Ἀπό τό ἀρχεῖο τῆς «Ἑστίας», 25 Ἰουνίου 1918
Κἄποιος ὠνόμασε τό Δούγκειον τοῦ Παγκρατίου, ὅπου πρόκειται νά περισυλλεχθῇ ἡ συμπαθητική ἄνθησις τοῦ Ἀθηναϊκοῦ πεζοδρομίου, τεμπελχανιό.
– Τέλος πάντων, ἐλήφθη πρόνοια, συνεπλήρωσε, καί διά τήν ποιητικήν αὐτήν τάξιν τῶν ἀνθρώπων, ἡ ὁποία ἔχει τήν ὡραιοτέραν καί ἴσως τήν σοφωτέραν ἀντίληψιν τῆς ζωῆς…
Διαμαρτύρομαι ἐντόνως. Ἡ ἐπαιτεία δέν εἶνε τεμπελιά. Εἶνε ἐργασία καί εἶνε ἐπάγγελμα, ὅπως κάθε ἄλλο. Ὑποστηρίζω μάλιστα ὅτι εἶνε ἐπάγγελμα ἐλευθέριον, στηριζόμενον ἐπί τῆς ψυχικῆς συναλλαγῆς, ὅπως καί τό ἐπάγγελμα τοῦ καλλιτέχνου. Εἶνε ὡραία τέχνη ἑπομένως. Καί τέχνη μάλιστα, ἡ ὁποία προώδευσε σημαντικῶς ἐπ’ ἐσχάτων εἰς τάς Ἀθήνας, ἔγεινε δηλαδή συνθετωτέρα, βαθυτέρα, πλουσιωτέρα, χωρίς νά ἐνθυμίζῃ πλέον τίποτε ἀπό τάς πρωτογενεῖς μορφάς κάθε τέχνης.
Ὁ ἐπαίτης ὁ φυτευμένος εἰς τήν ρίζαν τοῦ ἐξοχικοῦ δένδρου καί ὁ ἐπαίτης ὁ κρούων ἀπελπιστικῶς τήν θύραν μέ τήν μαγκούραν του ἀνήκει πλέον εἰς τήν ἱστορίαν, εἶνε ὁ πριμιτίφ. Ἡ νέα τέχνη εἶνε αὐτή ποῦ βλέπομεν εἰς τήν ὁδόν Σταδίου καί ἡ ὁποία ἐνθυμίζει πολλήν Ἀναγέννησιν. Τό πεζοδρόμιον ἐγέμησεν ἀπό τήν ποίησιν τῆς μάτερ ντολορόζα καί τήν ποίησιν τοῦ θείου βρέφους, ἐγέμισεν ἀπό Ραφαήλ καί Μουρίλλον. Τί σημαίνει αὐτό; Σημαίνει ὅτι ἡ μεγίστη αὐτή τέχνη τοῦ πεζοδρομίου συνετονίσθη πρός τήν ἁβρότητα τῆς συγχρόνου ψυχικότητος καί ὑψώθη εἰς τήν ἀντίληψιν τῶν νέων νόμων, τῶν διεπόντων τήν ἀνθρωπίνην συμπάθειαν. Ὄχι πλέον βλοσυρά βλέμματα, κουλά χέρια, πληγωμένα πόδια, σπασμοί, ἐπιληψίαι. Ὄχι πλέον ὁ γκραβαριτισμός, τόν ὁποῖον ἀπηθανάτισεν ὁ Καρκαβίτσας. Ὅλα αὐτά εἶνε παλαιά σχολή, ἱκανή νά συγκινήσῃ τούς ἀνθρώπους τῶν «Δύο Ὀρφανῶν», ὄχι τούς ἀνθρώπους τῆς συγχρόνου κομεντί. Σήμερον βασιλεύει ἡ νυάνς, συγκινεῖ ἡ θλιμμένη χάρις, τό ξυπόλητο παιδάκι, τό ἀσθενικόν βρέφος εἰς τά στήθη τῆς χλωμῆς, σιωπηλῆς μητέρας. Τά συχώρια τῶν πατέρων καί τῶν μητέρων εἶνε καί αὐτά παλαιά σχολή. Ἡ σημερινή σχολή ἔχει σιωπηλά βλέμματα, συμπαθητικάς στάσεις, χαριτωμένα πηδήματα μικρῶν ἀθῴων ἀγγέλων, φράσεις ἁβρᾶς εὐγενείας: «Ὡραία μου κυρία, δῶστέ μου μιά δεκαροῦλα, νά χαρῆτε τά νειᾶτά σας!»
