Μέ ρωτοῦν πολλοί γιατί συμπαθῶ τόν Σίλβιο Μπερλουσκόνι
Κατ’ ἀρχάς γιά τό ὅτι ἀγαπᾶ τό ποδόσφαιρο καί κατά δεύτερο λόγο ἐπειδή τόλμησε καί «βγῆκε μπροστά», δισεκατομμυριοῦχος ὤν, καί κατόρθωσε νά φτιάξει κόμμα καί νά κερδίσει τίς ἐκλογές.
Δηλαδή, δέν ἔμεινε «νά κυβερνᾶ ἀπό τό παρασκήνιο», ὅπως ἔκαναν καί κάνουν πολλοί, ἀλλά ἐξετέθη στόν ἰταλικό λαό, κέρδισε τήν ψῆφο του καί ἄφησε τό –ὅποιο– δικό του στίγμα στήν πολιτική Ἱστορία τῆς Ἰταλίας. Θά μποροῦσα νά συμπαθήσω καί τόν Ντόναλντ Τράμπ, ἄν δέν ἦταν τόσο ἀπόλυτα ἀκραῖος καί ἄν δέν εἶχε «πάρε-δῶσε» μέ τόν Ἐρντογάν!
Τί ἔκανε ὁ Μπερλουσκόνι; Ἐφήρμοσε αὐτό πού λένε οἱ σοσιαλιστές καί σοσιαλδημοκράτες, «κοινωνική δικαιοσύνη». Δηλαδή, τό νά μπορεῖ καί ἕνας ἐκπρόσωπος τοῦ μεγάλου κεφαλαίου νά ἀπευθυνθεῖ στόν λαό καί νά κερδίσει τίς ἐκλογές. Ὅμως, ἐδῶ πού τά λέμε, μία τέτοια ἀπόφαση «θέλει κότσια». Ὄχι νά παίζεις παιγνίδια καί νά βάζεις «μπροστινούς» καί «αὐτοφωράκηδες» (τί λέξη κι αὐτή!) νά κυβερνοῦν κι ἐσύ νά κινεῖς τά νήματα. Νά τεθεῖς ἐπί κεφαλῆς, νά κονταροχτυπηθεῖς μέ τόν ἀντίπαλο καί νά τόν νικήσεις! Αὐτή εἶναι –κατά τήν δική μου ἄποψη– μία ἀπό τίς ἀρετές τοῦ καπιταλισμοῦ. Νά μπορεῖ ὁ καθείς –ἀκόμη κι ἕνας πολυεκατομμυριοῦχος, μέ ἐπιχειρήσεις κάθε τύπου– νά μετέχει στά κοινά. Χωρίς νά χρειάζεται νά «φιλήσει χέρια» ἤ διάφορες… «ποδιές».
Γι’ αὐτό καί ἐναντιωνόμουν σέ ὅσους «προοδευτικούς» ἀνακάλυψαν τόν ὅρο «μπερλουσκονισμός» , ἀλλά ξέχασαν νά ἀνακαλύψουν καί τόν ὅρο «κραξισμός», γιά νά μήν ξεχνᾶμε τόν μακαρίτη τόν σοσιαλιστή πρωθυπουργό τῆς Ἰταλίας Κράξι, ὁ ὁποῖος ἀπέθανε στήν Τυνησία, αὐτοεξόριστος, λόγῳ οἰκονομικῶν ἀτασθαλιῶν ἀλλά καί λόγῳ τῆς ἀπολύτου πίστεως στήν «κοινωνική δικαιοσύνη», τήν ὁποία ἐπαγγελλόταν τό κόμμα του. Τήν ἔχουμε δεῖ καί στά καθ’ ἡμᾶς αὐτή τήν «κοινωνική δικαιοσύνη», τήν ὁποία οἱ «προοδευτικοί» τήν θυμοῦνται μόνο στά προεκλογικά μπαλκόνια…
Γελῶ, ἐπίσης, μέ τά διάφορα «σλόγκαν» τά ὁποῖα σκαρφίζονται οἱ «προοδευτικοί» μέ πρῶτο ἐκεῖνο τό ἐκκωφαντικό «Ὅλα στό φῶς!». Τό σωστό εἶναι «Ὅλα… τῶν ἄλλων στό φῶς!». Ἕνα ἄλλο ὡραῖο εἶναι «τό μαχαίρι θά φθάσει στό κόκαλο». Τί ὄμορφα πού ἀκούγεται, πόσο μελωδικό! Ἄμ’ τό ἄλλο: «Θά λάμψει ἡ ἀλήθεια»; Ἐκεῖ νά δεῖς λάμψη! Τόση πολλή, πού τυφλώνεσαι!
Καί βέβαια, ὅταν εἶσαι «προοδευτικός» καί μάχεσαι «ἐνάντια στήν ἐκμετάλλευση» καί τή «χειραγώγηση», δέν δίνεις τά ρέστα σου, γιά νά φτιάξεις τά δικά σου «τζάκια» καί τούς δικούς σου «μεγιστᾶνες» τῆς ἐνημερώσεως. Τά ἀποφεύγεις ὅλα αὐτά, μέ μία κλασσική συντηρητική συνταγή, πού λέει ὅτι τό κράτος εἶναι «τό μάτι τοῦ Θεοῦ». Ἀφήνει «τά παιδιά» του ἐλεύθερα, ἀλλά τά παρακολουθεῖ καί τά ἐλέγχει. Κι ὅποιος ξεφεύγει, βρίσκεται ἐκτός Παραδείσου. Ἁπλᾶ πράγματα! Εἶναι καλό νά εἶναι κανείς συντηρητικός. Κι ὅπως λέει ὁ Διονύσης, ἀπευθυνόμενος στόν «Μικρό μονομάχο» του: «Τῆς διάσωσης τό ἔργο θά νιώσεις, τήν συντήρηση ὡς πάθος θά ὑψώσεις/ ὅσο πάει καί πιό ἀκραῖα θά κινεῖσαι/ καί θά χάνεις τόν ἑαυτό σου καί θά εἶσαι/ τελευταῖος κρίκος κι ἕνας/ τῆς σειρᾶς καί τῆς καδένας πρός τό φῶς!»…