«Νά σέρνεται τό πόδι. Νά σέρνεται!» Ὁ «Ἀκέλας» ἔδινε τήν ἐντολή κι ἐμεῖς, τό «Ἕκτο σύστημα Ναυτοπροσκόπων», κρατούσαμε τά κοντάρια, κατά μῆκος τῆς πομπῆς τοῦ Ἐπιταφίου τοῦ ἱεροῦ ναοῦ Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου.
Ἦταν ὁ πιό ὄμορφος Ἐπιτάφιος τῆς πόλεως. Τόν εἶχαν φέρει πρόσφυγες ἀπό τήν Ρωσσία. Σκαλιστός, πανέμορφος καί στολισμένος, μέ τά λουλούδια πού τότε ἀφθονοῦσαν στούς κήπους καί τά παρτέρια τῶν πόλεων.
Καί εὐωδίαζε ὁλόκληρη ἡ περιοχή καί μεθοῦσαν τά ἀρώματα καί ξυπνοῦσαν ἕνα σωρό συναισθήματα –ἄνοιξη γάρ– καθώς μπαίναμε πιά στήν ἐφηβεία…
Μέ κοντά παντελόνια, ἀλλά μέ τά πόδια μας πλέον τριχωτά, πρᾶγμα πού ἔδειχνε ὅτι μεγαλώναμε. Καί μᾶς δούλευαν τά κορίτσια, οἱ «Μυροφόρες» πού ἀκολουθοῦσαν κι ἐκεῖνα τήν πένθιμη πομπή, μέ τά πανεράκια, γεμᾶτα ἀπό πέταλα ἀνθέων. «Καλέ, μέ τό σορτσάκι ἤρθατε στήν Ἐκκλησία; Γιά μπάνιο πᾶτε;» ἔλεγαν καί γελοῦσαν μέσα τους, ἀφοῦ ἄν γελοῦσαν κανονικά θά διέπρατταν ἁμάρτημα τεράστιο! Κι ἐμεῖς, οἱ πιό τολμηροί δηλαδή, ἀπαντούσαμε, «μέσα ἀπό τά δόντια μας», καθώς δέν ἀντέχαμε τήν «προσβολή».
– Κοντά πανταλόνια φορᾶμε γιατί ἔτσι πρέπει νά κάνουν οἱ πρόσκοποι! Ὅταν πᾶμε σπίτι θά βάλουμε τά μακρυά καί θά σᾶς περιμένουμε στήν πλατεῖα…
Πόσοι ἔρωτες, ἀλήθεια, γεννήθηκαν σέ ἐκεῖνες τίς πανέμορφες τελετές; Ἔχουμε ἀκόμη φίλους, πού γνωρίστηκαν στά «Ἐγκώμια», ἐρωτεύθηκαν, μεγάλωσαν καί ἀποφάσισαν νά ἀκολουθήσουν μαζί τά ἐγκόσμια! «Αἱ γενεαί πᾶσαι» ἔδινε τό σύνθημα ὁ ἱεροψάλτης, ὁ Κυριάκος, καί ἀμέσως ἄρχιζε νά παίζει ἡ μουσική τοῦ «Ἀσύλου». Ἔτσι ἔλεγαν τότε τό Ἀναμορφωτήριο, πού ἔβγαλε ἀπό τήν φιλαρμονική του ἄριστους μουσικούς, παιδιά πού σώθηκαν ἀπό περιπέτειες, παιδιά δίχως γονεῖς ἤ παρατημένα, πού δέν εἶχαν ποῦ ἀλλοῦ νά καταφύγουν… Καί ἐπάνω στήν πανέμορφη μουσική ἔψελναν οἱ «Μυροφόρες», τίς ὁποῖες εἶχαν διδάξει σωστά οἱ καθηγήτριες τῆς «Ὠδικῆς» στά σχολεῖα. «Ἔραναν τόν τάφον αἱ μυροφόροι μύρα»… Καί ἐμεῖς νά σέρνουμε τό ἕνα πόδι «γιά νά ἀκούγεται» ἀκολουθώντας πιστά τό χτύπημα τῆς «γκράν-κάσας», πού τήν χτυποῦσε ὁ πλέον εὐτραφής τῆς φιλαρμονικῆς, ὁ Σωτήρης, πού τελείωσε ἀργότερα τό Πολυτεχνεῖο καί λύσσαξε νά χτίζει πολυκατοικίες στήν Κοκκινιά!
«Ἄν τό ἤξερα ὅτι θά γκρέμιζες κήπους γιά νά ὑψώνεις τσιμέντα, θά σοῦ εἶχα φέρει τό τούμπανο στό κεφάλι» τοῦ ἔλεγα (Θεός σ’χωρέστον) ὅταν βρισκόμασταν, στά σουβλάκια τοῦ «Ἔντυ»… Γέμιζε, πού λές, εὐωδιές καί κατάνυξη ὅλη ἡ πόλη. Καί στήν μεγάλη διασταύρωση ἀντάμωναν ὅλοι οἱ Ἐπιτάφιοι τῆς πόλεως καί ἔψαλλε ὁ Μητροπολίτης τό μεγάλο Τρισάγιο. Κι ἐκεῖ ἀντάμωναν καί οἱ φιλαρμονικές. Τῆς Ἀστυνομίας, τοῦ Ἀσύλου καί τῆς ΧΑΝ, ὑπό τήν διεύθυνση τοῦ ἀρχιμουσικοῦ Καλκάνη, στόν ὁποῖο ἑκατοντάδες παιδιά τῆς ἐποχῆς ὀφείλουμε τίς μουσικές μας γνώσεις! Κι ὅταν ὁλοκληρωνόταν ἡ περιφορά, ἔτρεχα σπίτι νά ἀλλάξω ροῦχα, γιά νά συναντήσω τήν κυρία πού βρίσκεται ἀπό τότε πλάι μου, στά καλά καί τά δύσκολα. «Μυροφόρος» στόν Ἐπιτάφιο, ἀλλά καί δεινή «τηναίητζερ», ἀφοῦ τά καταφέρναμε (καί τότε καί τώρα) νά παντρεύουμε τό μοντέρνο μέ τήν παράδοση. Καλή Ἀνάσταση, συμπατριῶτες…