ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ τῆς ἑβδομάδος ὑποστηρίξαμε ἀπό αὐτήν ἐδῶ τήν στήλη τρεῖς θέσεις γιά τήν Δύση
Ἡ πρώτη: Διατυπώσαμε τόν προβληματισμό γιά τό πόσο σωστή ἤ πόσο λανθασμένη μπορεῖ νά ἀποδειχθεῖ στήν πράξη ἡ στρατηγική τοῦ Προέδρου Μπάιντεν νά ἐξαπολύσει διμέτωπο ἐναντίον τῆς Ρωσσίας καί τῆς Κίνας, ταυτοχρόνως. Πρώτη φορά μετά τό 1977. Ἡ δεύτερη: Διατυπώσαμε τήν ἐκτίμηση, ὅτι οἱ ΗΠΑ σέ ἀντιδιαστολή μέ τόν πρῶτο Ψυχρό πόλεμο καί μετά τά λάθη τῆς δεκαετίας τοῦ 1990 στήν Μέση Ἀνατολή, θά δυσκολευτοῦν αὐτή τήν φορά νά βροῦν συμμάχους στήν Εὐρώπη νά στηρίξουν τούς πολέμους τους ὅπως ἔπραξε γιά παράδειγμα ἡ συμμαχία τῶν προθύμων στό παρελθόν. Ἡ ἐκ μέρους τους «ἰδιωτικοποίηση» τοῦ ΝΑΤΟ δέν λησμονεῖται εὔκολα οὔτε ἀπό τούς Γερμανούς οὔτε ἀπό τούς Γάλλους, οἱ ὁποῖοι ἀντίκρυσαν τίς ΗΠΑ στό ἀποκορύφωμα τῆς ἰσχύος τους νά ἀνακοινώνουν μείζονες ἀποφάσεις χωρίς διαβούλευση μέ τούς συμμάχους τους. Ἡ τρίτη: Θεωρήσαμε δυσκολότερη ἀποστολή σέ σύγκριση μέ τό παρελθόν τήν συστράτευση τῆς Εὐρώπης ἐναντίον τῆς Κίνας λόγω τῆς ὑψηλῆς διασύνδεσης τῶν οἰκονομιῶν τους. Θυμίζουμε μάλιστα σήμερα ὅτι ἡ Κίνα ἔπαιξε τόν πλέον καταλυτικό ρόλο γιά νά μήν ἀποβληθεῖ ἡ Ἑλλάς ἀπό τήν ζώνη τοῦ εὐρώ.
Ἡ ἀνάλυσή μας αὐτή προκάλεσε ποικίλες συζητήσεις, ἀμφισβητήσεις, ἐπιφυλάξεις, σχόλια ἀπό καλόπιστους ἀναγνῶστες μας ὑψηλοῦ κύρους. Μέ γνώση τῶν θεμάτων. Ἀπόψεις τίς ὁποῖες προφανῶς καί σεβόμαστε καθώς διαπιστώνουμε ὅτι στά πρῶτα του βήματα ὁ Πρόεδρος Μπάιντεν τόσο στό σκέλος τῆς οἰκονομικῆς του πολιτικῆς ὅσο καί στόν ἰδεολογικό ἀνένδοτο πού κήρυξε ἐναντίον αὐταρχικῶν καθεστώτων, γνωρίζει εὐρεῖα ἀποδοχή. Χωρίς μάλιστα νά πέφτει στήν παγίδα τῆς διαρκοῦς δημοσιότητος. Πιό πολύ συζητᾶμε αὐτό τόν καιρό γιά τίς ἀποφάσεις τοῦ Μπάιντεν καί δευτερευόντως γιά τίς δηλώσεις τοῦ Μπάιντεν. Πρόκειται γιά σπάνιο ἡγετικό χαρακτηριστικό. Ὡστόσο οἱ ἀπόψεις πού διατυπώσαμε, συμβουλευόμενοι πάντοτε καί τούς γκουρού τῶν διεθνῶν σχέσεων, δέν εἶναι μειοψηφικές. Δέν ἀπασχολοῦν μόνον ἐμᾶς. Ἀπασχολοῦν καί ἄλλους. Ὡς συμβολή στόν προβληματισμό λοιπόν ἀναδημοσιεύουμε σήμερα ἕνα πρόσφατο ἄρθρο τοῦ Gideon Rachman στούς «Financial Times». Ἴσως ἐντοπίσετε κάποιες ἀναλογίες μέ τίς ἡμέτερες σκέψεις! Τό ἐξαιρετικῶς ἐνδιαφέρον κείμενο ἔχει ὡς ἑξῆς:
