ΕΤΟΣ ΑΡΧΙΚΗΣ ΕΚΔΟΣΕΩΣ 1876
Σάββατο 7 Σεπτεμβρίου 2024

ΤΑ ΚΕΡΑΚΙΑ

Ἀπό τό ἀρχεῖο τῆς «Ἑστίας», 29 Ἰουλίου 1924

Εἰς τό Ρωσσικόν Μπάρ τοῦ Ν. Φαλήρου, ποῦ ἐδροσιζόμεθα, ἀφοῦ ἐπέρασεν ὁ φυστικᾶς, ὁ στρειδᾶς, ὁ καπνοπώλης, ὁ λοῦστρος, ὁ λαχανοπώλης, ὁ ζητιᾶνος καί ἡ ζητιάνα, ὅλοι οἱ τύραννοι τῆς καλοκαιρινῆς μας ζωῆς, ἐνεφανίσθη ἔξαφνα καί ἕνας πιτσιρίκος πέντε ἐτῶν –ὡρισμένως δέν εἶχε περισσότερα– μ’ ἕνα ὁρμαθόν ἀπό μικρά, κίτρινα κεράκια τῆς ἐκκλησίας, αἰωρούμενα ἀπό τό χεράκι του.

-Κεράκια! Πάρτε κεράκια!…

Ὅλοι κατελήφθησαν ἀπό τήν μεγαλειτέραν διάθεσιν νά ἐνισχύσουν τόν ἀνθρωπάκον εἰς τό ἐμπόριόν του. Ἀλλά τί ἐμπόριον ἦτο αὐτό; Κεράκια τῆς ἐκκλησίας! Τί νά κάμῃ κανείς τά κεράκια εἰς ἕνα εὔθυμον κέντρον, ἀπό τό ὁποῖον ἀπουσίαζε κάθε εἶδος εὐλαβείας, ἐκτός τῆς εὐλαβείας πρός τά γυμνά μπράτσα τῶν κυριῶν, ἡ ὁποία δέν ἐκδηλοῦται, ὡς γνωστόν, μέ ἄναμμα ἱερῶν λαμπάδων; Νά ἦτο τοὐλάχιστον, ἡμέρα Ἐπιταφίου ἤ Λαμπρῆς. Ἀλλά οὔτε ἡ δικαιολογία αὐτή ὑπῆρχεν. Ἰούλιον μῆνα δέν πέφτει οὔτε πλησιάζει, ὡς γνωστόν, καμμία δεσποτική ἑορτή.

-Βρέ παιδάκι μου –τοῦ εἶπε κάποιος ἀπό ἕνα τραπεζάκι– τί νά κάνουμε τά κεράκια; Ποιός ἀγοράζει κεράκια τέτοιες ὧρες; Νά πουλοῦσες, τοὐλάχιστον, σκόνη γιά τά κουνούπια!

Ὁ πιτσιρίκος ὅμως –ἕνα κεφαλάκι ὡς μπόμπα καί ἕνα σωματάκι ὡς βλαστάρι– δέν ἦτο καθόλου ἀνόητος ἔμπορος.

– Τά ἀγοράζουνε, ἀφεντικό –ἐτραύλισε, τρώγοντας ὅλα τά ῥ– αὐτοί ποῦ πᾶνε καί τρῶνε κάτω στήν ἀμμουδιά. Ἐπειδή εἶνε σκοτεινά, βλέπεις, καρφώνουνε τό κεράκι στήν ἄμμο καί τρῶνε.

Ἐπειδή, ὅμως, κανείς ἀπό τούς πελάτας τοῦ μπάρ δέν ἐσκόπευε νά προσφέρῃ εἰς τόν ἑαυτόν του τόν ρωμαντισμόν ἑνός γεύματος ἐπί τῆς ἀμμουδιᾶς, ἐάν ἐσκόπευε δέ νά προσφέρῃ τίποτε ἄλλο, θά τό ἐπροτιμοῦσε χωρίς κεράκι, πελατεία διά τόν μικρόν δέν εὑρέθη. Εὑρέθησαν ὅμως πολλοί νά σχολιάσουν τό πρωτότυπον ἐμπόριόν του.

