Ποιός, ἀλήθεια, κατάλαβε ὅτι ἄνοιξε τό Τριώδιο;
Ποιός σκέπτεται ὅτι ἔχουμε εἰσέλθει στήν περίοδο τῆς Ἀποκριᾶς; Πόσοι σημειώνουν τά γλέντια καί τά πάρτυ στά ὁποῖα θά διασκεδάσουν κάποιο ἀπό τά ἀποκριάτικα Σαββατοκύριακα;
Ὅ,τι καί νά μοῦ πεῖτε, εἶναι βέβαιο ὅτι τά πάντα ἔχουν ξεθωριάσει στήν ἐποχή μας. Μιά ἐποχή γεμάτη ἄγχος καί ταχύτητα. Μιά ἐποχή πού δέν σοῦ ἐπιτρέπει νά χαρίσεις κάποιες ὄμορφες στιγμές στόν ἑαυτό σου καί τούς ἀγαπημένους σου. Μάθαμε στά πολλά καί τά εὔκολα καί ξεχάσαμε τά λίγα καί καλά. Καί τώρα, πού τά πολλά καί τά εὔκολα δέν ὑπάρχουν, ψάχνουμε τά λίγα καί καλά, ἀλλά δέν τά βρίσκουμε.
Πᾶνε τά χρόνια πού μέ τό ποῦ ἔσκαζε ἀπό τό αὐγό τό Τριώδιο, ἄρχιζαν τά γλέντια. Κι ὅταν λέμε γλέντια ἐννοοῦμε διασκέδαση «μέ τό τίποτα». Μαγείρευε ἡ μιά νοικοκυρά τά κρεατικά, ἡ ἄλλη τίς πίττες, ἡ τρίτη μεριμνοῦσε γιά τά γλυκά καί σμίγανε τρεῖς οἰκογένειες στό σπίτι τῆς μιᾶς. Κρασί χύμα καί γλέντι μέ τραγούδια καί κιθάρες. Κι ὅταν λέμε οἰκογένειες, πού τότε ἦσαν πολυμελεῖς, ἐννοοῦμε παπποῦδες, γονεῖς, παιδιά, ἀδέλφια θείους, θεῖες μέχρι καί κουμπάρους.
Θυμᾶμαι πού ἄκουγα τή μάνα μου στό τηλέφωνο «Θά πᾶμε στούς Μουνταναίους τό Σάββατο, ἔχουν κοτιγιόν» ἔλεγε. «Κοτιγιόν» εἶναι τό μικρό, ἀστεῖο, χάρτινο καπελάκι πού φορούσαμε ὅταν ντυνόμασταν «μασκαρᾶδες». Ὑπῆρχαν, φτιαγμένα ἀπό χαρτόνι, κοτιγιόν κάθε εἴδους. Ἀπό φέσια μέχρι πηλήκια στρατηγῶν καί ναυάρχων. Τά πουλοῦσαν δέ στά περίπτερα καί στά βιβλιοπωλεῖα. Δύσκολα γινόσουν εὐχάριστα δεκτός σέ ἕνα πάρτυ ἀποκριάτικο δίχως τό κοτιγιόν σου!
Μαζευόμασταν, πού λέτε, οἱ πολυμελεῖς –συνήθως– οἰκογένειες καί ἄρχιζε τό γλέντι ἀπό νωρίς. Τό τραπέζι στρωμένο, οἱ μεζέδες ἕτοιμοι, οἱ νταμιτζάνες μέ τό κρασί πλήρεις καί μετά τό φαγοπότι καί τήν οἰνοποσία, ἄρχιζαν τά πειράγματα καί, φυσικά, ὁ χορός. Χοροί κυκλωτικοί, καλαματιανά καί τσάμικα, ποῦ καί ποῦ κάνα ζεϊμπέκικο (μάγκικα τά ἔλεγαν τότε) ὅλα σέ πλάκες ἀπό βακελίτη, παιγμένα στό γραμμόφωνο, μέ κάποιον νά χειρίζεται τήν μανιβέλα, γιά νά μήν πέφτουν οἱ στροφές. Ἔπαιζαν καί τανγκό καί βάλς καί τήν «Ράσπα ἀπ’ τό Μεξικό».
Σέ κάποια σπίτια, ὑπῆρχαν τά «ραδιοπικάπ». Ἤτοι ἔπιπλα, μέ ἐνσωματωμένο ραδιόφωνο καί πίκ-ἄπ, πού ἔπαιρνε δίσκους ἀπό βινύλιο, 45 καί 33 στροφῶν.
«Ὁ Τραμπαρίφας» καί «Τό τράμ τό τελευταῖο», μέ χορωδίες ἀνδρικές καί μεικτές, καντάδες μέ τήν μαντολινάτα τοῦ Νίκου Τσιλίφη ἤ τοῦ Διονυσίου Ἀποστολάτου. Καί, φυσικά, τά κλασσικά «Λεμονάκι μυρωδᾶτο», «Παρασκευούλα», «Στῆς ἀκρίβειας τόν καιρό». Κι ὅταν ἐπήρχετο ἡ κόπωση καί ὁ κορεσμός, ἐλάμβανα ἐντολή νά καθίσω στό πιάνο καί ὁ πατέρας περνοῦσε στήν ὀπερέττα. «Εἶχα κάποτε κι ἐγώ, ἕνα μεράκι μέσα στήν καρδιά μου, ὥσπου το ’χασα κι αὐτό, καί το ’χω ρίξει τώρα στό πιοτό»…
Ἦταν τραγούδι ἀπό τούς «Ἀπάχηδες τῶν Ἀθηνῶν», τό ὁποῖο στό τέλος γίνεται «καζατσόκ» καί λέει «φέρτε μου νά πιῶ, φέρτε μου νά ξεφαντώσω.» Κι ἄν εἶχε πιεῖ λιγάκι ὁ μπαμπᾶς, χτυποῦσε τό χέρι ρυθμικά στό πιάνο κι ἄν τοῦ ξέφευγε, μοῦ ἔδινε καί καμμιά «χαϊδευτική» κατραπακιά, γιά νά δείξει τήν ἐπιδοκιμασία του στίς μουσικές μου ἱκανότητες! Ἀλλά περνούσαμε καλά…