Ἀπό τό ἀρχεῖο τῆς «Ἑστίας», 5 Ἰανουαρίου 1919
Γνωστός συνάδελφος ἐδημοσίευσε πρό ἡμερῶν εἰς τάς ἐφημερίδας τήν ἑπομένην ἀγγελίαν:
«Ζητεῖται ἀμέσως παραμάννα μέ καλόν καί ἄφθονον γάλα. Ἀμοιβή λίαν ἱκανοποιητική.»
Τό ἀμέσως αὐτό ἔλεγε πολλά. Καί διηρμήνευε μίαν τρελήν ἀγωνίαν: Τήν ἀγωνίαν τῆς μητέρας, εἰς τήν ὁποίαν ἡ πολύτροπος γρίππη εἶχε κάμει νά στειρεύσῃ αἰφνιδίως ἡ βρύση τῆς ζωῆς. Τήν ἀγωνίαν τοῦ πατέρα, ὁ ὁποῖος ἐμυεῖτο διά πρωτήν φοράν εἰς τά θέλγητρα τοῦ συζυγικοῦ βίου, μέ τά τραγικά αὐτά ἀπρόοπτα. Καί τήν ἀγωνίαν τοῦ βρέφους, τό ὁποῖον, εὑρεθέν πρό τοῦ κενοῦ, κατεγίνετο νά βυζαίνῃ τόν ἀέρα μέ ἕνα τρόπον σπαρακτικόν.
Τό σπάνιον μαστοφόρον, χάρις εἰς τήν ἑλκυστικότητα τῆς ἀγγελίας, εὑρέθη ἐπί τέλους. Ἡ παραμάννα, μέ τό «καλόν καί ἄφθονον γάλα» ἔφθασε τό ἑπόμενον πρωΐ εἰς τό σπίτι τοῦ συναδέλφου καί παρουσιάσθη μέ ὅλην τήν δικαιολογημένην ὑπερηφάνειαν τῆς ὑψηλῆς της ἀποστολῆς.
-Ἔχεις γάλα;
-Ποτάμι, κύριε.
-Τό παιδί σου ζῇ;
-Μιά χαρά εἶνε, κύριε. Θά σᾶς παρακαλέσω μάλιστα νά δώσετε τήν ἄδειαν νά μοῦ τό φέρουν μιά στιγμοῦλα νά τρώῃ κι’ αὐτό μιά σταλιά γάλα. Νά μή ματιασθῶ- κ’ ἐκτύπησε ξύλον- ἐγώ ἔχω γιά τέσσαρα.
Ὁ συνάδελφος συγκατένευσε, θεωρήσας μάλιστα τήν ἀπαίτησιν συμβιβαζομένην τελείως πρός τάς σοσιαλιστικάς του ἀρχάς.
-Εὐχαρίστως, εἶπεν. Ἐπί τέλους, δικό του εἶνε τό γάλα. Ἀφοῦ περισσεύει ὅμως, ἀποτελεῖ κεφάλαιον. Ὁ Μάρξ, καθώς ξέρεις…
-Σωστά. Τί λόγος!
Καί τό πολύτιμον μαστοφόρον ἐγκαθιδρύθη.
-Νά τό βάλω τό παιδί στό στῆθός μου κύριε; Θά εἶνε ξενηστικωμένο τό καϋμένο…
-Τό παιδί κοιμᾶται τώρα. Ἄς ξυπνήσῃ μέ τό καλό. Κι’ ὁ ὕπνος τροφή εἶνε βλέπεις.
Ἐν τῷ μεταξύ κατέφθασεν ὁ μικρός ἰδιοκτήτης τῆς γαλακτοφόρου πηγῆς, διεκδικῶν μέ ἀγρίας κραυγάς τά δικαιώματά του, μέσα ἀπό ἕνα τσόλι εἰς τό ὁποῖον ἦτο ἐπιμελῶς τυλιγμένος.
-Γιά νά τό ἰδῶ τό παιδάκι! εἶπε τρυφεραινόμενος ὁ κύριος. Θἆνε μιά χαρά τό καϋμένο.
-Μιά χαρά, ζωή νἄχῃ! Μά νά μή μοῦ τό ματιάσῃς, ἀφεντικό. Εἶμαι καμένη, βλέπεις. Τρία παιδιά στήν ἀράδα, ἔχω χάσει ἡ καϋμένη ἀπό μάτι.
Ἔξαφνα ὅμως ὁ μικρός ἀνυπόμονος ἔσπευσε νά ἀποκαλυφθῇ μόνος του. Καί πρό τῆς ἀπηλπισμένης μητέρας παρουσίασε μίαν ὄψιν ἀνηλίκου ὁσιομάρτυρος, στολισμένην μέ ὅλα τά ἄνθη ὡρισμένων ἐξανθημάτων, ὑπαγομένων εἰς τήν δικαιοδοσίαν τοῦ κ. Φωτεινοῦ.
-Φτοῦ νά μή βασκαθῆτε καί τό παιδί σου καί τοῦ λόγου σου! ἀνεφώνησεν ἔξαλλος ὁ δυστυχής πατέρας, ἀδυνατῶν νά συγκρατήσῃ πλέον τήν ἀγανάκτησίν του. Ὄξω ἀπό ’δῶ! Τέρας, ἀσυνείδητη, Λουκρητία Βοργία!
Καί τήν προέπεμψε μέ τάς ἀνηκούσας τιμάς. Ταυτοχρόνως συνέταξεν νέαν ἀγγελίαν, τήν ὁποίαν ἀπέστειλεν εἰς τάς ἐφημερίδας. Ἡ ἀγγελία εἶχεν ὡς ἑξῆς:
«Ζητεῖται ἀμέσως παραμάννα μέ γάλα, χωρίς σπειροχαίτας, ἁρμοδίως πιστοποιημένον».
ΠΑΥΛΟΣ ΝΙΡΒΑΝΑΣ