Ἀπό τό ἀρχεῖο τῆς «Ἑστίας», 17 Νοεμβρίου 1918
Μία δυστυχής κυρία, κρυολογημένη φαίνεται, σοβαρῶς καί εὑρισκομένη πιθανῶς εἰς τά πρόθυρα τῆς γρίππης, ἀπεπειράθη προχθές νά διεκδικήσῃ ἐπικαίρως τά δικαιώματά της ἐπί τοῦ κλεισίματος ἑνός παραθύρου τοῦ τράμ τῶν Φαλήρων.
– Κλεῖσε, σέ παρακαλῶ, ἐκεῖνο τό παράθυρο! εἶπεν εὐγενέστατα εἰς τόν εἰσπράκτορα. Ὁ εἰσπράκτωρ, ἀπεχθανόμενος ἰδιαιτέρως τάς διαταγάς, ἔστω καί ὑπό μορφήν παρακλήσεων ἐκ μέρους μιᾶς κυρίας, ἀνέκρουσε πρύμναν, χωρίς νά δώσῃ καμμίαν προσοχήν, καί ἐπέστρεψεν εἰς τόν ὀπίσθιον ἐξώστην. Ἡ κυρία, ἡ ὁποία ὑφίστατο μέ προφανῆ ἀνησυχίαν τό ἐπικίνδυνον ρευματάκι, ἠναγκάσθη τότε νά ἀποταθῇ ἀλλοῦ. Ἐκτύπησε τό τζάμι τοῦ προσθίου ἐξώστου καί ἔνευσε πρός τόν ὁδηγόν.
– Δέν μπορεῖ, σέ παρακαλῶ, νά κλείσῃ αὐτό τό παράθυρο; Εἶμαι πουντιασμένη ἐπί τέλους. Μιά ὥρα φωνάζω τόν εἰσπράκτορα καί δέν ἐννοεῖ ν’ ἀκούσῃ. Ὁ ὁδηγός ἐξανέστη.
– Ὡραία δουλειά! Θ’ ἀφήσω τώρα τή μηχανή νά κλείνω παράθυρα… Καί ἐγύρισεν εἰς τό χειριστήριόν του. Ἡ κυρία ἠναγκάσθη τότε νά σηκωθῇ ἀπό τήν θέσιν της καί νά διατρέξῃ τόν διάδρομον πρός ἀναζήτησιν τοῦ ἀδιαφοροῦντος εἰσπράκτορος, διαμαρτυρομένη ἐν τῷ μεταξύ πρός τούς συνεπιβάτας, οἱ ὁποῖοι, διεκδικοῦντες καί αὐτοί τά δικαιώματα τοῦ ἀνθρώπου ἐπί τῆς δροσιᾶς καί τοῦ καθαροῦ ἀέρος, περιωρίσθησαν εἰς μερικά μειδιάματα καί μερικά εὔθυμα σχόλια ἀπέναντι τῶν διαμαρτυριῶν τῆς πασχούσης κυρίας.
– Εἰσπράκτωρ, ἔλα μέσα! εἶπεν ἡ κυρία μέ τόνον ἀξιοπρεπῶς αὐστηρόν, ὅταν ἐπλησίασε τήν θύραν. Ἔχεις ὑποχρέωσιν ν’ ἀκοῦς, ὅταν σοῦ μιλοῦν. Οἱ ἐπιβάται ἔχουν τά δικαιώματά τους ἐπί τέλους.
– Καλέ τί μᾶς λές;
– Αὐτό ποῦ σοῦ λέω. Νά μάθῃς τόν κανονισμό σου, γιατί θά σοῦ τόν μάθω ἐγώ, ὅταν φθάσουμε στό σταθμό. Καί ἐπέστρεψεν εἰς τήν γωνιακήν της θέσιν, ἐνῷ ὁ εἰσπράκτωρ ἐνεφανίζετο καί αὐτός εἰς τόν διάδρομον, διαμαρτυρόμενος πρός τούς ἐπιβάτας, ἐν ὀνόματι τῶν δικαιωμάτων τοῦ ἀνθρώπου, ὑπό τήν ἰδιότητα τοῦ τροχιοδρομικοῦ ὑπαλλήλου. Κατόπιν ἀπετάθη πρός τήν κυρίαν, ἡ ὁποία, διά νά σωθῇ ἀπό τό κρυολόγημα, ἐκινδύνευε τώρα νά πάθῃ ἀπό ἀποπληξίαν.
