Ἀπό τό ἀρχεῖο τῆς «Ἑστίας», 25 Νοεμβρίου 1918
Ἔχασε καί ἡ Γρίππη τά θέλγητρά της, ὅπως ὅλα τά πράγματα, ποῦ πολύ παλαιώνουν εἰς τόν κόσμον αὐτόν. Τοὐλάχιστον δέν μᾶς δίδει πλέον συγκινήσεις. Οἱ ἄνθρωποι, ποῦ ἐνασχολοῦνται ἀκόμη μέ αὐτήν, ἀπέμειναν ἐλάχιστοι καί ὀλιγοστεύουν καθημερινῶς. Καί δέν εἶνε ἡ ὕφεσις, περί τῆς ὁποίας ὁμιλοῦν αἱ ἐφημερίδες, ἡ ἀφορμή τοῦ φαινομένου. Διότι, ἐπί τέλους, ἡ εὐγενής μας ξένη εὑρίσκεται ἀκόμη μεταξύ μας καί δέν ἔπαυσε νά ἐκδίδῃ τά ἄνευ ἐπιστροφῆς εἰσιτήριά της διά τόν ἄλλον κόσμον. Κανείς λόγος δέν θά ὑπῆρχε λοιπόν ν’ ἀφοπλισθῶμεν. Ἀλλά τήν ἐσυνηθίσαμεν βλέπετε. Καί φαίνεται ὅτι εἰς ὅλα συνηθίζει κανείς, ὥς καί εἰς τόν θάνατον ἀκόμη.
Ἐγώ τοὐλάχιστον εἶχα γνωρίσει ἄνθρωπον, ὁ ὁποῖος, ὅπως συμβαίνει εἰς τόν ἔρωτα, εἶχε παύσει νά σκέπτεται κάθε ἄλλο πρᾶγμα εἰς τόν κόσμον, καί ἐσκέπτετο μόνον τήν Γρίππην. Τήν ἐσκέπτετο εἰς τόν ξύπνον του καί τήν ἔβλεπεν ὄνειρον εἰς τόν ὕπνον του. Καί ἡ καθημερινή τουαλέττα του εἶχε καταντήσει μία τουαλέττα καθαρῶς καί ἀπολύτως γριππική. Ἐπλένετο μέ ἀντισηπτικά ὑγρά, ἐρραντίζετο μέ μυστηριώδη φάρμακα, ἐπασπαλίζετο μέ μεταφυσικάς κόνεις, ἐγαργαρίζετο μέ ὀξυγονοῦχον ὕδωρ καί εἶχε μεταβληθῇ ὁλόκληρος εἰς φορητόν φαρμακεῖον ἐκστρατείας. Ἀπό τήν μίαν τσέπην του ἔβγαζε κάμφοραν καί τήν ὠσφραίνετο, ἀπό τήν ἄλλην τεμάχια ἀντισηπτικοῦ βάμβακος, μέ τά ὁποῖα ἐβούλωνε τῇς μύτες του, ἀπό τήν ἄλλην παστίλλιες, τῇς ὁποίας ἐπιπίλιζε, καί ἀπό τό στῆθός του ἀναστεναγμούς, μέ τούς ὁποίους ἐπυρπόλει τόν ἀέρα.
Βαθμηδόν οἱ ἐξοπλισμοί του ἤρχισαν νά ἐλαττοῦνται. Οἱ γαργαρισμοί, αἱ εἰσπνοαί, αἱ πλύσεις, οἱ ψεκασμοί, οἱ πασπαλισμοί, τά πιπιλίσματα, περιωρίσθησαν εἰς τό μίνιμουμ. Καί βαθμηδόν κατηργήθησαν. ᾙ τσέπες του ἄρχισαν πάλιν νά περιέχουν καί ἄλλα πράγματα ἐκτός τῶν φαρμάκων. Προχθές, ποῦ τόν εἶδα, παραδόξως μοῦ ὡμίλησε περί τοῦ Ροστάν, ἐνῷ ἐπερίμενα νά μοῦ ὁμιλήσῃ περί τῆς Γρίππης. Ἴσως, ἐσκέφθηκα, θέλει νά φθάσῃ εἰς τό προσφιλές του ἀντικείμενον διά πλαγίας ὁδοῦ, ὅπως κάμνουν πάλιν οἱ ἐρωτευμένοι. Ὁ Ροστάν ἀπέθανεν ἀπό γρίππην. Ἄρα ἀρχίζει ἀπό τόν Ροστάν, διά νά καταλήξῃ εἰς τήν Γρίππην. Δέν εἶχα δίκαιον ὅμως. Ὁ ἄνθρωπος μοῦ ὡμίλησε περί τοῦ ἔργου τοῦ Ροστάν, χωρίς νά μοῦ ὁμιλήσῃ περί τῆς ἀσθενείας του.
