Συμπληρώθηκαν πενῆντα χρόνια ἀπό τόν θάνατο τοῦ Ἀριστοτέλη Ὠνάση.
Σάν χθές μοῦ φαίνεται, πού μαζί μέ τόν Γιῶργο Τράγκα τρέχαμε «νά μαζέψουμε στοιχεῖα», κατ’ ἐντολήν τοῦ Ἀθανασιάδη. Τότε, τό «ἐλεύθερο ρεπορτάζ» ἦταν πολύ σημαντικό γιά τίς ἐφημερίδες. Ὁ Γιῶργος εἶχε ἤδη ἀποκτήσει ἐμπειρία, κυνηγῶντας τόν Ὠνάση παντοῦ. Ἐγώ, πάλι, τόν εἶχα γνωρίσει ἐκ τοῦ σύνεγγυς! Μέ εἶχε «συστήσει» στόν μεγιστᾶνα ὁ Γιῶργος Ζαμπέτας, ὅταν, ὡς μουσικός, «ὑπηρετοῦσα» στό «Κάν-Κάν» τοῦ Νίκου Γιγουρτάκη, στήν ὁδό Πέτρου Ράλλη.
Ἦταν ἐκεῖ, καθισμένος «πρῶτο τραπέζι πίστα», μέ τήν ἐξαδέλφη του, κυρία Πατρονικόλα, καί τόν στενό του συνεργάτη -καί καθηγητή μας στήν Πάντειο- Ἰωάννη Γεωργάκη. «Τί κάνετε ἐδῶ, ἀγαπητέ;» μέ ρώτησε ὁ καθηγητής, μέ τόν ὁποῖο γνωριζόμουν λόγω… Παντείου. « Κάπως πρέπει νά κερδίσουμε χρήματα, κύριε καθηγητά» τοῦ εἶπα κι ἐκεῖνος χαμογέλασε, μᾶλλον μέ ἱκανοποίηση.
Ὁ Ὠνάσης εἶχε ἰδιαίτερη ἀδυναμία στόν Ζαμπέτα. Κι ἐκεῖνος πάντα τραγουδοῦσε τό τραγούδι τοῦ Βαμβακάρη: «Ἤμουνα μάγκας μιά φορά, μέ φλέβα ἀριστοκράτη, / τώρα θά γίνω δάσκαλος σάν τόν σοφό Σωκράτη».
Μοῦ εἶχε προκαλέσει ἐντύπωση τό ὅτι ὁ Ὠνάσης ἀγαποῦσε τό συγκριμένο τραγούδι. «Σωκράτη λέγανε τόν γέρο του καί τόνε θυμᾶται πάντα» μοῦ ἀπάντησε ὁ «δάσκαλος».
Ὁ Σαραντάκος, δηκτικός καί εἴρων ἐξ ἁπαλῶν ὀνύχων, φώναξε μέσα στήν αἴθουσα δυνατά «Ἄντε, βιαστεῖτε, κι ἐσύ, ἀσφαλῶς, ὡς μουζικάντης, θά ἔχεις καί ντεσού γιά τόν Ὠνάση»…
Μανιάτης ὁ Σαραντάκος, ὅπως καί ἡ μητέρα μου, ἡ ὁποία, ὅταν ἔμαθε ὅτι εἶχα φτιάξει μουσικό συγκρότημα καί παίζαμε σέ κλάμπ, ἀνεφώνησε: «Ὁ γιός τῆς λυκειάρχου, μουζικάντης!». Γιά τούς Μανιάτες, πού ἡ μουσική τους δέν διεκδικεῖ δάφνες, ὁ ὅρος «μουζικάντης» ἦταν κάτι σάν προσβολή. Κι ἐγώ, νεοσσός τότε, ἀλλά μέ τσαγανό καί ἐμπειρία στήν ζωή, ἀφοῦ ἀπό τά δεκαοκτώ εἶχα ἐργασθεῖ «στόν κόσμο τῆς νύχτας», ἅρπαξα τήν εὐκαιρία:
«Καί τί τό λέτε ἔτσι εἰρωνικά τό “μουζικάντης”; Τοὐλάχιστον στήν νύχτα ξέρεις τί εἶναι καί τί κάνει ὁ καθένας. Στήν δημοσιογραφία βλέπω γύρω μου κυρίους μέ γραβάτα καί κοστούμια, ἀλλά τί κρύβεται ἀπό μέσα;». Σηκώθηκε ὁ Σαραντάκος ἀπό τό γραφεῖο του, προφανῶς αἰφνιδιασμένος ἀπό τήν ἀντίδραση τοῦ «μικροῦ», καί φώναξε: «Ἄσ’ τα αὐτά τά ἐπαναστατικά καί φέρτε μου τό ρεπορτάζ!»…
Προσπάθησα νά ἐπικοινωνήσω μέ τόν καθηγητή Γεωργάκη, μέ τόν ὁποῖο ξανασμίξαμε ἀρκετά χρόνια ἀργότερα, ὅταν εἶχε ἀναλάβει καθήκοντα προέδρου στό Ἵδρυμα Ἑλληνικοῦ Πολιτισμοῦ, ἀλλά δέν κατέστη δυνατόν. Ποιός ἀπό τόν περίγυρο τῆς οἰκογένειας (ὅση εἶχε ἀπομείνει) Ὠνάση θά εἶχε ὄρεξη νά μιλήσει ἐκείνη τήν ἀποφράδα ἡμέρα;
Ἔτσι, προσέφυγα σέ στελέχη τῆς ναυτιλίας καί κυρίως στόν φίλτατο, ἀείμνηστο Γιάννη Χατζηπατέρα, οἰκογενειακό μας φίλο ἀπό παλιά. Μοῦ εἶπε ἀρκετά πράγματα, ἀλλά μέ παρακάλεσε (καί τό σεβάσθηκα) νά μήν ἀναφερθεῖ τό ὄνομά του στό ρεπορτάζ. Φυσικά, τηλεφώνησα στόν Γιῶργο Ζαμπέτα. «Τί νά σοῦ λέω τώρα καί τί νά γράψεις. Ἄσ’ τα, θά ποῦνε παραπάνω ἄλλοι. Ἐμένα πάρε με ἀργότερα, ὅταν θά μοῦ περάσει ἡ στεναχώρια» μοῦ εἶπε, πραγματικά «σκασμένος»….