Δέν θά ἔλεγα ὅτι εἶμαι «Βασιλόφρων» ὅπως ἦταν, μέ φανατισμό, ἡ μάνα μου.
Ἐπειδή, ὅμως, ὅσο περνοῦν τά χρόνια γινόμαστε σοφότεροι (ἤ ἔτσι θέλουμε νά πιστεύουμε), μοῦ εἶναι πολύ δύσκολο νά ἀγνοήσω ὅτι ὁ τότε Βασιλεύς Κωνσταντῖνος ἦταν ἕνας ἀπό τούς ὀλίγους πού ἔπαιξαν τά πάντα κορώνα-γράμματα (ἦλθε τελικά… γράμματα) ἀπέναντι στήν δικτατορία καί ἔχασαν!
«Ἠγωνίσθην διά τήν ἀποκατάστασιν τῶν ἐλευθεριῶν τοῦ λαοῦ μου. Ἀτυχῶς ἡ προσπάθεια αὕτη δέν ηὐδοκίμησε καί ὡς ἐκ τούτου ἀναγκάζομαι νά ἀπέλθω μακράν τῆς φιλτάτης Πατρίδος διά νά συνεχίσω ἐκεῖθεν τόν ἀγῶνα κατά τῶν σφετεριστῶν τῆς ἐξουσίας. Ἐκφράζω τήν εὐγνωμοσύνην μου πρός πάντας οἱ ὁποῖοι συνέδραμον τήν προσπάθειάν μου ταύτην. Ἐλπίζω ὅτι μέ τήν βοήθειαν τοῦ Θεοῦ θά ἐπανέλθω ταχέως εἰς τήν προσφιλῆ Πατρίδα χάριν τῆς ὁποίας δέν θά φεισθῶ οὐδεμίας θυσίας. Ἐν Καβάλλᾳ τῇ 14ῃ Δεκεμβρίου 1967 –ὥρα 03.00 Κωνσταντῖνος Β΄»
Μέ τό διάγγελμα αὐτό ὁ Κωνσταντῖνος ἄφηνε τήν Ἑλλάδα καί ἔφευγε οἰκογενειακῶς γιά τήν Ρώμη.
Μαθητής τότε τῆς Πέμπτης Γυμνασίου, θυμᾶμαι ὅτι ὁ ἀείμνηστος καθηγητής μας Νῖκος Εὐθυμίου, ἀριστερός, μέ ἐξορίες καί διώξεις, εὐχόταν «νά κατέβει ὁ Βασιλιᾶς καί νά τελειώνουμε μέ τούς παλαβούς». Ὁ Βασιλιᾶς δέν κατέβηκε καί ἡ δικτατορία συνεχίσθηκε, ἀκόμη πιό σκληρή, μέ τόν Παπαδόπουλο νά γίνεται ἀπόλυτος ἄρχων καί νά φθάνουμε στήν κατάργηση τῆς Μοναρχίας (παλιά μου τέχνη κόσκινο) καί στήν κυπριακή τραγωδία… Ἡ Μεταπολίτευση ξεκαθάρισε τά πράγματα, ὁ λαός ἀπεφάνθη ὑπέρ τῆς «ἀβασίλευτης δημοκρατίας» καί ἡ Μοναρχία μας τελείωσε (τουλάχιστον ἔτσι φαίνεται) ὁριστικά.
Τόν Κωνσταντῖνο τόν ἐπισκέφθηκα, ἀργότερα, ὡς δημοσιογράφος στό Λονδῖνο, μίλησα μαζί του καί ἔχω νά πῶ ὅτι διατηρῶ τήν καλύτερη ἄποψη καί τόν σέβομαι ἰδιαιτέρως. Στό κάτω-κάτω δέν εἶδα ἄλλον νά ἔπαιξε καί νά ἔχασε τότε τόσα πολλά. Βεβαίως, τοῦ καταλογίζεται τό ὅτι δέχθηκε νά «ὁρκίσει» τούς συνταγματάρχες (πιστεύω ὅτι ἄν εἶχε ἀρνηθεῖ θά ἦταν ἄλλη ἡ ἐξέλιξη τῶν πραγμάτων), ἀλλά νομίζω ὅτι εἶναι ἀπό τούς πλέον πατριῶτες Ἕλληνες τούς ὁποίους ἔχω συναντήσει. Πολύ θά ἤθελα, ὅταν ὁ ἴδιος τό ἀποφασίσει καί τά δημοσιεύσει, νά διάβαζα τά ἀπομνημονεύματά του. Νά καταγραφεῖ δηλαδή ἡ δική του ἄποψη γιά τά γεγονότα τοῦ 1965, γιά τήν ρήξη μέ τόν Γ. Παπανδρέου, γιά ὅσα ἀκολούθησαν καί γιά τήν πραγματικά ταραγμένη ἐκείνη περίοδο, γιά τήν ὁποία ἔχουμε τόσα ἀκούσει καί διαβάσει, ἀλλά ἀπό τήν ἄλλη πλευρά.
«Ἀγωνίστηκα γιατί πίστευα ὅτι μ’ αὐτόν τόν τρόπο θά μποροῦσα νά ἐπαναφέρω τήν χώρα μου στόν δημοκρατικό δρόμο πιό γρήγορα καί πιό ἀποτελεσματικά. Ἀπό στρατιωτική ἄποψη αὐτή ἡ πράξη θεωρεῖται ἀποτυχία, ἀλλά εἶμαι πεπεισμένος ὅτι κατά βάθος δέν ἦταν ἀποτυχία» δήλωσε σέ συνέντευξή του στό «Παρί Μάτς».
Ἀπ’ ὅ,τι φάνηκε στήν συνέχεια, ἦταν μᾶλλον ἀποτυχία, κυρίως λόγω κακῆς ὀργανώσεως. Μιά ἀποτυχία, τήν ὁποία ἐκμεταλλεύθηκαν οἱ σφετεριστές τῆς ἐξουσίας καί μᾶς ὁδήγησαν στήν τραγωδία τῆς Κύπρου μέ ὅλες τίς συνέπειες. Βεβαίως ἡ Ἱστορία δέν γράφεται μέ «ἄν». Ὠστόσο, ἐπιτρέψτε μου νά πιστεύω ὅτι ὅλα θά ἦταν καλύτερα γιά τήν χώρα ἄν εἶχε ἐπιτύχει τό ἐγχείρημα ἐκεῖνο τῆς 13ης Δεκεμβρίου 1967. Κρῖμα…