Στόν ραδιοφωνικό σταθμό, ὅπου…
… κάθε Κυριακή βραδάκι μέ ἕναν καλό φίλο παίζουμε ρόκ (στήν περίοδο τῆς καραντίνας χρειαζόμαστε ἐκτονώσεις), συνέβη τό ἀκόλουθο περιστατικό.
Τό βράδυ τοῦ περασμένου Σαββάτου, ἕνας καλοντυμένος ἄνδρας, γύρω στά 65, ἀνέβηκε στόν ἕβδομο ὄροφο τοῦ κτιρίου, στό κέντρο τοῦ Πειραιῶς, δύο βήματα ἀπό τήν Ἀστυνομική Διεύθυνση.
Στάθηκε στόν διάδρομο ἔξω ἀπό τά γραφεῖα, ἐξέτασε μέ τό βλέμμα τόν χῶρο, ἄφησε τήν τσάντα του σέ μιά γωνία, ἔβγαλε τό σακάκι του καί τό ἄφησε ἐπάνω στήν τσάντα…
Τό βλέμμα του σταματᾶ στό παράθυρο, πού «βλέπει» στόν ἀκάλυπτο. Ζυγώνει, τό ἀνοίγει καί κοιτάζει κάτω. Σταματᾶ, γυρίζει πίσω καί περιμένει. Αἴφνης, κάνει μερικά ἀποφασιστικά, σχεδόν γρήγορα βήματα καί πηδάει, ἀπό τό παράθυρο τοῦ ἑβδόμου ὀρόφου, στό κενό! Λές καί βλέπεις μία ἀπό ἐκεῖνες τίς μαυρόασπρες ταινίες τοῦ ἰταλικοῦ νεορεαλισμοῦ ἤ ἐκεῖνες τοῦ γερμανικοῦ κινηματογράφου τοῦ ’70. Δέν εἶναι, ὅμως, ταινία, εἶναι ἡ πραγματικότητα στήν Ἑλλάδα τῆς πανδημίας… Ὅπως μέ πληροφόρησε ὁ ἰδιοκτήτης τοῦ σταθμοῦ, τόν κάλεσε ἀργά τή νύχτα ἡ Ἀστυνομία, καί ζήτησαν μάθουν ἄν ὑπάρχουν κάμερες πού καταγράφουν τίς κινήσεις στόν ὄροφο. Δέν τοῦ ἐξήγησαν περί τινος ἐπρόκειτο, καί μέχρι νά φθάσει καί νά πληροφορηθεῖ τό συμβάν, πίστευε ὅτι εἶχε συμβεῖ κάτι κακό στόν σταθμό. «Μέ τόσα πού γίνονται, ὑπέθεσα ὅτι θά εἶχαν σπάσει τά γραφεῖα ἤ κάτι παρόμοιο. Ἦταν, ὅμως, χειρότερα τά πράγματα…» μοῦ εἶπε. Καί καθώς βλέπαμε μαζί τό βίντεο μέ τό ἀπονενοημένο διάβημα, ἐξέφρασε τήν ἀπορία. «Δέν ἄκουσα σέ κανένα κανάλι ἤ ραδιόφωνο τήν εἴδηση»… Τοῦ ἐξήγησα ὅτι οἱ αὐτοκτονίες δέν ἀποτελοῦν πλέον «εἴδηση», ἐκτός ἐάν ὁ αὐτόχειρ εἶναι κάποιο γνωστό πρόσωπο. «Ναί, ἀλλά παλαιότερα…» ἄρχισε νά λέει…
Ναί, παλαιότερα, ἄν ἕνας ἄνδρας, καλοντυμένος, γύρω στά 65, ἔπεφτε στό κενό ἀπό τόν ἕβδομο ὄροφο ἑνός κτιρίου στό κέντρο μιᾶς μεγάλης πόλεως, θά ἦταν «εἴδηση». Ναί, θά μέ εἶχε ξυπνήσει –ὅ,τι ὥρα καί νά ἦταν– ὁ ἀστυνομικός ἀπό τό ὑπασπιστήριο τῆς Ἀστυνομικῆς Διευθύνσεως καί θά μοῦ ἔλεγε «ἔχουμε μιά αὐτοκτονία στό τάδε σημεῖο». Ἐγώ, μέ τή σειρά μου, θά ξυπνοῦσα τόν ἀρχισυντάκτη μου, ὅ,τι ὥρα καί νά ἦταν, καί θά τοῦ ἔλεγα «αὐτοκτονία ἀπό τόν 7ο ὄροφο, δίπλα στήν Ἀστυνομική Διεύθυνση». Ἐκεῖνος θά μοῦ ἔλεγε «φύγε καί μήν ἔρθεις χωρίς φωτογραφία!»… Θά ἔτρεχα στό σημεῖο, μαζί μέ τόν φωτορεπόρτερ, ἡ ἀστυνομία θά ἀπαγόρευε τήν πρόσβαση, ἐμεῖς θά ζητούσαμε τά στοιχεῖα τοῦ ἀνθρώπου, δέν θά μᾶς τά ἔδιναν, θά τά μαθαίναμε (εἴχαμε πάντα κάποια πηγή στήν Ἀστυνομία) καί θά προσπαθούσαμε νά «βγάλουμε τό θέμα». Ἄν ἦταν αὐτοκτονία γιά ψυχολογικούς, προσωπικούς, λόγους, ἄν ἦταν κάποιος γνωστός, ἄν εἶχε οἰκονομικά προβλήματα, ἄν ἦταν ἐρωτική ἀπογοήτευση. Θά ψάχναμε νά βροῦμε τήν ἄκρη. Εἶχε πεθάνει ἕνας ἄνθρωπος μέ τραγικό τρόπο! Ἦταν «εἴδηση». Καί ἐπειδή τότε δέν ὑπῆρχαν οἱ «κάμερες», στήν ἄκρη τοῦ μυαλοῦ μας θά φώλιαζε ἡ ἀμφιβολία. Μήπως κάποιος τόν πέταξε ἀπό τό παράθυρο;… Ἐνῶ τώρα…