Τώρα τελευταῖα ὅλο καί πιό συχνά παρατηρῶ τήν βιβλιοθήκη μου. Τίς βιβλιοθῆκες μου δηλαδή, ἀφοῦ τόσο τό σπίτι ὅσο καί τό ἐξοχικό τοῦ παπποῦ εἶναι γεμᾶτα βιβλία.
Ὑπάρχουν κάποια συγγράμματα ἡλικίας διακοσίων ἐτῶν καί ἀρκετά ἄλλα μεγαλύτερα ἀπό ἑκατό. Ὑπάρχουν ὁμηρικά λεξικά, δυσεύρετα, θεατρικά, ποιητικές συλλογές τοῦ Σαλίβερου, ἀπό τόν προπερασμένο αἰῶνα καί φυσικά, πάνω ἀπό τό κεφάλι μου, δεσπόζει τό μεγάλο «Λεξικό τῆς ἑλληνικῆς γλώσσης» τοῦ Ἐλευθερουδάκη. Καί κάθε τόσο μοῦ ἔρχονται στό μυαλό οἱ ἱστορίες οἱ ὁποῖες ἔχουν ἄμεση σχέση μέ τό ἐξαιρετικό αὐτό λεξικό, πού γεννήθηκε μέ τήν συνδρομή τεραστίων προσωπικοτήτων αὐτῆς τῆς χώρας, οἱ ὁποῖες δυστυχῶς λείπουν ἀπό τό σημερινό σκηνικό.
Ἔτσι προχθές, μέ ἕναν παλιό φίλο καί συμμαθητή ἀπό τό γυμνάσιο, θυμηθήκαμε πῶς μάθαμε …πόκα. Ἐκεῖνος δηλαδή θυμήθηκε πῶς μυήθηκε στά μυστικά αὐτοῦ τοῦ παιχνιδιοῦ μέσα ἀπό τίς σελίδες ἑνός λεξικοῦ!
Ἔβλεπα πού λέτε, πολλές φορές, τόν πατέρα μας μέ τούς θείους μου, ἀδέλφια τῆς μητέρας μου, νά παίζουν χαρτιά στό μεγάλο τραπέζι. Δηλαδή ἔβλεπα ὅσο μοῦ ἐπέτρεπαν, ἀλλά κυρίως ἄκουγα. Ἄκουγα λοιπόν «τριολέ ὀμπλιζέ», «κοῦκος ἀ βολοντέ», «κοῦκος μονός», «πόκερ», «στρίπ-τίζ» καί ἄλλες λέξεις πού μοῦ φαίνονταν ἀκατάληπτες.
«Μπαμπά, θά μοῦ μάθετε πόκερ;». Ἀκόμα θυμᾶμαι τή σφαλιάρα πού ἔφαγα καθώς καί τό αὐστηρό μήνυμα τοῦ πατέρα: «Αὐτά δέν εἶναι γιά παιδιά». Ὥσπου τό δαιμόνιο μυαλό τοῦ πιτσιρικᾶ κατέφυγε ἕνα μεσημέρι στήν πατρική βιβλιοθήκη καί κατέβασε τό λεξικό στό γράμμα «Π». Ἐκεῖ λοιπόν ἀνακάλυψα καί ἄρχισα νά ἀποστηθίζω τά μυστικά τῆς χαρτοπαιξίας. Καί μαζί μ’ ἐμένα τά ἀνακάλυψαν ὁ Ἄγγελος, ὁ Χαράλαμπος, ὁ Πέτρος, ὁ Μάκης καί ὁ μικρότερος ἀδελφός μου Πλάτων. Σιγά-σιγά ἀρχίσαμε τήν πρακτική ἐξάσκηση. Φυσικά μέ φασόλια ἀντί γιά χρήματα. Καί καθώς περνοῦσε ὁ καιρός, ἔκαναν τήν ἐμφάνισή τους οἱ πεντάρες καί οἱ δεκάρες ἀλλά καί οἱ εἰκοσάρες μέ τήν τρῦπα στή μέση, τά πενηνταράκια, οἱ δραχμές καί τά δίδραχμα.
Μέχρι νά τελειώσουμε τό γυμνάσιο εἴχαμε φτάσει στά τάλληρα. Καί φυσικά, δέν περιοριστήκαμε στό «κλειστό πόκερ», ἀλλά μαθαίνοντας ἀπό ’δῶ κι ἀπό ’κεῖ ἀρχίσαμε νά παίζουμε ὅλες τίς παραλλαγές τοῦ παιχνιδιοῦ.
Θυμηθήκαμε λοιπόν τό πόσο ἄδοξα ἔληξε τό χαρτοπαίγνιο στό μικρό δωμάτιο τοῦ ἰσογείου, ὅταν ἕνα μεσημέρι, κατακαλόκαιρο, ὁ πατέρας μας ἀποφάσισε νά στερηθεῖ τόν μεσημεριανό του ὕπνο καί νά κατέβει στό μικρό δωμάτιο ἀναζητώντας κάποιο ἀπό τά ἐργαλεῖα του.
«Τί γίνεται ἐδῶ;» ρώτησε καί ἐμεῖς μείναμε «κόκκαλο». Καί μέσα στήν σαστιμάρα μας καί στή γενική παγωμάρα ἀκούστηκε ἡ φωνή τοῦ μικροῦ ἀδελφοῦ. «Μπαμπά, εἶστε μέ τά σώβρακα!». Ὁ πατέρας ἔφυγε τρέχοντας προφανῶς γιά νά φορέσει ἕνα πανταλόνι καί ἐμεῖς βρήκαμε τήν εὐκαιρία νά τό σκάσουμε καί νά γλυτώσουμε τήν «περιποίηση».
Ἔκτοτε δέν ξανάγινε παιχνίδι στό μικρό δωμάτιο. Μετακομίσαμε ὅμως στήν ἀποθήκη τῆς αὐλῆς τοῦ Ἄγγελου, ἡ ὁποία αὐθωρεί μετετράπη σέ ἐφηβική χαρτοπαικτική λέσχη. Εὐτυχῶς, ἀργότερα ξεχάσαμε αὐτή τή δραστηριότητα. Ὅλοι, πλήν ἑνός, πού ἔχασε στά χαρτιά ὅλη τήν περιουσία τοῦ πατέρα του, καί τόν χάσαμε κι ἐμεῖς.