφωθοῦν. Χθές εἶδα ἀπέξω ἀπό τό μέγαρον ἑνός ἐξ αὐτῶν τόν προϊστορικόν ντενεκέν, ξεχειλισμένον ἀπό τ’ ἀγαθά τοῦ Θεοῦ καί πολιορκημένον ἀπό λεγεῶνα πειναλέων σκύλων. […] Ἕνα λουστράκι, ρίπτον βλέμματα φθόνου ἐπί τῶν σκύλων καί τῆς καρκάσας, ἀνεστέναξε μίαν στιγμήν:
– Μᾶς ἐλίγωσε αὐτός ὁ Χριστιανός μέ τά σκουπίδια του!
Ὁ κύριος τοῦ μεγάρου, ὁ ὁποῖος ἐπέστρεφε τήν ἰδίαν στιγμήν εἰς τό ἀρχοντικόν του, ὑπεμειδίασεν αὐταρέσκως. Θά στέρξῃ ἄραγε, καλύπτων τόν ντενεκέν, νά ἀποστερηθῇ τῆς σχετικῆς ρεκλάμας; Πολύ ἀμφιβάλλω. Κατά σύμπτωσιν, ὅλα τά ἄρθρα τῶν σχετικῶν διατάξεων φαίνονται ὡς νά συνετάχθησαν ἀπό κἄποιον δεινόν οὑμοριστήν, τῆς περιωπῆς ἑνός Μάρκ Τουαίν τοὐλάχιστον. Διότι γίνεται ἀκόμη λόγος καί περί πετρελαίου, τό ὁποῖον πρέπει νά ρίπτεται εἰς τούς βόθρους. Ὕψιστε Θεέ! Ἀλλά τό νά ἔχῃ κανείς σήμερον ἀπό τό μυθολογικόν αὐτό ὑγρόν καί νά τό ρίπτῃ εἰς τούς βόθρους εἶνε τό ἴδιον ὡς νά ρίπτῃ «τά ἅγια τοῖς κυσί καί τούς μαργαρίτας τοῖς χοίροις». Ὡρισμένως ἡ εἰρωνεία τοῦ ἀστυνομικοῦ Μάρκ Τουαίν ὑπερέβη πᾶν ὅριον σκληρότητος.
ΠΑΥΛΟΣ ΝΙΡΒΑΝΑΣ