ΕΤΟΣ ΑΡΧΙΚΗΣ ΕΚΔΟΣΕΩΣ 1876
Πέμπτη 19 Σεπτεμβρίου 2024

ΟΙ ΧΛΩΜΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ

Ἀπό τό ἀρχεῖο τῆς «Ἑστίας», 28 Ἀπριλίου 1918

Οἱ χλωμοί ἄνθρωποι ἐνεφανίσθησαν πάλιν προχθές εἰς τήν προκυμαίαν τοῦ Πειραιῶς. Ἐνῷ τό ἱερόν σκάφος, ἀνεμίζον τό σῆμα τοῦ Ἐρυθροῦ Σταυροῦ –ἐρυθροῦ ὡς νά εἶχε βαφῇ εἰς τό τίμιον αἷμα, ποῦ ἔρρεεν εἰς τό κῦτός του– εἰσέπλεε, μέ μίαν τελετουργικήν μεγαλοπρέπειαν εἰς τόν λιμένα, καί τό ἐχαιρετοῦσαν αἱ ἐπευφημίαι τῶν ἐναερίων χρωμάτων, καί τό ἐζητωκραύγαζαν αἱ σειρῆνες τῶν ἀτμοπλοίων, καί τό ὑπεδέχοντο οἱ παλμοί τῶν καρδιῶν καί τῶν ὀφθαλμῶν τά δάκρυα, μέσα εἰς τήν θρησκευτικότητα αὐτήν, ἡ ὁποία μετέβαλλεν ἕνα λιμάνι εἰς ναόν, οἱ χλωμοί ἄνθρωποι ἐνεφανίσθησαν εἰς μίαν ἄκραν τοῦ μώλου.

–Ὤχ! ἀδελφέ! Τί λές; Πᾶμε;

– Πᾶμε!

Καί, ἀφοῦ ἔγειναν ἀκόμη χλωμότεροι, ἐσύρθησαν μακρυά ἀπό τόν τόπον τοῦ μυστηρίου, μέ τά βήματα ἀργά καί τά κεφάλια σκυμμένα πρός τήν γῆν.

Τούς γνωρίζετε τούς χλωμούς αὐτούς ἀνθρώπους; Δέν πάσχουν ἀπό ἀναιμίαν, χλώρωσιν, ἤ ἴκτερον. Δέν ἐβγήκαν ἀπό τό πλαίσιον τοῦ περιφήμου πίνακος τοῦ Σεγκαντίνι. Δέν ἀπεσκίρτησαν ἀπό τό νοσοκομεῖον ἤ τήν κλινικήν. Καί ὅμως ἡ ὠχρότης των κοντεύει νά γείνῃ χρονία. Εἶνε οἱ ἴδιοι ἄνθρωποι –ὀλίγοι, ἐλάχιστοι, εὐτυχῶς, τώρα, μή ἀπασχολοῦντες πλέον κανένα κίνδυνον διά τήν δημοσίαν ὑγείαν– οἱ ὁποῖοι μέ τό νά χάνουν τόσον συχνά τά χρώματά των, τόν τελευταῖον καιρόν, κινδυνεύουν νά πάθουν ἀπό χρόνιον καί ἀνίατον ἴκτερον.

– Εἴδατε, κύριε, τά νέα φορτία; Δέν προφθάνουν νά ἀδειάσουν τά ἀγαθά των εἰς τήν προκυμαίαν καί ἄλλα τά ἀκολουθοῦν. Ὁ μῶλος ἔγεινεν ἀποθήκη καί κοντεύει νά βουλιάξῃ ἀπό τό βάρος. Ἡ μαοῦνες, οἱ βαστάζοι, τά τραῖνα, τά κάρρα, πανδαιμόνιον! Τί λέτε περί ὅλων αὐτῶν, ἀγαπητέ μου κύριε; Ἄν δέν ἀπατῶμαι, πρό ὀλίγων μηνῶν μ’ ἐβεβαίωνατε ὅτι θά πεινάσωμεν, ἐκάμνατε προμηθείας δημητριακῶν ἀπό τά περίχωρα καί ἐκηρύσσατε τόν ὑποβρύχιον κίνδυνον μέ Τυρρηνικήν σάλπιγγα. Τί φρονεῖτε τώρα;

