Ὁ κ. Παρασκευᾶς μετά τῆς συμβίας του κ. Καλλιόπης καί τῶν δύο θηλυκῶν του, τῶν ἀκουόντων εἰς τά Ἑλικώνια ὀνόματα Ἐρατώ καί Θάλεια, συνῆλθον τήν παραμονήν τῶν Χριστουγέννων εἰς οἰκογενειακόν συμβούλιον. Ὁ γενάρχης ἔλαβε πρῶτος τόν λόγον:
-Ἡ Θεία Πρόνοια τοῦ Ἐπισιτισμοῦ, εἶπεν, ἐμερίμνησε καί περί ἡμῶν. Ὅπως εἶδα εἰς τά φύλλα, τά ὁποῖα ἐμελέτησα χθές καί σήμερον, ἔχομεν ἐξασφαλίσει πεντήκοντα δράμ. κρέας κατ’ ἄτομον. Εἴμεθα τέσσαρα ἄτομα, ἑπομένως μᾶς ἀναλογεῖ ἡμίσεια ὀκά κρέατος διά νά πανηγυρίσωμεν τήν Γέννησιν τοῦ Θεοῦ καί Σωτῆρος ἡμῶν καί νά εὐφρανθῶμεν ἐν Κυρίῳ. Ὁ κ. Παρασκευᾶς ἦτο ἄνθρωπος εὐσεβής, νομιμόφρων, καρτερικός καί ἐν τῷ ὀλίγῳ ἀναπαυόμενος. Ἀλλά ἡ κ. Καλλιόπη δέν συνεμερίζετο τάς χριστιανικάς αὐτάς ἀρετάς τοῦ συζύγου της.
-Τί εἶπες, λέει; τόν διέκοψεν ἀγρίως. Μισή ὀκά γιά τέσσσερους ἀνθρώπους;
-Ὀφείλομεν νά πειθώμεθα εἰς τούς νόμους, εἶπεν ὁ κ. Παρασκευᾶς. Μισῆς Μισή! Τί θέλεις νά γείνῃ, γυναίκα, ἀφοῦ ὑπάρχει λειψανδρία κρεάτων; Οἱ καιροί οὐ μενετοί. Πρέπει νά συμμορφωθῶμεν.
-Τέσσερες ἄνθρωποι μισή ὀκά! […] Ἀμ’ μισή ὀκά, Χριστιανέ μου, θέλεις νά τή φᾷς μοναχός σου, Παρασκευᾶ μου. Δέν σέ ξέρουμε τώρα;
-Μήν εἶσαι ὑπερβολική, Καλλιόπη μου, διεμαρτυρήθη ὁ κ. Παρασκευᾶς. Τό ἀληθές εἶνε ὅτι, δόξα τῷ Θεῷ, τρώγω μέ τήν ὑγείαν μου. Δέν εἶμαι ὅμως καί ὁ Δράκος τοῦ παραμυθιοῦ. Ἔπειτα, τί θέλεις νά γείνῃ; Ὅλοι οἱ Χριστιανοί ἔτσι θά περάσουν.
-Ἄκου λόγια ἐκεῖ! Ὅλοι οἱ Χριστιανοί ἔτσι θά περάσουν. Οἱ ἔξυπνοι Χριστιανοί, Παρασκευᾶ μου, θά περάσουν μέ γάλλους καί γουρουνόπουλα. Ἐμεῖς οἱ κουτοί μονάχα θά περάσουμε μέ τό δελτίο. […]
-Νά περιορίσῃς τήν γλῶσσάν σου, προπετεστάτη! ἐβρυχήθη ὁ γενάρχης. […]
-Ὡραῖα θά μᾶς πάῃ ἡ χρονιά! ὠλόλυζεν ἡ κ. Καλλιόπη. Νά μέ κάνῃς νά κλάψω ἡμέρα ποῦ εἶνε. Καί ἀπεσύρθη εἰς τό δωμάτιόν της, ἀκολουθουμένη ἀπό τάς δεσποινίδας, τάς συμπονούσας εἰς τό μητρικόν ἄλγος. Ὁ κ. Παρασκευᾶς, ἀφοῦ ἀπέμεινε μόνος, ἤρχισε νά βηματίζῃ ἐπάνω-κάτω, μονολογῶν καί ξεφυσαίνων. Ἔπειτα ἐστάθη αἰφνιδίως εἰς τό μέσον τοῦ δωματίου, ἔκρουσε τά παλαμάκια καί ἐφώναξεν, ὡς κεραυνοβοληθείς ἀπό αἰφνιδίαν ἔμπνευσιν:
-Μιχάλη, ἔ Μιχάλη. Ἔλα ἐδῶ ἀμέσως. Ὁ μικρός ἀνυπόδητος γκρούμ ἐνεφανίσθη ζητῶν διαταγάς καί τό ζεῦγος τῶν ὑποδημάτων, ποῦ τοῦ εἶχαν ὑποσχεθῇ διά τά Χριστούγεννα.
