Ἀπό τό ἀρχεῖο τῆς «Ἑστίας», 17 Ἀπριλίου 1919
Δέν ἠμποροῦσε νά συγκρατήσῃ τόν ἐνθουσιασμόν του.
– Ξέρεις, φίλε μου, τί σημαίνει αὐτό;
– Ποιό;
– Αὐτό ποῦ πρόκειται νά γείνῃ αὔριο μέ τήν Πρωτομαγιά τῶν Ἐργατῶν.
– Ἀλλά τί πρόκειται νά γείνῃ;
– Ἁπλούστατα, φίλε μου, νά σταματήσῃ ἡ ζωή μας διά μίαν ἡμέραν. Νά μήν ὑπάρχουν σιδηρόδρομοι, τράμ, ἁμάξια, φῶς, κίνησις, ἐφημερίδες, φασαρία, τίποτε τέλος πάντων.
– Ἀλλά δέν θά ὑπάρχῃ καί φαγί. Τό ἔλαβες αὐτό ὑπ’ ὄψει σου; Πρέπει νά προφθάσῃς νά φᾷς στό ξενοδοχεῖό σου ὥς τάς δέκα τό πρωί. Καί μακάριοι ὅσοι προφθάσουν! Μετά τάς δέκα, νηστεία καί προσευχή.
– Αὐτό δέν μέ ἀνησυχεῖ καθόλου! διεκήρυξεν. Οὐκ ἐπ’ ἄρτῳ μόνον ζήσεται ἄνθρωπος.
Ὁ ἄθλιος ἐγευμάτιζε κατ’ οἶκον.
Καί ἐξηκολούθησε νά μοῦ ἀναπτύσσῃ τήν ἀπροσδόκητον εὐτυχίαν του:
– Ἐν πρώτοις, δέν θά βγῶ καθόλου ἀπ’ τό σπίτι μου. Ποῦ νά πάω καί μέ τί μέσον νά πάω; Ἀνάπαυσις λοιπόν τελεία, τήν ὁποίαν τίποτε δέν θά ἔλθῃ νά μοῦ ταράξῃ. Δέν θά διαβάσω ἐφημερίδα. Δέν θ’ ἀκούσω τούς γρυλλισμούς καί τά σφυρίγματα τοῦ τράμ, κάτω ἀπό τά παράθυρά μου.
Ὁ μανάβης, ὁ γαλατᾶς, ὁ γυρολόγος, ὁ σκουπιδιάρης, ποῦ μοῦ σημαίνουν τῇς ὧρες τοῦ ἡμερονυκτίου, εἰς ὅλους τούς τόνους τῆς διατονικῆς κλίμακος, δέν θά μοῦ σπαράξουν τ’ αὐτιά μου τήν ἡμέραν αὐτήν. Θά προβάλω στό παραθυρον. Ὁ ἔρημος δρόμος θά φαίνεται ἀναμένων εὐλαβῶς τό πέρασμα κἄποιας Μόννα-Βάννας. Οὔτε ἁμάξια, οὔτε αὐτοκίνητα, οὔτε κάρρα, οὔτε χειράμαξα, οὔτε δυστυχισμένοι ἄνθρωποι σπεύδοντες εἰς τά ἔργα των. Τίποτε! Ἀκινησία ἀπόλυτος. Θά ζῶ μέσα εἰς τήν νεκράν πόλιν.