Ὁ κύριος ἀπέφευγε ν’ ἀπαντήσῃ συνήθως. Ἐγίνετο ὅμως ὠχρός ὥς τό σουδάριον καί σᾶς ἀποχαιρετοῦσε. Καί διά νά ἐπανεύρῃ τά χρώματά τοῦ ἔπειθε τόν ἑαυτόν του ὅτι ὀπτασία καί κακόν ὄνειρον ἦσαν ὅσα ἔβλεπε μέ τά μάτια του.

– Ἀϊ! φίλε μου! Τί λέτε; Πρέπει νά περιμένωμεν ἀκόμη; τοῦ ἐλέγατε μετά τρεῖς ἡμέρας, μόλις τά μάγουλά του ξανάρχιζαν νά ροδίζουν ἀπό τάς ἐνέσεις τῆς διαδοσίτιδος. Αὐτοί οἱ τρομεροί σας οἱ Γερμανοί δέν ἐπάτησαν ἀκόμη τό Καλαί. Καί ἡ Ἀμιένη ἐξακολουθεῖ νά τούς μειδιᾷ ἀκόμη. Θά ἔχετε λοιπόν τήν ὑπομονήν νά πέσῃ καί ὁ τελευταῖος δυστυχής Γερμανός διά νά γείνῃ τό θαῦμα.

Ὁ κύριος δέν σᾶς ἀπαντοῦσε πάλιν. Σᾶς ἐκεραύνωνε μέ τήν σιωπήν του τήν ἀπειλητικήν. Ὅλα ὅμως τά κίτρινα ρόδα ἀνθοῦσαν καί πάλιν εἰς τά μάγουλά του καί σᾶς ἄφινε διά νά κάμῃ τήν ἔνεσίν του. Ἀλλά, μετά τρεῖς ἡμέρας, ἰδού πάλιν αὐτός ἐνώπιόν σας, μέ τά νέα χρώματα. Ἡ θαυματουργός ἔνεσις τόν εἶχεν ἐπαναφέρει εἰς τήν ζωήν.

– Χαῖρε, φίλε! Πῶς σοῦ φαίνονται οἱ θρίαμβοι τῶν παλληκαριῶν μας ἐκεῖ ἐπάνω; Οἱ ξένοι τούς θαυμάζουν καί τούς χειροκροτοῦν.

Ἀλλ’ αὐτό ἦτο πάρα πολύ καί δέν ἐννοοῦσε νά σᾶς τό ἐπιτρέψῃ.

– Τά πιστεύεις λοιπόν καί σύ αὐτά; Τά παλληκάρια σας, κύριε, τρῶνε καί πίνουν ἐκεῖ ἐπάνω. Οὔτε πολεμοῦν, οὔτε θριαμβεύουν. Ἄν πολεμοῦν, ποῦ εἶνε οἱ τραυματίαι; Ποῦ εἶνέ τους, παρακαλῶ; Δεῖχτέ μου ἕναν!

Ἐν τῷ μεταξύ κίτρινες μαργαρίτες ἀνθοῦσαν πάλιν εἰς τά μάγουλά του καί σᾶς ἄφινεν ὑγείαν.

