Ἀπό τό ἀρχεῖο τῆς «Ἑστίας», 27 Δεκεμβρίου 1924
Ὁ συντάκτης τῆς γειτονικῆς στήλης ἐνθυμήθη πάλιν χθές τούς θρυλικούς «γεροντότερους». Αὐτό εἶνε τό περίεργον. Τούς ἐνθυμούμεθα διαρκῶς, ἐνῷ αὐτοί δέν ἐνθυμοῦνται, ὡς γνωστόν, ἀπολύτως τίποτε. Νομίζει κανείς, ὅτι τό νά μήν ἐνθυμοῦνται ἔγινε τό ἐπάγγελμά των, ἀφοῦ ἔπαυσαν πλέον νά ἔχουν ὁποιονδήποτε ἄλλο ἐπάγγελμα. Καί ἐξακολουθοῦν νά μήν ἐνθυμοῦνται, ἀναλόγως τῶν καιρῶν καί τῶν περιστάσεων, παρόμοιον χειμῶνα, παρόμοιον καλοκαίρι, παρομοίαν πολιτικήν διαφθοράν, παρομοίαν ἔκλυσιν τῶν ἠθῶν καί παρομοίας ὡραίας γυναῖκας, ὅπως τάς γυναῖκας τῆς ἐποχῆς μας. Ἐλησμόνησαν οἱ ἄθλιοι ὡς καί αὐτάς τάς θελκτικάς ὑπάρξεις, εἰς τάς ὁποίας ὀφείλουν τούς ἐγγονούς των καί αἱ ὁποῖαι, διά νά ὑπάρχουν ἐγγονοί, ὑπῆρξαν ἐπί τέλους, μία πραγματικότης.
Ἀλλά τί ἐνθυμοῦνται, ἐπί τέλους, αὐτοί οἱ θρυλικοί «γεροντότεροι»; Ἐνθυμοῦνται ὅλα τά περιττά πράγματα, ποῦ δέν μᾶς ἐνδιαφέρουν εἰς τό παραμικρόν. Ἡ μνήμη των, εἰς τήν περιοχήν αὐτήν, ὄχι μόνον δέν ὑπέστη καμμίαν μείωσιν, ἀλλά ἔχει ἀποκτήσῃ καί μίαν καταπληκτικήν ἔντασιν.
-Ὅταν ἤμουν ἐγώ στήν ἡλικία σου –ἔλεγε προχθές εἰς τόν ἔγγονον του ἕνας ἀπό τούς «γεροντότερους»– ἐκοίταζα τά μαθήματά μου. Δέν ἔτρεχα πίσω ἀπό τά κορίτσια!
Ἐννοεῖται, ὅτι ὁ ἐγγονός τοῦ «γεροντότερου» δέν ἐνδιαφέρετο καθόλου διά τά συμβαίνοντα πρό ἑξηκονταετίας. Καί δέν εἶχε τήν ἐλαχίστην περιέργειαν νά μάθῃ, ἄν ὁ σεβαστός του πάππος, κατά τήν μακαρίαν ἐκείνην ἐποχήν, ἔτρεχεν ὀπίσω ἀπό τά μαθήματά του καί δέν ἔτρεχεν ὀπίσω ἀπό τά κορίτσια. Ἄλλως τε καί τά κορίτσια καί τά μαθήματα τῶν ἀρχῶν τοῦ παρελθόντος αἰῶνος ἔχουν σήμερον τήν ἰδίαν ἀξίαν. Ὁπωσδήποτε ἔκρινε καλόν νά ὑπενθυμίσῃ πρός τόν σεβαστόν του πάππον πράγματα πλέον πρόσφατα.
-Δέν ἐτρέχατε τότε παπποῦ –τοῦ εἶπεν εὐλαβῶς– ἀλλά τρέχετε τώρα…
-Τώρα δέν ἔχω μαθήματα ἀνόητε!… τόν ἐπέπληξεν ἀπό τό ὕψος τῶν χιονοσκεπῶν τῶν Ἱμαλαΐων, ὁ ἄνθρωπος τῶν ἑβδομήντα Ἀνοίξεων.
Ἀλλοίμονον! Μόνον μαθήματα δέν εἶχε; Ἀλλά, τέλος πάντων… Τό συμπέρασμα εἶνε ὅτι ὁ παράδοξος «γεροντότερος» ἐνεθυμεῖτο τόν «Γεροστάθην» καί δέν ἐνθυμεῖτο κανένα ἀπό τούς χειμῶνας, ποῦ προηγήθησαν, διά μέσου τῶν αἰώνων του, ἀπό τόν σημερινόν, ὅπως δέν ἐνθυμεῖτο καί τόν χειμῶνα τῆς ὑπάρξεώς του. Ὑπάρχουν ὅμως καί σοφώτεροι «γεροντότεροι». Καί ἕνα ἀπ’ αὐτούς εἶχα τήν τύχην νά γνωρίσω χθές, τό πρωί.
-Εἶνε λοιπόν, ἀλήθεια –τόν ἐρώτησα, ἐπωφελούμενος τῆς εὐκαιρίας– ὅτι ὁ φετεινός χειμῶνας εἶνε μοναδικός εἰς τά μετεωρολογικά χρονικά;
-Καλέ τί λέτε φίλε μου; μοῦ ἀπήντησε. Ἐγώ θυμοῦμαι δέκα χειμῶνες τοὐλάχιστον σάν αὐτόν. Πρό τριῶν ἐτῶν ἀκόμη…
-Καί ὅμως οἱ γεροντότεροι –τόν διέκοψα– δέν ἐνθυμοῦνται παρόμοιον χειμῶνα.
Ἐχαμογέλασε αὐταρέσκως.
-Μά αὐτοί, φίλε μου εἶνε γεροντότεροι! μοῦ εἶπε. Δέν θυμοῦνται τίποτε. Ἐγώ, δόξα τῷ Θεῷ, δέν ἔφθασα ἀκόμα στό σημεῖον αὐτό.
Ὁ σοφός ἄνθρωπος ἐπροθυμοποιεῖτο ἁπλούστατα νά ἐνθυμεῖται καί τά πλέον ἀνύπαρκτα πράγματα, διά νά μήν περάσῃ ὡς γεροντότερος. Ὕστερ’ ἀπό ὀλίγα χρόνια, φαντάζομαι, ὅτι δέν θά ὑπάρχουν ἄνθρωποι ποῦ νά μήν ἐνθυμοῦνται ὡρισμένα πράγματα. Οἱ «γεροντότεροι» θά τά ἐνθυμοῦνται ὅλα.