«Στήν Οὐάσιγκτων, στό Πεκῖνο καί στήν Μόσχα οἱ ἀξιωματοῦχοι λένε πώς θέλουν νά ἀποφύγουν ἕνα νέο ψυχρό πόλεμο. Πρόσφατο ἄρθρο στούς New York Times ἀφήνει νά ἐννοηθεῖ πώς δέν ἔχουν ἰδιαίτερο λόγο ἀνησυχίας. Ὑποστηρίζει πώς “οἱ σημερινές ἀντιπαλότητες τῶν ὑπερδυνάμεων ἐλάχιστα ὁμοιάζουν μέ τό παρελθόν”. Τό ἄρθρο παραπέμπει στή σχετική ἀδυναμία τῆς Ρωσσίας καί στήν τεχνολογική ὑπεροχή τῆς Κίνας, γιά νά ὑπογραμμίσει πώς ἔχουν ἀλλάξει τά πράγματα ἀπό τά τέλη τῆς δεκαετίας τοῦ 1940. Αὐτές οἱ διαφορές φυσικά ὑπάρχουν. Ἀλλά γιά μένα, οἱ παραλληλισμοί μεταξύ τῶν σημερινῶν γεγονότων καί αὐτῶν τῶν πρώτων ἐτῶν τοῦ Ψυχροῦ Πολέμου μοιάζουν ὅλο καί πιό πειστικοί, ἀκόμα καί ἀνατριχιαστικοί.
Καί πάλι ἔχουμε τόν ἄξονα Ρωσσίας – Κίνας παρατεταγμένο ἀπέναντι σέ μιά δυτική συμμαχία, τῆς ὁποίας ἡγεῖται ἡ Οὐάσιγκτων. Πρό ἡμερῶν, ὁ Πρόεδρος τῶν ΗΠΑ Joe Biden μίλησε σέ σύνοδο τῆς ΕΕ, ἐνῶ ὁ Antony Blinken, ὁ ὑπουργός Ἐξωτερικῶν του, παρέθεσε ὁμιλία στό ΝΑΤΟ, ζητώντας ἑνότητα τῆς Δύσεως γιά νά ἀποτραποῦν οἱ στρατιωτικές φιλοδοξίες τῆς Κίνας καί ἡ ρωσσική “ἐπιθετικότης”. Ἐν τῶ μεταξύ, ὁ Sergei Lavrov, ὁ ὑπουργός Ἐξωτερικῶν τῆς Ρωσσίας, εὑρίσκετο στήν Κίνα, ζητώντας τό Πεκῖνο καί ἡ Μόσχα νά ἀποκρούσουν τήν ἀμερικανική δύναμη.
Οἱ ἐντάσεις μεταξύ τῶν δύο πλευρῶν κλιμακώνονται. Ἡ κινεζική πολεμική ἀεροπορία μόλις προέβη στή μεγαλύτερη εἰσβολή πού ἔχει κάνει ποτέ στόν ταϊβανέζικο ἐναέριο χῶρο. Πρό ἡμερῶν, ἡ Κίνα ἐπέβαλε ἐπίσης κυρώσεις σέ πολιτικούς τῆς ΕΕ καί τῆς Βρεταννίας, πού εἶχαν μιλήσει γιά τά δικαιώματα στή Σιντζιάνγκ. Τόν προηγούμενο μῆνα, ἡ Ρωσσία ἀπέσυρε τόν πρέσβυ της ἀπό τήν Οὐάσιγκτων, διαμαρτυρόμενη γιά αὐτό πού ἀπεκάλεσε πρωτοφανεῖς ἐνέργειες ἀπό τίς ΗΠΑ. Ἡ πρώτη συνάντησις μεταξύ κορυφαίων ἀξιωματούχων τῆς κυβερνήσεως Biden καί τῆς κινεζικῆς κυβερνήσεως ἐξελίχθηκε σέ δημόσιο καβγᾶ.
