Ἀπό τό ἀρχεῖο τῆς «Ἑστίας», 14 Νοεμβρίου 1923
Δέν ὑπάρχει κάποτε εὐθυμότερον ἀνάγνωσμα ἀπό τό ἀστυνομικόν δελτίον. Προχθές μᾶς ἐπληροφόρησε πάλιν, ὅτι ἡ Κωστούλα Γ., μεταβᾶσα εἰς τήν ἐπί τῆς ὁδοῦ Ἀχαρνῶν οἰκίαν τοῦ οἰνομαγείρου Νικολάου Π., μετά τοῦ ὁποίου τήν συνέδεαν ἐρωτικαί σχέσεις, ἔρριψεν ἐν ἀπουσίᾳ του οἰνόπνευμα ἐπί τῶν κλινοσκεπασμάτων του καί ἔθεσε πῦρ.
Διατί συνέβησαν ὅλα αὐτά τά περίεργα πράγματα, δέν μᾶς λέγει τίποτε τό ἀστυνομικόν δελτίον. Προσθέτει μόνον, ὅτι, «τῇ ἐγκαίρῳ ἐπεμβάσει τῆς πυροσβεστικῆς ὑπηρεσίας, τό πῦρ κατεσβέσθη, ἀποτεφρῶσαν μόνον τό δωμάτιον» καί ὄχι ὁλόκληρον τήν πόλιν, ὅπως ὑποτίθεται, ὅτι θά συνέβαινεν, ἄν ἡ πυροσβεστική ἐπέμβασις δέν ἦτο τόσον «ἔγκαιρος».
Ἀλλ’ ἄς ἀφήσωμεν τήν πυροσβεστικήν ὑπηρεσίαν –ὅπως γίνεται καί εἰς τά παραμύθια– καί ἄς πιάσωμεν τήν Κωστούλαν. Ἔρριψεν οἰνόπνευμα, μᾶς λέγει τό ἀστυνομικόν δελτίον, εἰς τά κλινοσκεπάσματα τοῦ οἰνομαγείρου καί ἔθεσε πῦρ. Διατί ὅμως νά θέσῃ πῦρ εἰς τά κλινοσκεπάσματα καί ὄχι ὁπουδήποτε ἀλλοῦ; Ἐάν τῆς ἔφταιξεν ὁ Νικόλαος, τί ἔπαιξαν τά κλινοσκεπάσματα δέν εἶνε ποτέ ὑπεύθυνα, δέν ἠμποροῦν νά εἶνε, οὔτε διά τά πρόσωπα, οὔτε διά τάς καταστάσεις, ποῦ σκεπάζουν. Ἡ Κωστούλα, ἄλλως τε, ἡ ὁποία –κατά τό ἀστυνομικόν δελτίον πάντοτε– «διετέλει εἰς ἐρωτικάς σχέσεις μετά τοῦ Νικολάου», εἶχε βάλει ἅπαξ πῦρ εἰς τά κλινοσκεπάσματά του. Διατί νά ξαναβάλῃ καί δευτέραν φοράν; Ἰδού τά ἀνεξήγητα προβλήματα τῆς γυναικείας καρδιᾶς.
Κἄποιος μεσόκοπος φίλος μου, ἐν τούτοις, ὁ ὁποῖος εἰς τόν βίον του ἐγνώρισεν ἀρκετά –ὅπως καυχᾶται, τοὐλάχιστον– τάς γυναῖκας καί τά κλινοσκεπάσματα, δηλαδή ὁλόκληρον τήν ζωήν, ἐπροσπάθησε νά μοῦ ἐξηγήσῃ τήν ψυχολογίαν τῆς Κωστούλας.
– Δέν ἐννοεῖς; μοῦ εἶπεν. Ἡ Κωστούλα εἶχεν ἐξορισθῇ, φαίνεται, ἀπό τά κλινοσκεπάσματα τοῦ Νικολάου. Ὡς θεότης, λοιπόν, ἐκδιωχθεῖσα ἀπό τόν ναόν της, ἐπυρπόλησε τόν σηκόν τοῦ ναοῦ, εἰς τόν ὁποῖον μία νέα θεότης ἐπρόκειτο νά τήν ἀντικαταστήσῃ.
– Ὁ σηκός, λοιπόν, τοῦ ναοῦ ἦτο ἡ κλίνη τοῦ πτωχοῦ αὐτοῦ βιοπαλαιστοῦ;
– Ἀλλά ποιός ἄλλος, λοιπόν, ἤθελες νά εἶνε, ἄν δέν ἦτο αὐτή; Κάθε θεότης γνωρίζει τόν σηκόν της. Καί ἡ Κωστούλα ἐγνώριζε τόν ἰδικόν της.
Ἡ ἑρμηνεία ἦτο ὁπωσδήποτε ἀληθοφανής.
– Δέν ὑπελόγισεν ὅμως ἡ μωρά θεότης –τοῦ εἶπα– ὅτι, ὅταν ὑπάρχει ἡ πίστις, ὁ ναός ἀνοικοδομεῖται «ἐν τρισίν ἡμέραις» καί τά κλινοσκεπάσματα ἀντικαθίστανται εἰς ἄλλας τόσας.
– Ἀδιάφορον! μοῦ ἀπήντησεν ὁ ἄνθρωπος, ποῦ εἶχε λατρεύσει εἰς τήν ζωήν του πολλάς θεότητας εἰς πολλούς ναούς. Ἡ θεότης δέν ἐννοοῦσε νά λατρευθῇ ἄλλη θεότης εἰς τόν ἴδιον ναόν, ὅπου ἐλατρεύθη ἐκείνη. Καί τό ἐπέτυχεν. Ἐπυρπόλησε τόν ναόν της!
Ἄς ἀφήσωμεν ὅμως τώρα τούς ναούς καί τάς θεότητας –ὅπως γίνεται καί εἰς τά παραμύθια– καί ἄς πιάσωμεν πάλιν τούς πυροσβέστας. Τό ἀστυνομικόν δελτίον μᾶς πληροφορεῖ, ὅτι ἔφθασαν ἐγκαίρως! Λοιπόν, δέν ἔφθασαν καθόλου ἐγκαίρως. Τούς εἶχα καλούς νά φθάσουν, ὅταν ἡ Κωστούλα ἔθετε τό πρώτον πῦρ εἰς τά κλινοσκεπάσματα τοῦ Νικολάου, χωρίς τήν βοήθειαν τοῦ οἰνοπνεύματος. Τότε μόνον θά ἠμποροῦσαν νά καυχηθοῦν, ὅτι ἔφθασαν ἐγκαίρως. Ἀλλά εἶνε γνωστόν, δυστυχῶς, ὅτι οἱ πυροσβέσται, ὅπως καί οἱ καραβινιέροι τοῦ Δουκάτου τοῦ Γερολστάιν, φθάνουν πάντοτε πολύ ἀργά.
ΠΑΥΛΟΣ ΝΙΡΒΑΝΑΣ