Ἀπό τό ἀρχεῖο τῆς «Ἑστίας», 23 Δεκεμβρίου 1918
Συνώδευσα χθές ἕνα φίλον μου ν’ ἀγοράσῃ γκαλόσες. Ἀφοῦ ἐκάμαμεν τόν γῦρον ὅλων τῶν καταστημάτων ἀνδρικῶν εἰδῶν, ἐπί τέλους ἐπετύχαμεν κἄπου τό ποθούμενον. Ὁ φίλος μου, ἀφοῦ, μετά διαφόρους δοκιμάς καί ἐκτιμήσεις, ἔγεινε κύριος τῆς ἀντιστρόφου αὐτῆς ὀμπρέλλας μοῦ εἶπε:
– Δέν παίρνεις καί σύ; Ἐπί τέλους, ἕνα εἰκοσιπεντάρικο τί ψυχή ἔχει;
– Δέν παίρνω!… τοῦ εἶπα κατηγορηματικῶς.
– Γιατί; Περιμένεις ἴσως νά φθάσουν πάλι στῇς ὀκτώ δραχμές; Δέν θά φθάσουν ποτέ!
– Ὄχι, φίλε μου. Γνωρίζω πολύ καλά ὅτι ὁ νόμος τῆς «αἰωνίας ἐπιστροφῆς» εἶνε ἕνας νόμος, ποῦ ἠμπορεῖ νά ἐφαρμόζεται εἰς ὅλα τά πράγματα τοῦ κόσμου, ἐκτός τῶν τιμῶν τῆς Ἀγορᾶς. Δέν παίρνω γκαλόσες γιά κἄποιον ἄλλον, πολύ σοβαρώτερον, λόγον. Φοβοῦμαι μήπως μοῦ συμβῇ κανένα τρομερόν δυστύχημα. Φοβοῦμαι, ἁπλούστατα, μήπως πνιγῶ.
– Μήπως πνιγῇς; Κύριε ἐλέησον! Τί λογῆς πρόληψις πάλιν εἶνε αὐτή; Νά πνιγῇς γιατί θά φορέσῃς γκαλόσες; Αὐτό εἶνε πρωτοφανές καί πρωτάκουστον.
– Πές το πρόληψιν, πές το ὅ,τι θέλεις! Τοῦ ἐτόνισα, τό δίς ἐξαμαρτεῖν οὐκ ἀνδρός σοφοῦ. Δέν παίρνω!
Καί τοῦ ἀνέπτυξα διά μακρῶν ἕνα μυστήριον τῆς ζωῆς μου, τό ὁποῖον ἐν κοντολογίᾳ ἔχει ὡς ἑξῆς:
Πρό δεκαπέντε περίπου ἐτῶν –ἴσως νά εἶνε καί περισσότερα– τήν παραμονήν ἤ ἀνήμερα τοῦ Ἁγίου Φιλίππου, ποῦ ἔγεινεν ἡ μεγάλη καταστρεπτική πλημμύρα, τῆς ὁποίας τά θύματα εἰς ἀνθρώπους, ζῶα καί πουλερικά ἀπό Φαλήρου μέχρι Καμινίων τοῦ Πειραιῶς εἶχαν φθάσει ἕνα τραγικόν πράγματι ἀριθμόν, βλέπων ἀπό ἐνωρίς τόν οὐρανόν βουρκωμένον καί ἀπειλητικόν, ἀπεφάσισα κ’ ἐγώ νά προμηθευθῶ γκαλόσες. Ἔκαμα λοιπόν τόν γῦρόν μου εἰς τά εἰδικά καταστήματα τῆς ὁδοῦ Σταδίου, συνοδευόμενος κ’ ἐγώ ἀπό ἕνα φίλον μου, εἰς τόν ὁποῖον εἶχα ἀναπτύξει διά μακρῶν τά μεγάλα πλεονεκτήματα τῆς γκαλόσας, ὄχι τόσον διά νά τόν πείσω ἐκεῖνον, ὅσον διά νά πείσω τόν ἑαυτόν μου, προκειμένου περί θυσίας τοῦ ἀξιόλογου κατά τήν ἐποχήν ἐκείνην ποσοῦ τῶν ὀκτώ δραχμῶν.
