Ἀπό τό ἀρχεῖο τῆς «Ἑστίας», 30 Μαρτίου 1925
Εἰς τήν προχθεσινήν συζήτησιν τῆς Ἐθνοσυνελεύσεως περί τῆς ἀκριβείας τῆς ζωῆς, δέν ἐλήφθησαν ὑπ’ ὄψιν οἱ φίλοι τῆς ἀκριβείας καί οἱ ὑπέρμαχοί της. Ὁ τιμάριθμος ἔγινε δι’ αὐτούς τίτλος, παράσημον, οἰκόσημον, εὐτυχία καί δόξα.
-Τόν λογαριασμό, παιδί μου.
-Δύο χιλιάδες τριακόσιες ἑβδομήκοντα δύο.
-Πληρώσου!
Μετά τήν πληρωμήν τοῦ λογαριασμοῦ, ὁ ἔνδοξος ἱππότης τοῦ τιμαρίθμου, πανηγυρίζει τήν καταπληκτικήν εὐθηνίαν.
-Τρεῖς ἄνθρωποι καί φάγαμε τόν περίδρομο, μέ δύο χιλιάρικα. Φρίκη! Παίρνει κανείς δέκα χιλιάρικα μαζῆ του καί δέν κατορθώνει νά ξοδέψῃ οὔτε τά μισά!
Ὁρίστε τώρα νά προσφέρετε εἰς τόν ἱππότην τοῦ τιμαρίθμου ἕνα λογαριασμόν εἰκοσιτριῶν καί ἑβδομήντα. Εἶνε ὡς νά τοῦ ἀφαιρέσετε τό ξίφος του, τά παράσημά του, τά οἰκογενειακά του ἐμβλήματα, τήν δόξαν του.
Οἱ ἔμποροι καί οἱ ἑστιάτορες καί οἱ διευθυνταί τῶν κοσμικῶν κέντρων, ἔχουν τοὐλάχιστον τήν εὐλάβειαν αὐτήν πρός τήν ἱπποσύνην. Καί τῆς προσφέρουν ὅλας τάς τιμάς, τάς ὁποίας οἱ ἀνίδεοι καί οἱ χυδαῖοι ὀνομάζουν τιμάς τῶν τετιμημένων.
Διατίμησις! Ἀστειεύεσθε. Ἀλλά ἡ κόμησσα τοῦ τιμαρίθμου σας ἐμειδίασεν.
-Ἕνα τσαντάκι, σᾶς παρακαλῶ.
-Ἐκλέξατε, κόμησσα.
-Προτιμῶ αὐτό.
-Χιλιάς ἑξακοσίας μόνον, κόμησσα.
-Δέν σᾶς ἐζήτησα τήν τιμήν.
-Μέ συγχωρεῖτε, κόμησσα.
Μετά μικράν σκέψιν.
-Μήπως ἔχετε ακριβώτερα;
-Ἔχομεν ἕνα ἄλλο εἶδος ἀκόμη, ἀλλά διπλασίας τιμῆς.
Δέν σᾶς ἐζήτησα τήν τιμήν, ἐπαναλαμβάνω.
-Συγγνώμην κόμησσα.
-Εἶσθε βέβαιος, ὅτι δέν ἔχετε ἀκριβώτερα;
-Περιμένομε τό ἀπόγευμα ἀπό τό Τελωνεῖον. Ἄν θέλετε νά ξαναπεράσετε…
Τό ἀπόγευμα ἡ κόμησσα τοῦ τιμαρίθμου ἐπανέρχεται, πληρώνει εἰς τριπλασίαν τιμήν τό ἴδιον εἶδος, πού ἐπερφρόνησε τό πρωί καί ἀπέρχεται μελαγχολική, διότι δέν εὕρηκε ἀκόμη ἀκριβώτερον.
-Ἀπελπισία, τέλος πάντων, ἐδῶ στάς Ἀθήνας! Ὀλοφύρεται. Καμελότ παντοῦ! Αὐτοί οἱ ἔμποροι δέν ἀπέκτησαν ἀκόμη τό θάρρος τῶν ἀκριβῶν πραγμάτων!
Οἱ ὑπέρμαχοι τῶν διατιμήσεων ἐξακολουθοῦν νά νομίζουν, ἐν τῷ μεταξύ, ὅτι εὑρισκόμεθα εἰς τήν ἐποχήν, κατά τήν ὁποίαν οἱ ἔμποροι μᾶς ἔλεγαν:
-Ἔχομεν, κύριε, καί καλλίτερα εἴδη, ἀλλά εἶνε ἀκριβά.
Καί ἐμεῖς ἐδεχόμεθα τήν σκληράν διαβεβαίωσιν, χωρίς νά προσβληθῶμεν εἰς τό παραμικρόν, καί ἀπηρχόμεθα ἄπρακτοι καί δυστυχεῖς.
Οἱ ὁμιλοῦντες ἑπομένως περί ἀκριβείας τῆς ζωῆς καί διατιμήσεων, δέν πρέπει νά λησμονοῦν καί τήν νέαν ἱπποσύνην τοῦ τιμαρίθμου. Ἔστω! Νά ἐπιβληθοῦν διατιμήσεις, διά τούς στέργοντας νά ὑποβληθοῦν εἰς τάς ταπεινώσεις τῆς φτήνειας. Ἀλλά καί νά ἀφεθοῦν ἐλεύθεροι οἱ ἔμποροι νά προσφέρουν τάς νενομισμένας τιμάς πρός τήν ἐκλεκτήν των πελατείαν. Κανείς Νόμος δέν ἔχει τό δικαίωμα νά ἐπιβάλῃ ταπεινώσεις εἰς τούς μή στέργοντας νά τάς δεχθοῦν. A! Tout seigneur tout henneur!
ΠΑΥΛΟΣ ΝΙΡΒΑΝΑΣ