– Τί θέλεις, ἐπί τέλους, κυρά μου; Μᾶς ἔγεινες κουνοῦπι. Τό κατάλαβες;
– Σοῦ εἶπα νά κλείσῃς ἐκεῖνο τό παράθυρο. […]
– Μά, ἄν τοῦ λόγου σου, κυρά μου, τό θέλεις κλειστό τό παράθυρο, οἱ ἄλλοι τό θέλουν ἀνοιχτό. Κατάλαβες;
– Ὅποιος θέλει δροσιά, πηγαίνει στόν ἐξώστη! εἶπε κατηγορηματικῶς ἡ κυρία. Δέν εἶνε δίκαιον νά πεθάνω ἐγώ γιά τό κέφι τῶν ἄλλων.
– Μά οἱ ἄλλοι εἶνε δεκαπέντε καί τοῦ λόγου σου εἶσαι μία. Ἔχουν τό δικαίωμά τους κι’ αὐτοί.
– Διά πλειονοψηφίας λοιπόν θά λυθῇ τό ζήτημα; Ὡραῖα! Ἐπειδή λοιπόν οἱ περισσότεροι θέλουν τόν θάνατό μου, πρέπει ἐγώ νά πεθάνω; Ἐσύ εἶσαι ὑποχρεωμένος νά ἐφαρμόσῃς τόν Κανονισμόν.
– Ὁ Κανονισμός δέν λέει νά κάνουμε τά χατήρια τοῦ ἑνός καί τοῦ ἀλλουνοῦ. Ἐν τῷ μεταξύ τό παράθυρον τῆς ἔριδος ἔμενεν ἀνοικτόν καί τό ὑγρόν βραδυνόν ἀεράκι ἐξακολουθοῦσε τό ὕπουλον ἔργον του ἐπί τῆς πασχούσης κυρίας.
– Σοῦ ἐπαναλαμβάνω –εἶπε μόλις συγκρατοῦσα τώρα τήν ἀγανάκτησίν της ἡ κυρία– ὅτι δέν ξέρεις τόν Κανονισμόν. Ὁ Κανονισμός δέν μπορεῖ παρά νά προβλέπῃ γι’ αὐτά τά πράγματα. Τήν στιγμήν αὐτήν ἐπενέβη ἕνας ἐπιβάτης, ποῦ δέν εἶχεν ὁμιλήσει ἕως τώρα. Διεξεδίκει καί αὐτός διά τόν ἑαυτόν του τά δικαιώματα τοῦ ἀνθρώπου.
– Γιά νά σᾶς πῶ, ἐπί τέλους; Ἐσάς θ’ ἀκοῦμε τώρα; Ἐγώ ἔχω τήν ἡμικρανία μου καί σεῖς μοῦ πήρατε τό κεφάλι μέ τῇς φωνές σας.
– Ὅλοι δίκῃο ἔχετε, βρέ παιδιά! ἀπεφάνθη. Ἀλλά ποῦ νά τό βρῆτε; Ξέρετε τί νά κάνετε λέω ἐγώ; Νά δώσετε ἀπό ἕνα τριάρι ὁ καθένας νά γραφῆτε στήν Ἕνωσι, ποῦ ἔγεινε γιά τῇς δουλειές αὐτές, καί νά κάνετε τά παράπονά σας. Καί ἡ συζήτησις ἔληξεν. Ἐγώ τώρα, ὁ ὁποῖος ἐχειροκρότησα ἐξ ὅλης ψυχῆς τήν σύστασιν τῆς «Ἑνώσεως πρός προστασίαν τῶν δικαιωμάτων τοῦ Ἀνθρώπου καί τοῦ Πολίτου», σκέπτομαι τί θά τραβήξουν τά γραφεῖά της, ὅταν ὅλοι αὐτοί οἱ ἄνθρωποι τοῦ τράμ μέ τά ἰσάριθμα δικαιώματα καί μέ τό σχετικόν «τριάρι» ἐμφανισθοῦν νά τά διεκδικήσουν. Τό ταλαίπωρον γραφεῖον δέν θά ἔχῃ νά προσθέσῃ εἰς τήν Ἑλληνικήν αὐτήν σαλάταν παρά τό λάδι καί τό ξύδι.
ΠΑΥΛΟΣ ΝΙΡΒΑΝΑΣ