Ἡ γραμμή ἀπό τό Πεκῖνο εἶναι πώς ἡ τρέχουσα κλιμάκωσις τῶν ἐντάσεων προκαλεῖται ἀπό τήν ἀνικανότητα τῆς Οὐάσιγκτων νά ἀποδεχθεῖ τήν ἄνοδο τῆς Κίνας. Ὑπάρχει κάποιο στοιχεῖο ἀλήθειας στήν ἰδέα πώς οἱ ΗΠΑ εἶναι προσκολλημένες στήν ἡγεμονία τους. Ἀλλά τό ἀφήγημα τοῦ Πεκίνου ἀγνοεῖ τήν ἔκταση στήν ὁποία οἱ ἀλλαγές ἐντός τῆς ἴδιας τῆς Κίνας ἔχουν ὁδηγήσει στή στροφή τῆς συμπεριφορᾶς Ἀμερικανῶν καί Εὐρωπαίων. Ἡ αὐξανόμενη καταστολή, ἡ λατρεία γύρω ἀπό τήν προσωπικότητα τοῦ προέδρου Xi Jinping καί ἡ ἐπίδειξις κινεζικῆς στρατιωτικῆς δυνάμεως κάνουν τίς ἐπιθετικές ἀπόψεις γιά τήν Κίνα πιό εὐκολοπώλητες σέ ΗΠΑ καί Εὐρώπη.
Ὅπως καί κατά τίς πρῶτες μέρες τοῦ πρώτου Ψυχροῦ Πολέμου, ὑπάρχουν ὁρισμένα βασικά γεγονότα πού ἔχουν ἀποκρυσταλλώσει τήν αὐξανόμενη ἀνησυχία στίς δυτικές πρωτεύουσες. Τό 1945-46, ἡ ἐπιβολή καθεστώτων-δορυφόρων ἀπό τήν Σοβιετική Ἕνωση στήν ἀνατολική Εὐρώπη ὁδήγησε σέ θεμελιώδη ἐπανεκτίμηση τῶν προθέσεων τῆς Μόσχας. Τόν τελευταῖο χρόνο, ἡ καταστολή τοῦ φιλοδημοκρατικοῦ κινήματος στό Χόνγκ Κόνγκ καί ἡ ἀποκάλυψις περισσοτέρων λεπτομερειῶν γιά τήν δίωξη τῶν Οὐιγούρων ἀπό τίς κινεζικές ἀρχές –πού τώρα χαρακτηρίζεται ὡς γενοκτονία ἀπό τήν κυβέρνηση τῶν ΗΠΑ– ἔχουν παίξει παρόμοιο ρόλο στήν στροφή τῆς στάσεως τῆς Δύσεως.
Ἡ αὐξανομένη ἐπιμονή τῆς κινεζικῆς διπλωματίας τοῦ “λύκου πολεμιστοῦ” ἀρχίζει ἐπίσης νά σημαίνει συναγερμό, παίζοντας παρόμοιο ρόλο σέ μιά σειρά ἀντιδυτικῶν ὁμιλιῶν πού βγῆκαν ἀπό τήν Σοβιετική Ἕνωση τή δεκαετία τοῦ 1940. Μέχρι πρόσφατα, ἐφαίνετο πώς ἡ δυτική Εὐρώπη μπορεῖ νά προσπαθήσει νά μήν πάρει θέση σέ ἕνα νέο ψυχρό πόλεμο. Ἡ ἀπόφασις τῆς ΕΕ νά ὑπογράψει ἐμπορική καί ἐπενδυτική συμφωνία μέ τήν Κίνα ὑπεδήλωνε πώς τό Πεκῖνο ἐπέτυχε νά δημιουργήσει χάσμα μεταξύ τῆς Οὐάσιγκτων καί τῶν Βρυξελλῶν. Ἀλλά ἡ ἐπιβολή κυρώσεων ἀπό τήν Κίνα σέ ἡγετικά μέλη τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ Κοινοβουλίου καθιστᾶ ὅλο καί πιό ἀπίθανο ἡ ΕΕ νά ἐπικυρώσει τήν ἐμπορική συμφωνία μέ τήν Κίνα. Οἱ εὐρωπαϊκές προσπάθειες νά διασφαλισθεῖ μία ἐπαναπροσέγγισις μέ τήν Ρωσσία, γιά τήν ὁποία πιέζει πολύ ὁ Γάλλος Πρόεδρος Emmanuel Macron, ἐπίσης δέν ἔχουν σημειώσει πρόοδο. Τό ἐντεινόμενο κλῖμα καταπιέσεως ἐντός τῆς Ρωσσίας, ὅπως ἐφάνη ἀπό τήν φυλάκιση τοῦ ἀκτιβιστοῦ τῆς ἀντιπολιτεύσεσως Alexei Navalny, περιορίζει τό χάσμα μεταξύ τῶν εὐρωπαϊκῶν καί ἀμερικανικῶν ἀπόψεων γιά τήν Ρωσσία.
