Χθές –ἄν ζοῦσε– θά εἶχε τά γενέθλιά του ὁ Γιῶργος Ζαμπέτας
Αὐτή ἡ μεγάλη, ἡ πολύ σημαντική μορφή τῆς ἑλληνικῆς σύγχρονης μουσικῆς. Μιά αὐτοδίδακτη μουσική ἰδιοφυΐα, πού –ὅπως μοῦ ἔλεγε– εἶχε τήν μουσική στό κεφάλι του πολύ πρίν γεννηθεῖ!
«Εἶμαι βέβαιος, γιατρέ μου (μέ ἀποκαλοῦσε ἔτσι λόγω τοῦ ἐπαγγέλματος τοῦ πατέρα μου), ὅτι ὅταν κλώτσαγα στήν κοιλιά τῆς μάννας μου, χόρευα ζεϊμπέκικο!» μοῦ εἶχε πεῖ κάποια ἀπό τίς πολλές φορές, πού κατέβαινα στό καμαρίνι του γιά νά μιλήσω μαζί του καί νά «κρέμομαι ἀπό τά χείλη του». Στά 23 μου, «ὑπό δοκιμήν» δημοσιογράφος στήν «Βραδυνή» (τότε γιά νά μπεῖς στό «μισθολόγιο» ἔπρεπε νά περάσεις κανά-δυό χρόνια ἄμισθος) καί μουσικός τά βράδυα, καθώς ἔπρεπε ἀπό κάπου νά βγάζουμε χρήματα!
Ἐκεῖ, λοιπόν, στό «Κάν-Κάν» τῆς λεωφόρου Πέτρου Ράλλη, ἰδιοκτησίας τοῦ Νίκου Γιγουρτάκη (τοῦ ἀποκαλουμένου «Ὁ μουστάκιας»), στενοῦ φίλου τοῦ Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, βλεπόμουν κάθε βράδυ μέ τόν
Καί ἦταν ἀπόλαυση ἐκεῖνες οἱ στιγμές στό καμαρίνι του, ὅταν ἔπιανε τό μπουζούκι καί ἔπαιζε ἀπίθανες συγχορδίες τζάζ (μέγας θαυμαστής τοῦ Λιούις Ἄρμστρονγκ) ἤ μοῦ ἔπαιζε τήν εἰσαγωγή ἀπό τό «Μισέλ» τῶν Μπήτλς καί μοῦ ἔλεγε «καλά κάνανε οἱ μάγκες καί τό διαλύσανε, γιατί θά μείνουνε στήν Ἱστορία, ἐνῶ μπορεῖ νά τούς χάλαγε τήν εἰκόνα ἡ… μακροχρόνιος συνεύρεσις!».
Ἔτσι ἔκανε, ὅταν ἤθελε νά δώσει ἔμφαση σέ μιά του φράση, ἔριχνε μέσα κι ἕνα καθαρευουσιάνικο!
Θυμᾶμαι ἕνα βράδυ, πού συζητούσαμε γύρω ἀπό τά παραδοσιακά μας τραγούδια, τῶν ὁποίων ἦταν ἄριστος γνώστης καί θαυμαστής. «Τί τά θές, τί τά γυρεύεις! Ἔχει ἀρχίσει καί φαίνεται στό βάθος κῆπος κρίση. Νά δεῖς πού θά μᾶς καταπιεῖ ἡ ξενομανία! Ἀλλά τί περιμένεις ὅταν στά σχολεῖα δέν μαθαίνουνε τά παιδιά ὅτι καί ὁ Ἐθνικός μας Ὕμνος εἶναι τσάμικος!»…
Ἦταν ἡ πρώτη φορά πού τό ἄκουγα. Δέν τό εἶχα σκεφτεῖ ποτέ! Καί ἦταν τόσο ὁλοφάνερο!
Παραδεχόταν τόν Μανώλη Χιώτη ὡς σπουδαῖο μουσικό, θεωροῦσε τόν Μᾶρκο Βαμβακάρη κορυφαῖο «Ἕλληνα μπλουζίστα», θαύμαζε τόν Μάνο Χατζιδάκι (ἔλεγε ὅτι τό μυαλό τοῦ Μάνου ἦταν ἕνα γεμᾶτο πεντάγραμμο) καί μιλοῦσε μέ τά καλύτερα λόγια γιά τόν Γιάννη Παπαϊωάννου.
Θυμᾶμαι μιά φορά πού μοῦ ζήτησε νά πάω στό μαγαζί πιό νωρίς γιατί θά ἐρχόταν μιά κοπέλα νά τήν ἀκούσουμε. «Εἶναι κόρη ἑνός φίλου, σπουδάζει στήν Βιομηχανική Πειραιῶς καί ἐπιμένει νά γίνει τραγουδίστρια, ἀλλά ὁ πατέρας της δέν θέλει. Καί μεταξύ μας, καλά κάνει» μοῦ εἶπε…
Τήν ἑπομένη ἦρθε ἡ κοπέλα, τῆς παίξαμε «Τά δειλινά», εἶχε καλή φωνή, σωστή, ἀλλά ὄχι τέτοια πού νά σέ ἔπειθε μέ τήν πρώτη.
Τελειώνουμε καί τῆς λέει ὁ Ζαμπέτας, σέ ἤρεμο τόνο. «Βλέπεις τό πιάνο; Οὔτε στά ἄσπρα εἶσαι οὔτε στά μαῦρα πλῆκτρα. Στή χαραμάδα πέφτεις! Ὁπότε ἄστο καί κάτσε στά μαθηματικά σου! Ἐκεῖ θά τά πᾶς καλύτερα!»…
Θυμᾶμαι ἐπίσης ἕνα βράδυ πού εἶχε ἔλθει μιά μεγάλη παρέα Γάλλων. Πῆγε κοντά τους καί ἄρχισε νά τραγουδᾶ τό «Καπρί σέ φινί», λέγοντας κάτι ἀκαταλαβίστικους στίχους, ἀλλά μέ γαλλική προφορά!
Οἱ Γάλλοι ἐνθουσιάστηκαν καί τόν «χρύσωσαν».
«Εἶδες γιατρέ; Μπορεῖ νά μή ξέρω γαλλικά, ἀλλά στήν προφορά ἔχω μπακολορεάλ!» εἶπε γελώντας. Ἀργότερα τόν ρώτησα τί θά πεῖ «Μπακαλορεάλ» καί μοῦ εἶπε: «Ὁ μπακάλης τῆς Ρεάλ Μαδρίτης!»…