ΕΤΟΣ ΑΡΧΙΚΗΣ ΕΚΔΟΣΕΩΣ 1876
Παρασκευή 20 Δεκεμβρίου 2024

ΟΙ ΛΗΣΜΟΝΟΥΝΤΕΣ

Ἀπό τό ἀρχεῖο τῆς «Ἑστίας», 21 Μαρτίου 1919

Ὀφείλομεν νά εἴμεθα ἐπιεικεῖς πρός τούς λησμονοῦντας. Τό ἀξίωμα αὐτό ἀπεκόμισα χθές ἀπό τήν πλουσίαν πηγήν τοῦ χρονογραφήματος, ἀπό ἕνα ταξείδι δηλαδή μέ τό τράμ. Κἄποιος ἐπιβάτης εἶχε λησμονήσσει μέσα εἰς τό ὄχημα τά… γλυκίσματά του. Ἐννοεῖτε τί σημαίνει αὐτό; Ὁ ἄνθρωπος ἀπεφάσισε νά φέρῃ μίαν χαράν εἰς τήν οἰκογένειάν του. Ἐπῆγεν εἰς τό ζαχαροπλαστεῖον, ἠγόρασεν ἕξη πάστες, ἐπεφορτίσθη μέ τήν μεταφοράν των. Καί δέν ὑπάρχει, ὡς γνωστόν, ἐνοχλητικώτερον πρᾶγμα ἀπό τό μετακομίζειν πάστες εἰς ἀπόστασιν. Χρειάζεται ἀπόφασις! Ὁπωσδήποτε ἡ ἀγάπη του ἐνίκησε τούς δισταγμούς τῆς ἐνοχλήσεως. Ἐπῆρε τά γλυκίσματά του καί τά μετέφερε, μετά φόβου Θεοῦ, πίστεως καί ἀγάπης, εἰς τό τράμ. Ἐκάθησεν. Καί ἄρχισε, φυσικά, νά σκέπτεται τήν ἐντύπωσιν τῶν παιδιῶν, τῶν κοριτσιῶν, ὅλων τῶν φιλτάτων του. Τί καλός πατέρας! Τό τραπέζι θά ἦτο εὐθυμότατον σήμερον. Ὅλοι θά ἔτρωγαν μέ διπλῆν ὄρεξιν ὑπό τήν προϋπόθεσιν τῆς πάστας, ποῦ θά ἔφθανεν εἰς τό τέλος. Καί ἦτον εὐτυχής εἰς ὅλον του τό ταξεῖδι.

Τό τράμ ἐσταμάτησεν, ἐπί τέλους, ὁ εὐτυχής οἰκογενειάρχης ἀπεβιβάσθη καί ἐλησμόνησεν τί; Ἐλησμόνησε μέσα εἰς τό ὄχημα τήν εὐτυχίαν του, τό πᾶν. Ἐλησμόνησε τά γλυκίσματά του!

Ἔπειτα εἴμεθα ἱκανοί ὅλοι ἐμεῖς οἱ σκληροί καί πεπωρωμένοι νά τόν ὑβρίσωμεν τόν ἄνθρωπον αὐτόν, νά τόν διασύρωμεν, νά τοῦ κόψωμεν τόν χαιρετισμόν, διότι μᾶς ὑπεσχέθη κάτι τι –ὑπηρεσίαν ἤ ἐκδούλευσιν– καί τό ἐλησμόνησε:

– Κύριε! Οἱ ἄνθρωποι, ὅταν ὑποσχωνται, ὅταν δίνουν τόν λόγον τους, δέν λησμονοῦν. Καί ὅταν λησμονοῦν δέν ὑπόσχονται. Ὁ παραβαίνων τόν λόγον του εἶνε ἕνας οὐτιδανός, ἕνας ἀπατεών. Ἕνας «κύριος», ὅταν ὑπόσχεται, ἐκτελεῖ. Κανείς δέν σᾶς ἐβίασε νά ὑποσχεθῆτε…

Καί δέν ἐννοοῦμεν μέ κανένα λόγον νά συγχωρήσωμεν, ποῖον; Τόν ἴδιον ἄνθρωπον ποῦ ἐλησμόνησε τόν ἑαυτόν του καί τήν εὐτυχίαν του καί ὁ ὁποῖος θά ἐπροτιμοῦσε βέβαια νά χάσῃ τό πορτοφόλι του μέ ἕνα ἑκατοντάδραχμον, παρά νά φθάσῃ εἰς τό μακρυνόν του σπίτι μέ ἄδεια τά χέρια καί νά καθήσῃ εἰς ἕνα τραπέζι, ὅπου ἡ θλῖψις καί ἡ μελαγχολία θά ἐδηλητηρίαζεν ὅλα τά φαγητά. Διότι, ἐπί τέλους, ἕνα γλύκισμα ἀναμενόμενον καί μή πραγματοποιούμενον δέν εἶνε μία κοινή δυστυχία, διά μικρούς καί διά μεγάλους. Καί τήν δυστυχίαν αὐτήν τήν ἔφερεν εἰς τό σπίτι του ἕνας ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος μέχρι τῆς τελευταίας στιγμῆς ἐνόμιζεν ὅτι φέρνει τήν εὐτυχίαν. Δι’ αὐτό ἀκριβῶς εἶπα, ὅτι πρέπει νά εἴμεθα ἐπιεικεῖς πρός τούς λησμονοῦντας. Εἶνε δυστυχεῖς ἄνθρωποι.