Σέ αὐτόν τόν δεύτερο Ψυχρό Πόλεμο –ὅπως καί στόν πρῶτο– ὑπάρχουν περιφερειακά σημεῖα ἀναφλέξεως ὅπου θά μποροῦσε νά “ἀνάψει” ἡ σύγκρουσις. Στήν Ἀσία, ὁρισμένα ἀπό τά σημεῖα αὐτά εἶναι θέματα πού παρέμειναν ἄλυτα ἀπό τόν πρῶτο Ψυχρό Πόλεμο, κυρίως ἡ κατάστασις τῆς κορεατικῆς χερσονήσου καί τῆς Ταϊβάν. Στήν Εὐρώπη, τά «μέτωπα» ἔχουν κινηθεῖ πρός τά ἀνατολικά. Εἶναι τώρα ἡ Οὐκρανία καί ὄχι τό Βερολῖνο πού βρίσκεται εἰς τό ἐπίκεντρον τῆς ἐντάσεως μεταξύ τῆς Μόσχας καί τῆς Δύσεως.
Κατά τήν διάρκεια τῆς κυβερνήσεως Trump, ἡ ἀναδυόμενη ἀντιπαλότης μεταξύ τῶν ΗΠΑ καί τῆς Κίνας συχνά δέν εἶχε τήν ἰδεολογική διάσταση τοῦ πρώτου Ψυχροῦ Πολέμου. Ὁ Donald Trump ἦταν ἕνας πρόεδρος πού τόν ἐνδιέφεραν τά παζάρια καί ἐπεκεντρώνετο πάνω ἀπ’ ὅλα στό ἐμπορικό ἔλλειμμα τῶν ΗΠΑ μέ τήν Κίνα. Σύμφωνα μέ τόν John Bolton, τόν πρώην σύμβουλό του σέ θέματα ἐθνικῆς ἀσφαλείας, ὁ Trump μάλιστα ἐνεθάρρυνε κατ’ ἰδίαν τόν Xi Jinping νά ἐπιδιώξει τήν πολιτική τῶν μαζικῶν κρατήσεων στή Σιντζιάνγ.
Μέ τήν ἔλευση τῆς κυβερνήσεως Biden, ὅμως, ὁ ἰδεολογικός ἀνταγωνισμός ἐπέστρεψε. Ὁ Biden ἔχει πεῖ πώς θέλει νά ὑπάρξει συνεδρίασις γιά τήν δημοκρατία καί ἔχει ξεκάθαρη πρόθεση νά ἐπιβεβαιώσει τόν ἰσχυρισμό τῶν ΗΠΑ, πώς εἶναι “ἡγέτις τοῦ ἐλεύθερου κόσμου”. Ὅπως ὁ Harry Truman, πού ἦταν πρόεδρος καθώς ἔπαιρνε μορφή ἡ πρῶτος Ψυχρός Πόλεμος, ὁ Biden εἶναι ἕνας πρώην ἀντιπρόεδρος καί Δημοκρατικός γερουσιαστής πού κάποτε τόν κοίταζε ἀφ’ ὑψηλοῦ ἡ ἐλίτ τῆς διανοήσεως τοῦ κόμματός του καί ὁ ὁποῖος βρίσκεται ἀπρόσμενα ἐπί κεφαλῆς σέ ἕνα σημεῖο καμπῆς τῆς ἱστορίας.
Οἱ τεχνολογικές ἀντιπαλότητες βρίσκονται γιά μία ἀκόμη φορά στήν καρδιά τῆς ἀντιπαραθέσεως τῶν ὑπερδυνάμεων. Στόν πρῶτο Ψυχρό Πόλεμο ἦταν ἡ πυρηνική τεχνολογία καί ὁ ἀγών στό Διάστημα. Οἱ σημερινές ἀντιπαλότητες τῶν ὑπερδυνάμεων ἐπικεντρώνονται στίς τηλεπικοινωνίες 5G καί τήν τεχνητή νοημοσύνη. Ἀλλά ἡ τεχνολογική σύγκρουσις πραγματοποιεῖται σέ διαφορετικό πλαίσιο. Σαράντα χρόνια παγκοσμιοποιήσεως ἔχουν διασφαλίσει τήν βαθειά ἑνοποίηση τῶν οἰκονομιῶν τῆς Κίνας καί τῆς Δύσεως. Τό ἐάν ἡ ἑνοποίησις θά μπορέσει νά ἐπιβιώσει τῆς κλιμακώσεως τῆς ἀντιπαλότητος τῶν Μεγάλων Δυνάμεων εἶναι τό μεγαλύτερο ἀνοικτό ἐρώτημα ἀναφορικά μέ τόν νέο Ψυχρό Πόλεμο.»