Κάθε χρόνο, τέτοια μέρα, ξαναζῶ ἐκεῖνο τό βράδυ τῆς 23ης Ἰουλίου τοῦ 1974.
Καί, ὅτι κι ἄν σκεφθῶ, ὅτι κι ἄν φέρω στό μυαλό μου, δέν μπορῶ παρά νά θυμηθῶ τά λόγια ἑνός ἡλικιωμένου, τότε, ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος, καθισμένος σέ μιά ἀπό τίς ἀδέσποτες καρέκλες, σέ μιάν ἄκρη τῆς πλατείας Συντάγματος, ἀναρωτιόταν. «Μά, τί πανηγυρίζουμε; Τήν τούρκικη εἰσβολή στήν Κύπρο;»…
Πανηγυρίζαμε, βεβαίως, γιά ἄλλους λόγους. Καί -γιά νά λέμε τήν πᾶσα ἀλήθεια- οὐδείς ἐκείνη τήν στιγμή σκεπτόταν ἐκεῖνα πού «ἔβλεπε» ὁ ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος προσπαθοῦσε νά μᾶς «συνεφέρει»…
Ἐμεῖς, νέοι κι ἐνθουσιώδεις τότε, πανηγυρίζαμε τήν -πιθανή- ἐπιστροφή στήν δημοκρατία, ἔπειτα ἀπό μιά ἑπταετία δοκιμασιῶν. Πανηγυρίζαμε τήν πιθανή ἐπιστροφή τοῦ Κωνσταντίνου Καραμανλῆ, γιά τόν ὁποῖον ἔφθαναν συνεχῶς πληροφορίες.
Ἀρκετοί πανηγύριζαν ἐπίσης γιά τήν πιθανή ἐπιστροφή τοῦ Κωνσταντίνου, ὁ ὁποῖος βρισκόταν ἐπίσης σέ «οἰκειοθελῆ ἐξορία» στό Λονδῖνο. Νεαρός ρεπόρτερ, τότε, προσπαθοῦσα νά ἀποτυπώσω τό μωσαϊκό τῶν συνθημάτων, τῶν προσδοκιῶν καί τῶν προθέσεων τοῦ πλήθους. «Ἔρχεται ὁ Καραμανλῆς, ἔχει ἀποδεχθεῖ τήν πρόσκληση τῶν στρατιωτικῶν» ἀπό τήν μιά, «Ἔρχεται ὁ Κωνσταντῖνος, ἔχουν μιλήσει μέ τόν Καραμανλῆ» ἀπό τήν ἄλλη. Ἐκεῖνο, ὅμως, πού ξεχώριζες ἦταν ἡ παντελής ἀπουσία ὁποιασδήποτε ἀντιπαλότητος.
«Ὅλοι ἑνωμένοι» ἦταν ἕνα ἀπό τά συνθήματα πού ἀκούγονταν. Καί ἦταν, πράγματι, μιά ἀπό τίς ἐλάχιστες στιγμές τῆς σύγχρονης ἑλληνικῆς Ἱστορίας πού μιά τραγωδία ἕνωνε τούς πολῖτες. Δεξιοί, κεντρῶοι, σοσιαλιστές, ἀριστεροί, κομμουνιστές, εἶχαν βγεῖ στούς δρόμους καί πανηγύριζαν τήν πτώση τοῦ καθεστῶτος. Μόνο μιά φορά ἀπό τότε εἶδα παρόμοιο παλλαϊκό ξεσηκωμό. Ὅταν κέρδισε τό Εὐρωπαϊκό Κύπελλο ἡ Ἐθνική Ἑλλάδος, τό 2004. Νά εἶναι ὅλοι ἑνωμένοι καί νά ζητωκραυγάζουν χωρίς νά λογαριάζει κανένας «τί εἶναι ὁ διπλανός του».
Μέ τό «Σίμκα» τοῦ πατέρα μου -ἤμουν τότε ὁ μόνος ἀπό τούς «μικρούς» ρεπόρτερ πού στελέχωσαν ἐν μιᾷ νυκτί τήν «Ἀθηναϊκή»- κατέβηκα τήν παραλιακή καί βρέθηκα στό «παλιό» ἀεροδρόμιο τοῦ Ἑλληνικοῦ. Ἀπό ἐκεῖ, μαζί μέ ἄλλους ρεπόρτερ, βρεθήκαμε στήν πίστα τοῦ ἀεροδρομίου καί, ὅταν τό γαλλικό προεδρικό ἀεροσκάφος προσγειώθηκε, ἔζησα ἀπό κοντά τήν
ἄφιξη Καραμανλῆ. Ὁ Φίλιππος Καββαδίας, τόν ὁποῖο εἶχα πάρει μαζί μέ τό αὐτοκινητάκι τοῦ μπαμπᾶ, μοῦ ἔδειχνε τά πρόσωπα: «Αὐτός εἶναι ὁ Τάκης Λαμπρίας, συνάδελφος, ἐξ ἀπορρήτων τοῦ Καραμανλῆ, αὐτός εἶναι ὁ ἀνηψιός τοῦ Καραμανλῆ, ὁ Μιχάλης Λιάπης, γιός τῆς ἀδελφῆς του».
Εἶδα τόν Τζώρτζη Αθανασιάδη νά ἀγκαλιάζει τόν Καραμανλῆ, εἶδα κόσμο, πού εἶχε μπεῖ ἀπό κάθε μεριά, παρακάμπτοντας τήν Ἀστυνομία, νά κυκλώνει τόν ὀλίγον ξαφνιασμένο πρώην Πρωθυπουργό. «Πῶς καί δέν φοβᾶται χωρίς μέτρα προστασίας;» ρώτησα τόν Καββαδία. «Ἡ καρδούλα του τό ξέρει!» μοῦ ἀπάντησε…
Μέχρι σήμερα, πενῆντα χρόνια ἀργότερα, δέν ἔχω ἀκόμη ἀντιληφθεῖ τήν σκοπιμότητα τῆς «Γιορτῆς» πού γίνεται κάθε χρόνο στό Προεδρικό Μέγαρο καί στήν ὁποία ἔχω παραστεῖ ἐπανειλημμένως.
Νομίζω, θά ἀρκοῦσε ἡ κατάθεση στεφάνων στό μνημεῖο τοῦ Ἀγνώστου Στρατιώτου, μιά δοξολογία καί πραγματική περισυλλογή.
Καί πάντα θά θυμᾶμαι ἐκείνον τόν ἡλικιωμένο κύριο, μέ τό καπέλλο τύπου «Παναμᾶ», στήν πλατεῖα Συντάγματος, ἐκεῖνο τό βράδυ, νά μᾶς ἐρωτᾶ: «Ἀλήθεια, τί ἑορτάζετε;»…