Παλιότερα, θυμᾶμαι ὅτι τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου οἱ γονεῖς μου ἄρχιζαν τό «σαφάρι» τῶν ἐπισκέψεων ἀπό ἐνωρίς τό ἀπόγευμα.
Τότε ὁ κόσμος πήγαινε στίς ὀνομαστικές ἑορτές γιά νά «χαιρετίσει». Προσέφερε τό δωράκι του (συνήθως γλυκά ἤ ἕνα ποτό), καθόταν λίγη ὥρα στό σαλόνι, ἀντάλλασσε μερικές κουβέντες (ἀφοῦ προηγοῦντο οἱ ἀπαιτούμενες συστάσεις) μέ τούς ἄλλους ἐπισκέπτες, χαιρετοῦσε εὐγενικά καί ἔφευγε, γιά τήν ἑπόμενη ἐπίσκεψη.
Θυμᾶμαι ὅτι μέχρι νά ἀγοράσουμε τό πρῶτο μας αὐτοκίνητο (ἕνα Simca Étoile) oι γονεῖς μας πήγαιναν στίς ἐπισκέψεις μέ τό λεωφορεῖο! Φανταστεῖτε ἕναν Μαραθώνιο, ἀπό Πειραιᾶ γιά Πατήσια, Λαμπρινή, Παγκράτι καί ἐπιστροφή Πειραιᾶ, γιά ἄλλες ἐπισκέψεις, μέχρι νά καταλήξουν στήν Καστέλλα, στό σπίτι τῆς θείας Ἰωάννας, ὅπου γινόταν καί κάποιο μικρό γλεντάκι.
Μόνο πού τό σκέπτομαι σήμερα, ἀπορῶ γιά δύο πράγματα. Γιά τό πῶς τά προλάβαιναν ὅλα καί γιά τό πῶς δέν γύριζαν μέ τά νεῦρα σπασμένα.
Ὅμως αὐτή ἦταν τότε ἡ ζωή καί οἱ ἐπισκέψεις ἀποτελοῦσαν αὐτό πού σήμερα μᾶς λείπει, ἡ «κοινωνικότητα». Οὔτε SMS, οὔτε e-mail, οὔτε τηλεφωνήματα. Ἐκεῖ, ἐπί τόπου, ἐπίσκεψη, χειραψία, φιλιά σταυρωτά, «πῶς εἶστε, τί κάνετε» καί τά τοιαῦτα, ἕνα φοντανάκι, ἕνα λικεράκι, μιά πάστα, πολλά χαμόγελα, ἕνα «Καί τοῦ χρόνου» καί ἡ κοινωνία ζοῦσε τό δικό της ὄνειρο, καθώς εἰσερχόταν ἀργά ἀλλά μέ τά μάτια ὀρθάνοιχτα, ἀπό τήν ἔκπληξη στόν καταναλωτισμό… Σήμερα, προγραμματίζεις τό κινητό σου, ἀποθηκεύεις τά ὀνόματα τῶν ἑορταζόντων καί μόλις περάσει ἡ δωδεκάτη, τά sms φεύγουν αὐτομάτως. Τά ἴδια, σέ ὅλους. «Χρόνια πολλά καί καλά». Καί θά ἐκπέμψει τόν χαρακτηριστικό ἦχο τό τηλέφωνο, θά πατήσει ὁ παραλήπτης τό κουμπάκι καί θά δεῖ τίς εὐχές. Καί θά λείπει ἐκεῖνο πού λέγαμε τότε «Κοινωνικότητα»…
Ὅλα πιά ἐξ ἀποστάσεως, ὅλα ψηφιακά, ἄντε νά σοῦ στείλουν καί κανένα μήνυμα μέ τίποτε σκιτσάκια ἤ ἕνα κορίτσι νά σοῦ στέλνει φιλιά. Μπορεῖ καί νά λάβεις καμμιά ψηφιακή κάρτα στό e-mail, ἀλλά κι αὐτή ψυχρή. Ἐνῶ παλιότερα εὕρισκες κάτω ἀπό τήν πόρτα τόν φάκελο μέ τήν κάρτα, μέ τό γραμματόσημο, τόν ἄνοιγες καί διάβαζες τό σχετικό μήνυμα.
Πᾶνε καί οἱ κάρτες, λιγόστεψαν καί τά γραμματόσημα, στό γραμματοκιβώτιο βρίσκεις πιά μόνο λογαριασμούς καί «ραβασάκια» τραπεζῶν καί εἰσπρακτικῶν ἑταιρειῶν.
Τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου, λοιπόν, πού ἦταν καί ἡ τελευταία ἡμέρα τῶν μαθητικῶν διακοπῶν γιά τά Χριστούγεννα, δέν ὑπῆρχε γειτονιά χωρίς γλέντι. Σχεδόν κάθε σπίτι εἶχε τόν δικό του Γιάννη καί ἀργά τό βράδυ, ὅταν ἔμεναν πιά μόνο οἱ στενοί φίλοι καί οἱ συγγενεῖς, στρωνόταν τό τραπέζι, ἔρχονταν οἱ μεζέδες καί οἱ νταμιτζάνες μέ τήν ρετσίνα καί στρωνόταν στό πί καί φί τό γλέντι.
Ἁπλά πράγματα, καμμιά συκωταριά, κανά ἀρνάκι στόν φοῦρνο μέ πατάτες, μπόλικο κρασί καί κέφι. Ἄν ὑπῆρχε καί καμμιά κιθάρα, ἡ χορωδία σκαρωνόταν ἀμέσως, ἀλλιῶς ὑπῆρχαν τά «ἠλεκτρόφωνα» καί τά δισκάκια τῶν 45 στροφῶν. Ἔτσι, μέ τά λίγα, χωρίς ἀπαιτήσεις, ἀλλά μέ κέφι καί συντροφικότητα. Ὄχι, δέν τολμῶ νά πῶ «τότε ζούσαμε καλύτερα». Μᾶς ἔλειπαν πολλά. Ἀλλά εἴχαμε περισσότερη ἐπαφή καί παραπάνω συναίσθημα…