-Ἄφησε τώρα τά παπούτσια! ἐβρυχήθη ὁ κ. Παρασκευᾶς. Πάρε τό καλάθι κ’ ἔλα μαζῆ μου. […]
Ἀνήμερα τῶν Χριστουγέννων ἡ τράπεζα τοῦ κ. Παρασκευᾶ ἦτο στολισμένη μέ ἕνα ροδοκόκκινον γάλλον, ἀναμένοντα τήν ἑορτάσιμον θυσίαν. Ἡ οἰκογένεια συνεκεντρώθη ἀκτινοβολοῦσα ἀπό εὐτυχίαν καί ἡ οἰκοδέσποινα, ρίπτουσα τακερά βλέμματα ἐπί τοῦ συζύγου, ἔκαμνε τήν ὑψηλήν χειρονομίαν, ποῦ συγχωρεῖ καί ὑπόσχεται.
-Τέλος πάντων, ὅταν θέλῃς, Παρασκευᾶ μου, εἶσαι ἄλλως ἄνθρωπος.
Καί ἔλαβε τήν μάχαιραν διά νά τήν βυθίσῃ εἰς τά ἀχνίζοντα σπλάγχνα τοῦ μοιραίου γάλλου. Ἀλλά ὁ κ. Παρασκευᾶς ὑπῆρξε πάντοτε ἀπρονόητος ἄνθρωπος.
-Ὅταν θέλω… ἐμουρμούρισε. Τό ξέρω κι’ ἐγώ ὅταν θέλω. Πρέπει νά λάβῃς ὅμως ὑπ’ ὄψιν σου, ἀγαπητή μου, ὅτι τό θαῦμα αὐτό, ποῦ βλέπεις ἐμπρός σου, μοῦ ἐστοίχισε δραχμάς ἑξῆντα.
-Αἴ! εἶπεν ἡ κ. Καλλιόπη. Ἑξῆντα; Ἑξῆντα. Τέτοιες ἡμέρες δέν λογαριάζουν οἱ ἄνθρωποι.
-Βεβαίως δέν λογαριάζουν! ἐπανέλαβεν ὁ κ. Παρασκευᾶς. Ὀφείλεις ὅμως νά λάβῃς ὑπό σημείωσιν ὅτι, χάριν τοῦ ἐκτάκτου τῆς ἡμέρας, ἠναγκάσθην νά διαθέσω τό γνωστόν ἑκατοντάδραχμον, τό προωρισμένον διά τόν πῖλόν σου καί διά τά ὑποδήματα τοῦ δυστυχοῦς αὐτοῦ Μιχάλη. Ἡ κ. Καλλιόπη ἀνετινάχθη.
-Πῶς; Τί; Τό ἑκατοστάρικο; Τό καπέλλο μου; Τά παπούτσια τοῦ Μιχάλη; Καί κατελήφθη ἀπό τόν παλαιόν ὑστερικόν παροξυσμόν, ὁ ὁποῖος εἶχε νά τήν ἐπισκεφθῇ ἐπί τριάκοντα τώρα συναπτά ἔτη, καταπεσοῦσα εἰς τό πάτωμα ὑπό τό κράτος ἀσυγκρατήτων σπασμῶν. Αἱ δεσποινίδες ἐξώρμησαν νά φέρουν αἰθέρας καί ἅλατα. Ὁ κ. Παρασκευᾶς ἔτρεξε διά τόν ἰατρόν. Ὁ μοιραῖος γάλλος μόνον ἔμενεν ἥσυχος, ἐν τῷ μέσῳ τῆς τραπέζης, […] χωρίς νά ὑποπτεύεται ποῖον κακόν εἶχε προξενήσει. Ἔτσι ἐπέρασαν τά Χριστούγεννα τοῦ κ. Παρασκευᾶ, κατά τό σωτήριον αὐτό πρῶτον μεταπολεμικόν ἔτος.
ΠΑΥΛΟΣ ΝΙΡΒΑΝΑΣ