Ἄλλαξε ἡ ἡγεσία στό Ἐθνικό μας Θέατρο
Ἐπί κεφαλῆς τοποθετήθηκε ὁ Δημήτρης Λιγνάδης, γυιός τοῦ ἀξέχαστου φίλου, συναδέλφου Τάσου Λιγνάδη, μέ τόν ὁποῖο συνυπήρξαμε στήν «Καθημερινή» τῆς Ἑλένης Βλάχου. Μακάρι ἡ θητεία του νά στεφθεῖ ἀπό ἐπιτυχία. Τό Ἐθνικό μας Θέατρο εἶναι πολύ μεγάλη ὑπόθεση. Εἶναι ἕνας ἀπό τούς σημαντικότερους πνεύμονες, ἕνας δυνατός φάρος τοῦ πολιτισμοῦ μας. Τό θέατρο εἶναι ἑλληνικό δημιούργημα καί θά ἔπρεπε νά ἀποτελεῖ ἕνα ἀπό τά πλέον «ἐξαγώγιμα» προϊόντα μας. Ὅσοι, ὅμως, ἔχουμε ταξιδέψει πολύ καί ἰδιαίτερα ἐκεῖνοι πού ἔχουν ἀσχοληθεῖ μέ τά λεγόμενα «πολιτιστικά», διαπιστώνουμε μέ λύπη ὅτι ἔχουμε μείνει πολύ πίσω στόν συγκεκριμένο τομέα. Δέν «ἐξάγουμε» πλέον θέατρο. Δέν «παράγουμε» παραστάσεις πού νά «βγαίνουν ἔξω», ὅπως γινόταν παλιότερα μέ παραγωγές τοῦ Ἐθνικοῦ Θεάτρου καί τοῦ Φεστιβάλ Ἀθηνῶν.
Πολύ θά ἐπιθυμούσαμε νά δοῦμε τήν σημερινή κυβέρνηση νά ἐνδιαφερθεῖ πραγματικά γιά τόν Πολιτισμό. Νά μήν δοῦμε γιά μία ἀκόμη φορά νά παίζουν ρόλο στά τοῦ πολιτισμοῦ πρόσωπα ἄσχετα καί εὑρισκόμενα μακρυά ἀπό τίς εὐαισθησίες πού ἀπαιτοῦνται. Μακάρι νά πάψει νά ἰσχύει μόνο στά λόγια καί στά χαρτιά ἡ περίφημη ἔκφραση «Ὁ πολιτισμός εἶναι ἡ βαριά μας βιομηχανία»…
Θυμᾶμαι, παλαιότερα, τό Ἐθνικό ἀλλά καί τό Πειραϊκό Θέατρο τοῦ Δημήτρη Ροντήρη (παρακολουθοῦσα, ἀπό μαθητής, τά δρώμενα λόγω τῆς φιλίας τοῦ πατέρα μας μέ τόν ἀξέχαστο Πειραιώτη θεατροδιδάσκαλο), πού δημιουργοῦσαν καλλιτεχνικές ὁμάδες, ἑτοίμαζαν παραστάσεις ἀρχαίας τραγωδίας ἤ κωμωδίας καί περιόδευαν στό ἐξωτερικό. Εἶχαν παρουσίες σέ ὅλα τά μεγάλα διεθνῆ φεστιβάλ ἀλλά καί στά κέντρα τοῦ Ἀποδήμου Ἑλληνισμοῦ. Καί, φυσικά, σέ ἐποχές πού καί τά ταξίδια ἦταν πολύ δυσκολοτέρα καί οἱ πηγές ἐσόδων (ἀνύπαρκτες σχεδόν οἱ χορηγίες) σχεδόν χωρίς σφυγμό.
Ἀκόμη καί οἱ Ἄγγλοι, πού θεωροῦν δεδομένο ὅτι ἑκατομμύρια τουρίστες θά γεμίσουν κάθε χρόνο τά θέατρα τοῦ Λονδίνου, «ἐξάγουν» θέατρο. Ἐμεῖς, πού εἴμαστε οἱ γεννήτορες, γιατί ὄχι;
Σταχυολογῶ μερικές ἀπό τίς ἐμφανίσεις τοῦ Πειραϊκοῦ Θεάτρου τοῦ Ροντήρη στό ἐξωτερικό: «Ἠλέκτρα» καί «Προμηθεύς Δεσμώτης» στό Βελιγράδι καί τό Βισμπάντεν (1959), στό Ντύσσελντορφ, στό Παρίσι, στήν Ταορμίνα. Καί ὅταν ὁ Δῆμος Πειραιῶς (προφανῶς γιά λόγους μικροκομματικούς) ἀρνήθηκε νά τοῦ παραχωρήσει τό Δημοτικό Θέατρο, ὁ Ροντήρης δέν διέλυσε τόν θίασο. Μέ τήν συμπαράσταση τῆς Ἀσπασίας Παπαθανασίου καί τοῦ σπουδαίου Θεόδωρου Κρίτα, θεατρικοῦ ἐπιχειρηματία καί μαθητή του, ἄνοιξε πανιά γιά τό ἐξωτερικό κι ἔδωσε ἀμέτρητες παραστάσεις, προβάλλοντας τήν Ἑλλάδα καί ἀποσπώντας φήμη, διακρίσεις, ἐμφανίσεις σέ τηλεοράσεις, συνεντεύξεις, κριτικές, συναντήσεις μέ βασιλεῖς, προέδρους κρατῶν, πολιτικούς κι ἄλλους ἐπωνύμους τῶν γραμμάτων καί τῶν τεχνῶν, καί προσεκλήθη καί παρεκάθισε σέ δεῖπνο μέ τόν Πρόεδρο Τζών Κέννεντυ στίς 5 Ὀκτωβρίου τοῦ 1961, ὡς τιμώμενο «πρόσωπο τοῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ».
Τό τελευταῖο ταξίδι τοῦ Πειραϊκοῦ Θεάτρου ἔγινε τό 1968, γιά τήν Ὀλυμπιάδα τοῦ Μεξικοῦ. Ἔπαιξε «Ἰππόλυτο», τό δεύτερο καί τρίτο μέρος τῆς «Ὀρέστειας» καί «Ἰφιγένεια ἐν Αὐλίδι».
Δέν λέω, καλή (πολύ καλή) ἡ «Κομεντί Φρανσαίζ» στήν Ἐπίδαυρο. Γιατί ὄχι καί ἀρχαία τραγωδία καί κωμωδία (ποιότητος φυσικά) στά εὐρωπαϊκά φεστιβάλ μέ τό Ἐθνικό;