Καί εἶνε πολλοί, ἔγειναν παραπολλοί εἰς τάς ἡμέρας μας. Εἰς τά τράμ, εἰς τούς σιδηροδρόμους, εἰς τά ἁμάξια, εἰς τά καφενεῖα τά ἀδέσποτα ἀντικείμενα αὐξάνουν καί πληθύνονται καθημερινῶς. Καί δέν εἶνε μόνον γλυκίσματα. Εἶνε βαρύτιμα ἀντικείμενα, πολύ συχνά, καί εἶνε κἄποτε χρήματα χιλιάδες. Μήπως δέν ἐλησμονήθη πρό ὀλίγων ἐτῶν ἕνα δέμα χαρτονομισμάτων ἀξίας εἴκοσι χιλιάδων δραχμῶν εἰς ἕνα βαγόνι τοῦ Ἠλεκτρικοῦ; Τί ἄλλο εἶχε νά ἐνθυμηθῇ ὁ εὐλογημένος αὐτός ἄνθρωπος, ὥστε νά λησμονήσῃ μίαν περιουσίαν ποῦ μετεκόμιζε; Καί ὅμως! Αὐτή εἶνε ἡ παροῦσα κατάστασις τῶν ἀνθρωπίνων ἐγκεφάλων.

Εἰς παλαιοτέραν ἐποχήν οἱ ἀφῃρημένοι καί οἱ ἐπιλήσμονες ἐμετροῦντο εἰς τά δάκτυλα. Τούς ἔδειχναν εἰς τόν δρόμον. Ἦσαν τύποι. Ὁ Λάνδερερ π.χ., ποῦ εἶχε λησμονήσει τό ὄνομά του εἰς τήν θυρίδα τοῦ Ταχυδρομείου, ἔμεινεν εἰς τήν Ἱστορίαν. Οἱ ἄνθρωποι εἶχαν νά σκεφθοῦν ὡρισμένα πράγματα καί δι’ ὡρισμένα νά φροντίσουν. Δέν διεσταυροῦντο μέσα εἰς τόν ἐγκέφαλόν των τά πλέον ἀντίθετα καί ἀντιφατικά πράγματα. Ἡ ζωή δέν εἰσωρμοῦσε καθημερινῶς μέσα εἰς τό πτωχόν καί στενόχωρον ἀνθρώπινον κρανίον σύρουσα ὄπισθέν της καραβάνια ἰδεῶν καί φροντίδων. Σήμερον τά πράγματα ἤλλαξαν. Ἕνας ἀνθρώπινος ἐγκέφαλος, προωρισμένος ἀπό τήν Φύσιν διά τάς ἀνάγκας ἑνός μόνον ἀνθρώπου, δέν ἐπαρκεῖ πλέον εἰς τόν σημερινόν κάτοχόν του. Τοῦ χρειάζονται δέκα. Καί κἄποτε δέν ἔχει οὔτε τόν ἕνα. Δέν ἔχει οὔτε τόν μισόν.

Καί οἱ ἄνθρωποι λησμονοῦν. Ἄς εἴμεθα ἐπιεικεῖς! Ἐγώ τοὐλάχιστον ἐσυγχώρησα σήμερον τό πρωΐ κἄποιον δυστυχῆ, μολονότι μοῦ ἔκαμε πολύ κακόν μέ τήν ἐπιλησμοσύνην του. Ἐδικαιολογήθη ὅμως ἐπαρκῶς.

– Πῶς νά μήν ξεχάσω, ἀδελφέ; μοῦ εἶπε. Δέν φτάνουν τά ἄλλα βάσανα! Εἶνε τώρα κι’ αὐτές ᾗ μεταξωτές κάλτσες…

Θά ἤμουν τέρας, ἐάν δέν τόν ἐσυγχωροῦσα.

ΠΑΥΛΟΣ ΝΙΡΒΑΝΑΣ

Απόψεις

Ὁ Γ. Γεραπετρίτης διέγραψε τόν ὅρο «ἐθνικό συμφέρον» ἀπό τό ΥΠΕΞ

Εφημερίς Εστία
Ἦταν κριτήριο ἀξιολογήσεως τῶν ὑπαλλήλων τοῦ ὑπουργείου – Ἡ ἀπόδοσίς τους πλέον θά κρίνεται ἀποκλειστικῶς μέ βάση τήν προσήλωσή τους στήν κυβερνητική πολιτική – Τί κατήγγειλαν τά κόμματα τῆς ἐλάσσονος Ἀντιπολιτεύσεως

Οἱ κοινωνίες τῆς σιωπῆς

Μανώλης Κοττάκης
Πρίν ἀπό μερικές μέρες γνωστός ἐπιχειρηματίας κάλεσε στό τηλέφωνο πρώην ὑπουργό τῆς ΝΔ νά τοῦ εὐχηθεῖ γιά τήν ὀνομαστική του ἑορτή καί μοιραία ἡ συζήτηση πῆγε δι’ ὀλίγον στά πολιτικά.

«Κόλλησε ἡ βελόνα» στό 23% γιά τήν ΝΔ

Εφημερίς Εστία
Μόνο ἱκανοποιημένη δέν πρέπει νά αἰσθάνεται ἡ ΝΔ ἀπό τά ἀποτελέσματα τῶν ἑξαμηνιαίων τάσεων τῆς MRB.

Ὑπῆρχε κάποτε καί αὐτή ἡ δημοσιογραφία

Δημήτρης Καπράνος
Ἡ Σοφία Ταράντου ἦταν ἕνα γλυκό, ἀξιολάτρευτο ἄτομο.

Σάββατον, 19 Δεκεμβρίου 1964

Πρό 60 ἐτῶν
Ο ΚΟΣΜΟΣ ΑΝΕΥ ΑΠΑΡΤΙΑΣ…