– Αὐτό τό θέαμα δέν θά σοῦ ταράξῃ λοιπόν τό νευρικόν σύστημα;
– Νά μοῦ τό ταράξῃ; Ἀστειεύεσαι;
Ἀλλά ὑπάρχει λοιπόν ἰσχυρότερον βρωμιοῦχον κάλι, λαμπροτέρα βαλεριάνα, θαυμασιώτερον χλιαρόν λουτρόν ἀπό τό σταμάτημα αὐτό τῆς ζωῆς ὁλόγυρά μας; Ἡ ζωή τελευταίως ἔγεινε παραπολύ ἀκατάλληλη διά τό νευρικόν σύστημα τοῦ ἀνθρώπου, τό ὁποῖον κατεσκευάσθη ἀρχικῶς ἐπί τῇ βάσει ἄλλων προϋποθέσεων καί ἄλλων ὑπολογισμῶν. Ἡ ζωή ἀπέκτησε παραπολλήν κίνησιν, παραπολλούς κρότους, παραπολλά φῶτα, ὑπερβολικήν φασαρίαν τέλος πάντων. Καί δέν θ’ ἀργήσῃ ὁ καιρός, ποῦ ἕνας ἀπέραντος περίβολος φρενοκομείου θά χρειασθῇ νά τήν περικλείσῃ ὁλόκληρον, πρᾶγμα πού θά εἶνε μία λύσις ἐπί τέλους. Θά κατακτήσῃ περιττά τά ἰδιαίτερα φρενοκομεῖα.
– Ἡ αὐριανή λοιπόν ἡμέρα εἶνε μία ἡμέρα γενικῆς θεραπείας.
– Βεβαιότατα! Ὅσοι μείνωμεν μέσα εἰς τήν πόλιν, θά κάμωμεν τήν κούραν μας. Καί τήν ἐπαύριον θά ξυπνήσωμεν ἄλλοι ἄνθρωποι. Θά τό ἰδῇς…
Καί ὁ εὐτυχής ἄνθρωπος ἐξηκολούθησεν ἀναπτύσσων διά μακρῶν ὅλας τάς λεπτομερείας τῶν εὐεργετημάτων, τά ὁποῖα θά φέρῃ ἕνα σταμάτημα τῆς ζωῆς, ἔστω καί προσωρινόν.
– Ξέρεις τί εἶνε, φίλε μου, νά σταματήσῃς τήν ζωήν ἔτσι ἄξαφνα; Καί ἀπό «ὁλοταχῶς», ποῦ πηγαίνει, νά τῆς πῇς στόπ; Καί νά κάμῃ στόπ. Εἶνε ὡς νά διατάξῃς τόν ἥλιον νά σταθῇ κατά Γαβαών καί νά σταθῇ. Μεγαλεῖον!
– Ὥστε θά τήν περάσῃς στό σπίτι σου.
– Μακαριώτατα.
– Καί ἡ κυρία, φυσικά, ἐπίσης.
– Ὄχι! Αὐτή εἶνε σοσιαλίστρια. Ἀνήκει εἰς τούς emigrant-Socialisten. Θά πάῃ στό Ρέντη. Διάβολε! Θά ἦτο ἀστεῖον νά σταματήσῃ ἡ γκρίνια τῶν τροχῶν τοῦ τράμ, στή στροφή τοῦ σπιτιοῦ μου, καί νά ἐξακολουθήσῃ μέσα στό σπίτι μου. Τί εἶδος κούρας θά ἦτον αὐτό;
Ὁ ἐνθουσιασμός τοῦ ἀνθρώπου διά τό αὐριανόν σταμάτημα τῆς ζωῆς εἶχεν ἐξηγηθῇ.
ΠΑΥΛΟΣ ΝΙΡΒΑΝΑΣ
Υ.Γ. Μετά τάς σημερινάς πληροφορίας, ὅτι τό αὐριανόν σταμάτημα τῆς ζωῆς θά εἶνε μερικόν καί περιωρισμένον, ὁ νευροπαθής φίλος ἦτον ἀπαρηγόρητος. Καί προσελθών εἰς τά γραφεῖά μας διεμαρτυρήθη:
– Τίποτε σωστό δέν μπορεῖ νά γείνῃ σ’ αὐτόν τόν τόπο! Κι’ αὐτή ἡ Πρωτομαγιά ἀκόμη κατήντησε Πρωταπριλιά!
Καί ἀπῆλθεν ἀπογοητευμένος.
Ν.