Ἡ μάτερ ντολορόζα, ἐξ ἄλλου, δέν γρυλλίζει πλέον. Ρίχνει δακρυσμένα βλέμματα εἰς τόν μπόγον ποῦ σαλεύει σιμά της. Τί σκεπάζει ἄραγε ἡ ἐλεεινή αὐτή κουβέρτα; Σκεπάζει τό ἄρρωστο παιδάκι. Ἡ εὐγενής κυρία περνᾷ καί ρίχνει συγκινημένη τό νόμισμά της. Τό ἄρρωστο παιδάκι, μόλις περάσῃ ἡ κυρία, ἀνακτᾷ τάς δυνάμεις του καί εἶνε ἕτοιμον νά πεταχθῇ ἐπάνω. Ἡ μάτερ ντολορόζα (διηγοῦμαι μίαν ἀληθινήν ἱστορίαν) τό σπρώχνει ἀγρίως νά ξαναπέσῃ.
– Μά τώρα πέρασε ἡ κυρία! διαμαρτύρεται τό παμπόνηρον μικρόν, τό μυούμενον εἰς τήν τέχνην. Θά σκάσω ἐδῶ μέσα, καλλέ…
– Ἐκεῖνο ποῦ σοῦ λέω ἐγώ, γρουσούζικο! βρυχᾶται ἡ μάτερ-ντολορόζα. Ἔρχεται ἄλλη κυρία ἀπό ’κεῖ. Δέ βλέπεις, βρέ στραβό;
Ἐπιμένετε τώρα ὅτι δέν εἶνε ἐργασία αὐτή καί δέν εἶνε τέχνη αὐτή; Δι’ αὐτό ἀκριβῶς ὑποστηρίζω ὅτι μέσα εἰς τό Δούγκειον θά πλήξουν φοβερά ὅλα αὐτά τά ἐργατικώτατα στοιχεῖα. Κἄποτε εἶχα κι’ ἐγώ τήν ἀφέλειαν νά προσφέρω εἰς κἄποιον ἐρασιτέχνην τῆς δυστυχίας τήν μεσολάβησίν μου διά νά εἰσέλθῃ εἰς τό Πτωχοκομεῖον.
– Νά μπῇς ἐσύ στό Φτωχοκομεῖο! μοῦ ἀπήντησε, προσβληθείς εἰς τά καίρια.
Ἡ ἐπαιτεία λοιπόν καί ὁ ἀλητισμός εἶνε ἐργατική ὀργάνωσις, ἡ ὁποία πληροφοροῦμαι μάλιστα ὅτι ἔχει καί τό σωματεῖόν της. Ὁ δεξιός ψάλτης ἑνός ναοῦ τοῦ Πειραιῶς μ’ ἐπληροφόρησε τοὐλάχιστον, ὅτι τό σωματεῖον αὐτό τόν προσεκάλεσε, κατά τήν ἑορτήν τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων (!), πατρώνων τῆς συντεχνίας, νά ψάλῃ εἰς ἕνα ἐξωκκλῆσι, ὅπου οἱ ἔντιμοι αὐτοί ἐπαγγελματίαι ἐπανηγύριζαν τήν ἐτησίαν των ἑορτήν. Καί ἐπληρώθη ἠγεμονικώτατα. Ἡ ὡραία λοιπόν φιλανθρωπική μέριμνα τοῦ κ. Σίμου ἀποβλέπει μᾶλλον ὅλους ἐμᾶς τούς ἄλλους, ἐκτός ἐκείνων πρός τούς ὁποίους στρέφεται. Καί ἐκ μέρους μας μόνον ἠμπορεῖ νά περιμένῃ ὁ κ. ὑπουργός τήν σχετικήν εὐγνωμοσύνην. Ἀπό τούς προστατευομένους του δέν θά δεχθῇ παρά κατάραν καί βλασφημίαν.
Ἐγώ εἰς τήν θέσιν του θά ἔκαμνα κάτι καλλίτερον ἀκόμη. Πρίν κλείσω ὅλους αὐτούς τούς κεφαλαιούχους εἰς τό Δούγκειον καί εἰς τό Ἐμπειρίκειον καί τούς ἀναγκάσω ν’ ἀλλάξουν ἐπάγγελμα, θά ἐδήμευα τάς περιουσίας των ὑπέρ τῶν πραγματικῶν δυστυχῶν. Καί νομίζω ὅτι θά ἔκαμνα ἕνα ἔργον δικαιοσύνης, ἀποκαταστάσεως τῶν πραγμάτων καί ἐξιλεώσεως.
ΠΑΥΛΟΣ ΝΙΡΒΑΝΑΣ