– Ὁ Λεονκαβάλλο, τοῦ εἶπα, ἐν τούτοις, παραπειστικῶς, κατά πᾶσαν πιθανότητα τήν ἐγλύτωσε. Φαίνεται ὅτι οἱ μουσικοί παρουσιάζουν μεγαλειτέραν ἀντίστασιν εἰς τά μικρόβια ἀπό τούς ποιητάς.
Ἐμόρφασε περιφρονητικῶς.
– Ὤχ! ἀδελφέ, διαρκῶς γιά τήν Γρίππη θά μιλοῦμε; Δέν ἔχεις τίποτε ἄλλο νά μοῦ πῇς;
Ἦτο ἡ πρώτη ἐπίσημος ἀποκήρυξις τοῦ ἔρωτός του.
Ἔπαυσες λοιπόν νά τήν συλλογίζεσαι; Τοῦ εἶπα.
– Αὐτό ἔλειπε! Καιρός, ἐπί τέλους, νά κυττάξωμε καί τῇς δουλειές μας. Ἄλλως τε, τί νά σοῦ πῶ; Τήν ἐσυνήθισα. Δέν μοῦ κάνει πειά ἐντύπωσι. Ἐδῶ συνηθίζει κανείς καί μέ τῇς σφαῖρες ἀκόμη στή μάχη. Ἡ πρώτη σφαῖρα, ποῦ σφυρίξῃ στ’ αὐτιά του, τοῦ φέρνει ἀνατριχίλες. Ἔπειτα τῇς ἀκούει νά παίρνουν γύρω του καί τοῦ φαίνεται πῶς εἶνε μῦγες.
Ἔβγαλεν ἀπό κἄποιο ἄδυτον τοῦ ἱματισμοῦ του ἕνα κομματάκι κάμφορας καί τό ἐπέταξε μέ περιφρόνησιν εἰς τό πεζοδρόμιον.
– Αὐτό μοῦ εἶχε ἀπομείνει ἀπό τήν πανοπλίαν μου. Κουταμάρες! Νά περιμένῃς, φίλε μου, νά σωθῇς ἀπό ἕνα κομμάτι κάμφορα. Καί νά μυρίζῃς τήν κάμφοραν σάν νά εἶνε τριαντάφυλλο. Πῶς καταντᾷ κανείς ἀλήθεια γελοῖος, χωρίς νά τό καταλάβῃ! Πιστεύεις; Συλλογίζομαι αὐτά, ποῦ ἔχω κάμει ὥς τώρα, καί μοῦ φαίνεται πῶς δέν εἶμαι ὁ ἴδιος ἄνθρωπος.
Ὡμιλοῦσε, παραδόξως, καί πάλιν, ὅπως ὁμιλοῦν συνήθως οἱ ἐρωτευμένοι, ὅταν θεραπευθοῦν ἀπό τόν ἔρωτά τους. Εἶχεν ἐπανεύρει δηλαδή τόν ἑαυτόν του. Καί συνέζη πλέον μακαρίως μέ τήν ὡραίαν Γρίππην, χωρίς κανένα ἐξαιρετικόν παλμόν δι’ αὐτήν. Ἦτο δι’ αὐτόν μία τρομερά ἐρωμένη καί εἶχε γείνει τώρα μία ἀσήμαντη σύζυγος. Ὁ ἄνθρωπος εὑρῆκε δηλαδή τήν ὑγείαν του. Ἐφ’ ᾧ καί τόν συνεχάρην ἀπό καρδίας.
ΠΑΥΛΟΣ ΝΙΡΒΑΝΑΣ