– Ξέρεις ποῦ νά πᾶς νά πουλήσῃς τά κεράκια σου, μικρέ μου; τοῦ εἶπε μιά κυρία ἀπό ἄλλο τραπεζάκι. Νά πᾶς ἐδῶ κοντά στόν Σταθμό τῶν Πρώτων Βοηθειῶν, ποῦ βγάζουνε τούς πνιγμένους. Στούς πεθαμένους ἀνάβουν τά κεράκια!

Ἡ ἰδέα τοῦ θανάτου, ἐν συνδυασμῷ πρός τό ἐμπόριόν του, εἶχεν ἀποκαλυφθῇ διά πρώτην φοράν εἰς τόν ἀνίδεον ὅλων τῶν κακῶν πραγμάτων ἀνθρωπάκο. Ἀλλά τοῦ εἶχεν ἀποκαλυφθῇ καί πάλιν κατά τόν εὐθυμότερον τρόπον καί συγχρόνως τόν πρακτικώτερον. Διότι, ὅταν ἐν τῷ μεταξύ ἕνας κύριος εἶπε σέ κάποιον ζητιάνον νά μή πλησιάσῃ πάρα πολύ τό σκυλί του μέ τό ραβδί του, μήπως ἀγριέψῃ καί τόν φάῃ, ὁ πιτσιρίκος Ἐφώναξε τρισευτυχισμένος:

-Καλλίτερα νά τόν φάῃ ἀφεντικό, νά πεθάνῃ, γιά νά τοῦ πάρουνε κεράκια!

Εἶχε μάθει τώρα ὁ ἀνθρωπάκος –ὅπως μανθάνουν τά παιδάκια ὅλα τά ἄσχημα πράγματα τῆς ζωῆς ἀπό τούς μεγαλειτέρους– ὅτι τά κεράκια του ἐχρησίμευαν καί γιά κάτι ἄλλο ἀκόμη, ἐκτός τῶν ρωμαντικῶν γευμάτων ἐπί τῆς σκοτεινῆς ἀμμουδιᾶς. Καί ἴσως, εὕρισκε, μέ τήν λογικήν τῆς ἀθώας του ἐπιθυμίας, ὅτι πάρα πολύ ὀλίγοι ἄνθρωποι πεθαίνουν σχετικῶς, παρά ὅσοι θά ἔπρεπε νά πεθάνουν. Καί πολύ φυσικά. Τόσοι ἔστρωναν τό πρόχειρον τραπέζι τους εἰς τήν ἄμμον καί κανένας, μέσα εἰς τόσους ἀνθρώπους, ποῦ ἐγέμιζαν τά καφενεῖα καί τά μπάρ, δέν ἀπεφάσιζε νά πεθάνῃ πρός χάριν του.

Μέ τάς σκέψεις αὐτάς –προφανῶς μέ αὐτάς τάς σκέψεις– ὁ ἀνθρωπάκος, ἀπελπισθείς ἀπό τήν πελατείαν τοῦ μπάρ, ἡ ὁποία τόν εἶχε πλουτίσει μέ τό πνεῦμα της, χωρίς νά τοῦ προσφέρῃ οὔτε ἕνα πενηνταράκι γιά τά κεράκια του, ἀπεχαιρέτισε σιωπηλός καί μελαγχολικός τήν ὁμήγυριν καί ἐξηφανίσθη μέσα εἰς τά δένδρα τοῦ πάρκου. Δέν εἶχαν περάσει ὅμως ὀλίγα λεπτά –αἱ ὕστεραι σκέψεις εἶνε πάντοτε σοφώτεραι, ἀκόμη καί εἰς ἕνα κεφαλάκι νηπίου– καί ἐφανερώθη πάλιν. Ἐπροχώρησε πρός τά τραπεζάκια καί ἄρχισε νά διαλαλῇ πάλιν τά κεράκια του, μέ ἕνα μπρίο ἐντελῶς μοναδικόν καί ἕνα τρόπον ἐντελῶς ἀνέλπιστον.

