Σχεδόν μία φορά τόν μῆνα τό αὐτοκίνητο τοῦ γιατροῦ, ἕνα «Σίμκα Ἐτουάλ» μέ τίς ταχύτητες στό χέρι καί μέ «ραδιοφωνάκι» παρακαλῶ, κατέληγε στά Βίλλια.
Ἐκεῖ, ἀκούγαμε κάθε φορά τό γνωστό τροπάριο «ἀπό τό χωριό αὐτό κατάγεται ἡ σπουδαία ἠθοποιός Ἕλλη Λαμπέτη» πού μᾶς τό ἔλεγε μέ στόμφο ὁ θαυμαστής της, πατέρας μας. Σχεδόν πάντα ὑπῆρχε ἡ ἀπάντηση ἀπό τήν διδασκάλισσα μητέρα «δέν μοῦ ἀρέσει καθόλου, εἶναι κρύα.»
Θυμᾶμαι ἐπίσης, παλαιότερα, ὅταν, ἔφηβος, ἔπαιζα «στούς νέους» τῆς Δόξης Πειραιῶς, εἴχαμε ἔρθει γιά ἕνα φιλικό παιχνίδι μέ τόν τοπικό «Εἰδυλλιακό». Ἡ κατάληξη τοῦ μάτς ἦταν μία ἄγρια συμπλοκή μεταξύ παικτῶν καί παραγόντων γιά κάποιο πέναλτυ πού δέν ἔδωσε ὁ διαιτητής ὑπέρ τῆς ὁμάδος μας.
Βρέθηκα πάλι λοιπόν νά περνῶ ἀπό τόν οἰκισμό τῆς Οἰνόης, ὅπου τότε ὀργάνωναν ἐκδρομές οἱ κυρίες τῶν ἐνοριῶν τοῦ Πειραιῶς, γιά προσκύνημα στά γύρω μοναστήρια. Περάσαμε ἐπίσης ἀπό τά Βίλλια ὅπου τίποτε δέν θυμίζει πιά τό γραφικό χωριό τῶν παιδικῶν μας χρόνων. Αὐτοκίνητα σταθμευμένα δεξιά καί ἀριστερά, ἀντεγκλήσεις μεταξύ τῶν ὁδηγῶν, ἀφοῦ ὁ στενός δρόμος ἀδυνατεῖ νά ἐξυπηρετήσει τόσα τροχοφόρα, καφετέριες καί «take away».
Ἀποζημίωση γιά ὅλα αὐτά ἡ διέλευση ἀπό τά καταπράσινα δάση μέχρι νά φθάσουμε στήν Ψάθα, τό Προσήλι καί τό Πόρτο Γερμενό. Πεντακάθαρες παραλίες, καθαρά κρύα νερά, πραγματική ἀπόλαυση γιά τόν κολυμβητή.
Βεβαίως, καί στήν Ψάθα «ξαπλῶστρες» καί «ἐλάχιστη κατανάλωση», ἀλλά σέ τιμές λογικές γιά μία τόσο ὄμορφη παραλία.
Ἑκών-ἄκων θυμήθηκα τίς «μίνι διαλέξεις» τοῦ πατέρα μας γιά τήν περιοχή, τά ἀρχαία Αἰγόσθενα, ὅπου καί τά ἐρείπια τοῦ τείχους τῶν Ἀθηναίων. Καί ἡ κατάληξη πάντα ἡ ἴδια: «Καί στό βάθος διακρίνουμε τάς Ἀλκυονίδας Νήσους».
Τά συγκεκριμένα νησιά ἔμελλε νά τά ξανακούσω ὅταν ἔγινε ὁ μεγάλος σεισμός τοῦ 1981 καί τρέχαμε γιά ρεπορτάζ στό Λουτράκι καί τήν περιοχή τῆς Κορινθίας.
Εἰλικρινά, θέλω νά συστήσω σέ ὅποιον δέν ἔχει ἐπισκεφθεῖ τίς παραλίες πού προανέφερα νά τό κάνει χωρίς δισταγμό. Εἶναι ἀπό τά γραφικότερα σημεῖα τῆς Ἀττικῆς, ἡ διαδρομή ξεκουράζει τό μάτι μέ τό ἀπέραντο πράσινο, ἀλλά καί μέ ἀρκετά σημεῖα «καμένα» τά ὁποῖα ἀνασυντάσσονται.
Μέ ἱκανοποίησε ἰδιαίτερα, τό ὅτι στό Προσήλι ὅπου βρέθηκα νωρίς τό πρωί, συντροφιές νέων ἀνθρώπων εἶχαν διανυκτερεύσει ἐκεῖ, σέ μικρά ἀντίσκηνα, ἐνῷ κάποιοι ἀπ’ αὐτούς ψάρευαν μέ τά καλάμια τους.
Ἴσως εἶναι καιρός νά ξεφύγουμε ἀπό τήν λογική τῆς «ξαπλώστρας» καί τοῦ «φρέντο» ἤ «φραπέ» καί νά γυρίσουμε στίς ἐλεύθερες παραλίες ἀφοῦ βέβαια βεβαιωθοῦμε ὅτι δέν κινδυνεύουμε καί δέν ἀπειληθεῖ ἀκόμη καί ἡ ζωή μας, ὅπως δυστυχῶς σήμερα συμβαίνει. Νά σημειώσω, τέλος, κάτι πού μέ στενοχώρησε. Οἱ κλειστές πλέον κατασκηνώσεις, δήμων καί διαφόρων ὀργανισμῶν. Φαίνεται πώς καί ἐδῶ τό θέμα ἔχει περάσει στά χέρια τῶν ἰδιωτῶν.