Γιά νά καταλάβουμε σέ ποιά χώρα ζοῦμε, ἄς δοῦμε πῶς πέρασε ἕνα ὄμορφο Σαββατοκύριακο.
Ξεκινῶ κάποια στιγμή ἀπό τόν Πειραιᾶ γιά τήν Ἀθήνα. Προορισμός τό κτίριο τῆς ΕΣΗΕΑ, στήν ὁδό Βουκουρεστίου. Ἔχουμε γενική συνέλευση ἑνός ταλαίπωρου οἰκοδομικοῦ (ὑποτίθεται) συνεταιρισμοῦ, πού ἀγόρασε μιά ἔκταση κάπου στήν Ἀττική, ἀλλά ἔπειτα ἡ ἔκταση χαρακτηρίσθηκε «ἀναδασωτέα» καί κλαῖμε τά λεφτά μας, ὅπως τόσες χιλιάδες «οἰκοπεδοῦχοι στά χαρτιά». Σάββατο μεσημέρι, μειωμένη ἡ κίνηση, βρίσκω μιά κενή θέση στήν Πινδάρου καί παρκάρω –«νά πεταχτῶ νά ψηφίσω καί νά φύγω» σκέπτομαι. Ἔλα, ὅμως, πού ἡ συνέλευση μέ ὅρισε «ἐφορευτική ἐπιτροπή», διότι εἴχαμε καί ἀρχαιρεσίες.
Κι ἀπό ἐκεῖ πού ἦταν νά φύγω κατά τίς 12, φεύγω στίς δυόμισυ! Καί τρέχω στήν Πινδάρου καί βλέπω ὅτι μᾶς ἔχουν πάρει τίς πινακίδες. Ποιόν, ἀλήθεια, ἐμποδίζαμε ἐκεῖ πού παρκάραμε; Σάββατο μεσημέρι, παρκαρισμένοι στό ἀριστερό τμῆμα τῆς ὁδοῦ (ἔπειτα εἶδα ὅτι εἶχε «ἀπαγορευτικό», προφανῶς δέν ἐμποδίζαμε καί τήν Πρεσβεία τῆς Αἰγύπτου, πού προφανῶς δέν λειτουργεῖ τά Σαββατοκύριακα, ἀλλά ἔχει –ὡς διεπίστωσα– «καβάντζα» τέσσερις θέσεις στήν Πινδάρου! Τί νά πεῖς, ὅμως; Ὁ Νόμος εἶναι Νόμος, εἶχε σῆμα, δέν τό εἶδα, ἔχασα τίς πινακίδες, οἱ δημοτικοί ἀστυνομικοί εἶδαν «ἀπαγορευτικό καί εἶπαν «ἐδῶ εἴμαστε»!
Βάζω μπρός καί κατεβαίνω τήν Σόλωνος πρός τήν Πειραιῶς, νά πάω νά ἀφήσω τό αὐτοκίνητο στό σπίτι. Σαββατοκύριακο, ὁ Δῆμος κλειστά, θά πάω Δευτέρα νά ὑποβάλω τά παράπονά μου. Μπαίνω Ἁγ. Κωνσταντίνου ἀριστερά, βγαίνω Πειραιῶς, ἀλλά στό ὕψος τῆς Ἀσωμάτων ὑπάρχει κορδέλα κόκκινη τῆς Ἀστυνομίας. «Κάτι ἔχει γίνει, δέν ξέρω, ἔχουν κλείσει τόν δρόμο» λέει ὁ ταξιτζῆς μπροστά. Σέ χρόνο ἐλάχιστο ἔχουμε γίνει «παστοί», ὁ δρόμος ἔχει γεμίσει αὐτοκίνητα, ἔχουμε ἀκινητοποιηθεῖ! Ἥλιος ντάλα μεσημέρι, σέ περιμένουν καί στό σπίτι νά φᾶτε οἰκογενειακῶς στήν ταράτσα.
«Θά καθυστερήσω» λέω στήν γυναίκα μου. «Τί ἔγινε;» ρωτάει. «Μοῦ ἔχουν πάρει τίς πινακίδες καί εἶμαι μισή ὥρα ἀποκλεισμένος Πειραιῶς καί Ἀσωμάτων» τῆς λέω. «Παράτα το καί πάρε ταξί» εἶναι ἡ (λογική) ἀπάντηση…
Μοῦ ἔρχεται νά τό παρατήσω, τό σταρλετάκι, καταμεσῆς τοῦ δρόμου, ἀλλά βλέπω ἕναν σαλταδόρο μέ ἡμιφορτηγό νά κόβει στό ἀντίθετο ρεῦμα, πού ἔχει ἐν τῶ μεταξύ ἀδειάσει. Τόν ἀκολουθῶ. Μπαίνει παράνομα σέ μονόδρομο, στρίβει δεξιά κι ἀριστερά καί βρισκόμαστε στήν Ἁγ. Κωνσταντίνου χαμηλά! Σωθήκαμε! Παίρνω τήν Καβάλας, βγαίνω στό ποτάμι, ἀπό τήν Κηφισοῦ στό Νέο Φάληρο, στροφή, Καστέλα, πρόλαβα τό φαγητό στή μέση! Κατά τίς πέντε πᾶμε γιά καφέ κοντά μας, στό Μικρολίμανο, καί στήν ἐπιστροφή βρίσκω τόν δρόμο μας –ἕνα μικρό δρομάκι στήν Καστέλα– κλειστό ἀπό δύο «κλοῦβες» τῆς Ἀστυνομίας!
– Τί ἔγινε; Κάναμε λάθος καί βγήκαμε στά Ἐξάρχεια; ρωτῶ ἀστειευόμενος τούς ἀστυνομικούς.
– Ὄχι, ἀλλά ἔχει συγκέντρωση ἡ «Χρυσή Αὐγή» ἐδῶ παρακάτω σέ ἕνα ξενοδοχεῖο καί ἔχουν μαζευτεῖ ἐδῶ κοντά σας τά μέλη μιᾶς «αὐτόνομης κοινότητας» καί κάνουν ἀντισυγκέντρωση!
Μέχρι ἀργά τό βράδυ βρισκόμασταν ἀποκλεισμένοι στά σπίτια μας! Ἀπ’ ὅ,τι μάθαμε οἱ «αὐτόνομοι» κοπάνησαν ἕνα-δυό περαστικά αὐτοκίνητα, τά δικά μας, παρκαρισμένα, δέν τά πείραξαν. Ἑλλάς, 2019! Μέ τίς ὑγεῖες μας!