Δέν ὑπῆρχε ἀντίρρηση ἀπό κανέναν!
Τήν Μεγάλη Τετάρτη ἔπρεπε τά παιδιά (ἕνα τσοῦρμο, δηλαδή, ἀπό πέντε τέκνα τῆς οἰκογενείας, μέ πρώτη καί καλύτερη τήν ἀδελφή μας), νά βρεθοῦμε στήν ἐκκλησία, σέ παράταξη, στόν ὑπερυψωμένο σολέα, καί «νά μᾶς σταυρώσει» ὁ πατήρ Δαμιανός μέ τό μύρο τοῦ Εὐχελαίου στό μέτωπο.
Ἀκόμη καί ὁ πατέρας μας, ὁ ὁποῖος στεκόταν διακριτικά μακρυά ἀπό τά τῆς Ἐκκλησίας, ἄν καί λάτρευε τούς ψαλμούς καί ἦταν ἱκανώτατος ψάλτης, δέν ἔφερνε ἀντίρρηση. Κι ἔτσι, παρακολουθούσαμε ὡς ὁμάδα (πέντε ἄτομα-μιά ὁμάδα μπάσκετ) τό μυστήριο, κι ἔπειτα μᾶς ἄλειφε ὁ ἱερέας μέ τό μύρον τοῦ Εὐχελαίου! Ἦταν ἀπό ἐκεῖνες τίς παραδόσεις πού ἡ μάνα μας τηροῦσε ἀπαρεγκλίτως, ὅπως καί ἄλλες, στίς ὁποῖες, ὅσο μεγαλώναμε, ἀντιδρούσαμε. Δηλαδή ὅσο κι ἄν μᾶς νήστευε, προκειμένου νά κοινωνήσουμε τό πρωί τοῦ Μεγάλου Σαββάτου καί νά εἴμαστε «καθαροί» ὅταν θά τρώγαμε τό ἀρνί (πού ἐμεῖς, σπανίως τρώγαμε, καθ’ ὅτι τό σφάγιο εἶχε μεγαλώσει στήν αὐλή μας καί τό εἴχαμε ἀγαπήσει) στό πασχαλινό τραπέζι, ὅλο καί κάποια κουλουράκια «ἀπαλλοτριώναμε» ἀπό τίς πιατέλες πού εἶχαν ἐπιμελῶς κρύψει οἱ γονεῖς, ἀλλά ποῦ νά μᾶς ξεφύγει ἐμᾶς ὁτιδήποτε!
Ἀκόμη, ἦταν πολύ δύσκολο νά ἀντισταθεῖς στήν εὐωδιαστή ζύμη τῶν τσουρεκιῶν, πού σέ ἔβαζε ἡ μητέρα νά ζυμώσεις μέσα στήν πήλινη, φαρδιά λεκάνη. Ὅλο καί κάποιο δάχτυλο γεμᾶτο ζύμη θά ἔμπαινε στό στόμα, γιά νά λειώσει ἡδονικά στόν οὐρανίσκο μας ἐκεῖνος ὁ μυρωδᾶτος πηλός, πού θά γινόταν τσουρέκι, μέ ἕνα κόκκινο αὐγό καρφωμένο στήν κορυφή του.
«Ντροπή, ἁμαρτία!» φώναζε ἡ μάνα μας ὅταν ἔπιανε κάποιο ἀπό τά παιδιά νά δοκιμάζει τήν ζύμη γιά νά ἐπέμβει ὁ πατέρας, ὁ ὁποῖος ἔκανε πάντα στραβά μάτια σ’ αὐτά τά θέματα. «Ἄσε, καημένη τά παιδιά νά δοκιμάσουν. Ἀναμάρτητα εἶναι ἔτσι κι ἀλλοιῶς, ἔχουν καιρό νά κάνουν τίς ἁμαρτίες ὅταν μεγαλώσουν!» ἔλεγε. «Ναί, σάν καί τοῦ λόγου σου» ἀπαντοῦσε ἐκείνη, πού δέν ἀνεχόταν τίς «αἱρετικές» ἀπόψεις τοῦ πατέρα, ὁ ὁποῖος συχνότατα προσέφευγε στόν «ἱερόσυλο» Λασκαρᾶτο γιά νά ἀντιμετωπίσει τόν καταιγισμό τῆς «ἁγιαστούρας», τήν ὁποία κράδαινε ἡ μαμά.
Ὅλα αὐτά, μέχρι πού ὁ πατέρας, ἔπειτα ἀπό μία πολύ σοβαρή περιπέτεια ὑγείας, δέχθηκε τήν παρότρυνση φίλων του καί ἀποφάσισε νά ἐπισκεφθεῖ τό Ἅγιον Ὄρος. Ἔμεινε ἐκεῖ ἕνα πενθήμερο, μαζί μέ φίλους του, ἐπίσης ἰατρούς. Ἕνας ἄνθρωπος, πού ἦταν σαφῶς τοποθετημένος μακρυά ἀπό δεισιδαιμονίες, μακρυά ἀπό θυμιατά καί ἁγιαστοῦρες, ἀλλά πίστευε στίς ἀρχές τοῦ Χριστιανισμοῦ καί θεωροῦσε τήν Ὀρθοδοξία «ἐμφανῶς ἐντιμώτερη ἀπό τόν καθολικισμό.» Εἶχε, ἐπίσης, ἕνα ἀκόμη γνώρισμα. Βλασφημοῦσε πολύ εὔκολα. Κατέβαζε «καντήλια» μέ τό παραμικρό…
Ἀφ’ ὅτου ἐπέστρεψε ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος, μέχρι πού ἔφυγε ἀπό τήν ζωή, δεκαπέντε χρόνια ἀργότερα, ἀφοῦ ἀντιμετώπισε ἀποτελεσματικά τό πρόβλημα τῆς ὑγείας του, δέν τόν ἄκουσα ποτέ νά βλασφημήσει. Κι ὅταν θύμωνε, τόν ἄκουγα νά λέει «Θεέ μου, δόξα νά ’χεις».
Δέν ἔγινα θρῆσκος ἤ θρησκόληπτος. Κρατῶ κι ἐγώ τίς ἀποστάσεις μου. Κι ἀπόψε θά πάω νά μοῦ «σταυρώσει» τό μέτωπο ὁ παπα-Γιώργης Γεωργακόπουλος, στήν Εὐαγγελίστρια. Στήν μνήμη τοῦ πατέρα. Καί τῆς ἁμαρτωλῆς (ἁγνότατης) γυναίκας, πού ἔπλυνε τά πόδια τοῦ Χριστοῦ…