Προχθές εἶδεν, ἐπί τέλους, καί τούς τραυματίας. Κατέβη ἐξεπίτηδες εἰς τήν προκυμαίαν διά νά βεβαιωθῇ ἐξ αὐτοψίας. Διατί τάχα; Μήπως τό μεγαλοπρεπέστατον αὐτό «Λαφαγέτ» δέν ἠμποροῦσε νά μετακομίζῃ σάκκους μέ ὄσπρια καί νά τούς περνᾷ ὡς τραυματίας; Ἐπλησίασεν, εἶδεν, ἀνίχνευσεν. Εἰς τά φορεῖα ἦσαν πραγματικοί ἄνθρωποι καί τά τραυματιοφόρα αὐτοκίνητα μετέφεραν καί αὐτά ἀνθρώπους, μέ σάρκας καί ὀστᾶ. Δέν ἀπέμενε πλέον καμμία ἀμφιβολία, ὅτι κἄποιοι ἄνθρωποι εἶχαν ἀποφασίσει νά χύσουν τό αἷμα των ἐκεῖ ἐπάνω. Καί ἡ ὠχρότης του πλέον ἔγεινεν ὠχρότης θανάτου. Ἐστράφη τότε πρός τόν χλωμότερον σύντροφόν του καί τοῦ εἶπε:

– Ὤχ! ἀδελφέ! Τί λές; Πᾶμε;

Καί ὁ ἄλλος τοῦ ἀπήντησε:

– Πᾶμε, ἀδελφέ! Πᾶμε στή δουλειά μας…

Ἀλλά ἕως πότε θά χλωμιάζουν οἱ δυστυχεῖς αὐτοί ἄνθρωποι; Ὁ Χάρος θά τούς συναντήσῃ κανένα πρωί εἰς τόν δρόμον καί θά ὑποθέσῃ ὅτι τοῦ ἐδραπέτευσαν ἀπό τό βασίλειόν του. Καί ὁ βασιλεύς τοῦ ὠχροῦ κόσμου δέν θά ἔχῃ ἄδικον.

ΠΑΥΛΟΣ ΝΙΡΒΑΝΑΣ

Απόψεις

Ἐπανάστασις 11 βουλευτῶν τῆς ΝΔ γιά τά «κόκκινα» δάνεια καί τά funds

Εφημερίς Εστία
Τί λένε στήν ἐρώτησή τους πρός τόν ὑπουργό Οἰκονομικῶν κ. Χατζηδάκη οἱ κ.κ. Φωτεινή Ἀραμπατζῆ, Γιῶργος Βλάχος, Βασίλης Γιόγιακας, Θανάσης Δαβάκης, Νικήτας Κακλαμάνης, Ἄννα Καραμανλῆ, Θεόδωρος Καράογλου, Χρῆστος Μπουκῶρος, Μάριος Σαλμᾶς, Εὐριπίδης Στυλιανίδης καί Μάξιμος Χαρακόπουλος – «Ἀπροστάτευτη ἡ περιουσία τῶν δανειοληπτῶν, ἐγγυητῶν καί μικρομεσαίων ἐπιχειρήσεων»

Ἄν «κολλήσει» ἡ μῦγα στό σπαθί…

Μανώλης Κοττάκης
Γιατί ἡ ΝΔ δέν ἀπαντᾶ ἀμέσως στίς ἐπιθέσεις τῶν Τούρκων στόν Ὑπουργό Ἐθνικῆς Ἄμυνας;

Ἡ Λευκωσία νίπτει τάς χεῖρας της γιά τόν γεωπολιτικό κίνδυνο τῆς διασυνδέσεως

Εφημερίς Εστία
Αὔριο στήν Ἀθήνα ὁ Νῖκος Χριστοδουλίδης

Σημασία δέν ἔχει μόνο τό τί ἀλλά καί τό πῶς…

Δημήτρης Καπράνος
«Σιγά τήν τέχνη» εἶπε κάποτε στήν συνοδό του ἕνας ἐπισκέπτης μιᾶς ἐκθέσεως ἔργων τέχνης ἑνός ἐκ τῶν μεγάλων ζωγράφων, καθώς κοίταζε μίαν ἀπό τίς δημιουργίες του.

Παρασκευή, 18 Σεπτεμβρίου 1964

Πρό 60 ἐτῶν
Ο ΚΟΣΜΟΣ ΑΛΒΑΝΙΚΟΣ ΝΑΟΣ