Ἀπό τό ἀρχεῖο τῆς «Ἑστίας», 13 Ἀπριλίου 1925
Τό παράδειγμα τοῦ Ἀμερικανοῦ κ. Σέλερ, ὁ ὁποῖος –ὅπως εἶδαν οἱ ἀναγνῶσται, προχθές, εἰς τήν γειτονικήν στήλην– ἐνήργησεν εὐρυτάτην ἀνάκρισιν, διά νά ἐξακριβώσῃ ποίαν ἰδέαν ἔχουν οἱ ἄνθρωποι περί ἀθανασίας ψυχῆς, μελλούσης ζωῆς καί μεταθανάτιων προβλημάτων ἐν γένει, μοῦ ἐκίνησε τήν περιέργειαν νά μάθω, τί φρονοῦν, ἐπί τῶν ἰδίων πραγμάτων, καί οἱ ἐνταῦθα μελλοθάνατοι. Ἐπί τέλους, τό ζήτημα μᾶς ἐνδιαφέρει οὐσιωδῶς καί ἀπό ἑλληνικῆς ἀπόψεως. Ἄρχισα λοιπόν, κ’ ἐγώ τήν ἀνάκρισίν μου καί ἀπετάθην πρός διαφόρους συμπολίτας καί συμπολίτιδας, θέτων τό σχετικόν ἐρώτημα, ὡς ἑξῆς:
-Πιστεύετε, παρακαλῶ, εἰς τήν ἀθανασίαν τῆς ψυχῆς καί τήν μέλλουσαν ζωήν;
Οἱ περισσότεροι μοῦ ἔδωκαν νά ἐννοήσω, ὅτι δέν ἔλαβαν ἀκόμη καιρόν νά ἀπασχοληθοῦν μέ τό ζήτημα καί ἐπεφυλάχθησαν νά μοῦ ἀπαντήσουν ἐν καιρῷ. Εὑρέθησαν ὅμως καί πολλοί προετοιμασμένοι νά μέ εὐχαριστήσουν. Καί τάς πρώτας ἀπαντήσεις σπεύδω νά τάς καταχωρήσω, ἄνευ σχολίων, ἐπιφυλασσόμενος νά συνεχίσω τήν σπουδαιοτάτην ἀνάκρισιν, εἰς τήν ἄλλην ζωήν.
Ἕνας καλόγηρος μοῦ ἀπήντησεν:
-Ἐν τῇ οἰκίᾳ τοῦ Πατρός μου, εἶπεν ὁ Ἰησοῦς, πολλαί μοναί εἰσίν. Ἔχω τήν ἀκράδαντο πεποίθησιν, ὅτι εἰς κἄποιαν ἀπ’ αὐτάς θά γίνω Ἡγούμενος.
Ἕνας ἰατρός:
-Πιστεύω εἰς τήν μέλλουσαν ζωήν, ὑπό τόν ὅρον νά μή συναντηθῶ μέ τούς πελάτας μου τῆς παρούσης.
Ἕνας δικηγόρος ἄνευ πελατείας:
-Ὄχι μόνον πιστεύω, ἀλλά καί ἐλπίζω, ὅτι ἐνώπιον τοῦ Δικαστηρίου τοῦ αἰωνίου Κριτοῦ θά ἔχω περισσοτέρας ποινικάς ὑποθέσεις ἀπό ὅσας ἔχω εἰς τόν μάταιον αὐτόν κόσμον.
Ἕνας ποιητής ἀντί ἀπαντήσεως, μοῦ ὑπέβαλε μιάν ἐρώτησιν:
-Ὑπάρχει ἄραγε κριτική εἰς τόν ἄλλον κόσμον;
Ἕνας μουσικός κριτικός:
-Ὄχι μόνον πιστεύω εἰς μέλλουσαν ζωήν, ἀλλά καί εἶμαι ἀνυπόμονος νά παρευρεθῶ εἰς τήν χορωδίαν τῶν «χορδῶν καί ὀργάνων» τῶν Χερουβείμ καί τῶν Σεραφείμ. Θά ἀναγνώσατε, ἐν καιρῷ, τάς κριτικάς μου εἰς τήν «Ἐφημερίδα τοῦ Παραδείσου».
Ἕνας χρηματιστής:
-Πῶς θέλετε νά μή πιστεύω εἰς μέλλουσαν ζωήν, ἀφοῦ εἶμαι πάντοτε «μέ τά ἐπάνω»; Μέ συγχωρεῖτε ὅμως, διότι εἶμαι βιαστικός…
Μιά δεσποινίς:
-Ὀνειρεύομαι τά ντάνσιγκ τοῦ Παραδείσου καί τήν ἑσπερινήν μαστίχαν εἰς τήν γκαρσονιέραν τοῦ καλοῦ Θεοῦ.
Ἕνας σύζυγος:
-Θέλω νά πιστεύσω, ἀλλά φοβοῦμαι…
Ἕνας Πληρεξούσιος:
-Προτιμῶ τόν αἰώνιον ὕπνον, ἀπό τήν μέλλουσαν ζωήν.
Ἕνας ἐνοικιαστής:
-Ὑπάρχουν ἄραγε ἰδιοκτῆται εἰς τόν ἄλλον κόσμον;
Ἕνας ἰδιοκτήτης:
-Ὑπάρχει, τάχα, Ἐνοικιοστάσιον εἰς τόν Παράδεισον;
Ἕνας δημοσιογράφος: -Πιστεύω ἀνεξετάστως. Εἶνε τό ἐπάγγελμά μου!
Ἕνας ζητιᾶνος, μοῦ ἀπήντησε περιφραστικῶς.
-Θεός σχωρέσ’ τά πεθαμένα σας!
Ἕνας χαρτοπαίκτης:
-Πιστεύω καί τραβῶ στό πεντάρι.
Ἕνας φουκαρᾶς:
-Ἀδύνατον νά μήν ὑπάρχῃ μέλλουσα ζωή. Ὅσα τράβηξα στήν παροῦσαν δέν ἀρκοῦν. Πρέπει νά τραβήξω κ’ ἄλλα!
Καί τέλος ὁ διδάσκαλος Βδελλόπουλος:
-Ἔρχεται ὥρα καί νῦν ἐστί… Θά τούς πάρῃ ὁ Διάολος τόν πατέρα σ’ αὐτά τά βρωμόπαιδα ἐκεῖ ἐπάνω!
Εἰς τό σημεῖον αὐτό διέκοψα, κατ’ ἀνάγκην, τήν ἀνάκρισίν μου, διά νά φροντίσω περί τῆς παρούσης ζωῆς, εἰς τήν ὁποίαν πρό πολλοῦ ἔπαυσα νά πιστεύω.
ΠΑΥΛΟΣ ΝΙΡΒΑΝΑΣ