-Κεράκια γιά τούς πεθαμένους! Πάρτε, ἀφεντικά, κεράκια γιά τούς πεθαμένους!…

Θεία ἱλαρότης ἐσκορπίσθη ὁλόγυρα μεταξύ τῶν ἀνθρώπων, ἀπό τούς ὁποίους κανένας δέν ἐσκέπτετο τόν θάνατον καί πρός τούς ὁποίους τόν εἶχε φέρει εἰς τόσον ἀκατάλληλον στιγμήν ὁ ἀνθρωπάκος. Τά γέλια ἐξέσπασαν ἀκράτητα ἀπό ὅλα τά σημεῖα. Τά φιλοδωρήματα ἄρχισαν νά πέφτουν βροχή εἰς τό κουτάκι τοῦ ἀνθρωπάκου. Λαμπάδες γάμων ἄν εἶχε φέρει, δέν θά ἔχυναν τόσον φῶς τριγύρω του. Καί ὅμως ἐξακολουθοῦσε τό μακάβριον διαλάλημά του.

-Κεράκια γιά τούς πεθαμένους! Πάρτε ἀφεντικά, κεράκια γιά τούς πεθαμένους!

Ὁ ἀνθρωπάκος δέν εἶχε νικήσει ἁπλῶς τόν θάνατον. Εἶχε κάμει ἀπ’ αὐτόν μίαν εὐθυμοτάτην ὑπόθεσιν.

ΠΑΥΛΟΣ ΝΙΡΒΑΝΑΣ

Απόψεις

Λεφτά ὑπάρχουν μόνο γιά τούς «ἔξω»

Μανώλης Κοττάκης
800 ἑκ. εὐρώ προκαταβολή γιά τίς φρεγάτες ἀλλά ψίχουλα γιά τό δημογραφικό – Γιά νά μήν ὑποθηκεύσει τίς ἑπόμενες γενιές τό πολιτικό σύστημα, δέν ἔχει κανένα δισταγμό νά καταστρέψει τίς τωρινές – Παραδίδουν μαθήματα ὑπευθυνότητος ἀλλά ἐκτίναξαν τό δημόσιο χρέος στά 408 δισ. εὐρώ – Φταίει ὁ πόλεμος στήν Οὐκρανία γιά τά τιμολόγια τῆς ΔΕΗ, ἀλλά τά ὅπλα στόν Ζελένσκυ ποιός τά στέλνει;

Ποῦ ὁδηγεῖ ἡ ὑστερία τῶν κηρύκων τῆς woke ἀτζέντας

Εφημερίς Εστία
ΚΑΙ ξαφνικά τά μέσα κοινωνικῆς δικτυώσεως ἐξαπέλυσαν ὁμαδικά πυρά κατά τοῦ ἠθοποιοῦ Μάρκου Σεφερλῆ.

Θά «ἀκυρώσουν» τό καλώδιο μετά τήν ΔΕΘ

Εφημερίς Εστία
ΣΕ ΟΡΙΣΤΙΚΟ ναυάγιο ὁδηγεῖται, συμφώνως πρός ὅλες τίς ἐνδείξεις, ἡ ἠλεκτρική διασύνδεσις Ἑλλάδος – Κύπρου – Ἰσραήλ.

Ὅταν θά σκάσει ἡ «φούσκα» τοῦ ποδοσφαίρου

Δημήτρης Καπράνος
Ὅταν, κάποια στιγμή, θά γίνει ἀπολογισμός γιά τά πεπραγμένα τοῦ ποδοσφαίρου μετά τήν «Ὑπόθεση Μποσμάν», ἴσως ἀντιληφθοῦμε τήν ζημιά πού προκλήθηκε στό δημοφιλέστερο καί λαϊκώτερο σπόρ.

Σάββατον, 5 Σεπτεμβρίου 1964

Πρό 60 ἐτῶν
Ο ΚΟΣΜΟΣ ΦΑΝΤΑΣΙΑ ΚΑΙ ΜΗ