– Ἄκουσε, φίλε μου! τοῦ εἶχα εἰπῇ. Ἡ γκαλόσα εἶνε τό πολυτιμότερον καί τό πρακτικώτερον εἶδος τοῦ ἀνθρωπίνου ἱματισμοῦ, ἰδίως εἰς τό κλῖμά μας. Ἐν πρώτοις, σοῦ προφυλάσσει τά πόδια ἀπό τήν καταστρεπτικήν ὑγρασίαν, ποῦ εἶνε πηγή τῶν ρευματισμῶν καί ὅλων τῶν κακῶν. Πηγαίνεις στό γραφεῖόν σου ἤ στήν ἐπίσκεψίν σου καί δέν εἶσαι ὑποχρεωμένος νά μένῃς ἐπί τρεῖς καί τέσσαρας ὥρας μέ τά πόδια μουσκεμένα. Ἐπιστρέφεις στό σπίτι σου καί δέν εἶσαι ἀναγκασμένος ν’ ἀλλάξῃς παπούτσια καί κάλτσες. Εἶσαι εὐπρεπής. Πηγαίνεις σ’ ἕνα σπίτι, βγάζεις τῇς γκαλόσες σου στήν εἴσοδον καί δέν κουβαλᾷς τῇς λάσπες τοῦ δρόμου εἰς τούς ξένους τάπητας. Καί, τό ἀκόμη σπουδαιότερον, ἔχεις οἰκονομίαν παπουτσιῶν. Ἕνα παποῦτσι, ποῦ ἐβράχηκε δύο-τρεῖς φορές, χάνει τό σχῆμά του, τοῦ σαπίζουν ᾗ κλωστές του, ἀρχίζει νά ξηλώνεται ἀπό ὅλες τῇς μεριές, καταστρέφεται. Εἰδικῶς γιά μένα καί γιά τήν ἰδιοσυγκρασίαν μου, ἡ γκαλόσες εἶνε σωστή σωτηρία. Ἡ ὑγρασία τῶν ποδιῶν εἶνε ἱκανή νά μοῦ φέρῃ πονοκεφάλους, ζαλάδες, ναυτίαν, ὅλα τά κακά τοῦ κόσμου. Ἐννοεῖς λοιπόν ποίαν σημασίαν ἔχει αὐτό τό εὐεργετικό γάντι τοῦ παπουτσιοῦ;
Εἶχα κάμει δηλαδή εἰς τόν φίλον μου ὁλόκληρον μάθημα περί τῆς ἀξίας, τῆς σημασίας καί τῆς χρησιμότητος τῶν γκαλοσῶν, μάθημα τό ὁποῖον ἕνας ἐργοστασιάρχης τοῦ εἴδους αὐτοῦ θά ἠμποροῦσε νά τό χρησιμοποιήσῃ ὡς τήν καλλιτέραν διαφήμισην τοῦ προϊόντος του. Καί κατόπιν προέβην εἰς τήν ἀγοράν τοῦ σχετικοῦ ζεύγους, τό ὁποῖον ἐφόρεσα ἀμέσως, μέ τήν μεγαλειτέραν ἱκανοποίησιν διά τόν ἑαυτόν μου καί τήν μεγαλειτέραν περιφρόνησιν πρός τά σύννεφα, ποῦ μᾶς ἐφοβέριζαν ἀπό τό ὕψος των μέ τήν φοβέραν ἑνός νέου κατακλυσμοῦ.
Θέλετε ν’ ἀκούσετε τώρα καί τήν καταπληκτικήν συνέχειαν τῆς ἱστορίας; Ἐγώ, ὁ ὁποῖος ἔλαβα τόσον ἐκγαίρως τά μέτρα μου διά νά προφυλαχθῶ ἀπό τήν ὑγρασίαν τό πολύ μέχρις ἀστραγάλων, εὑρέθην μέσα εἰς τό κῦμα τοῦ Κηφισσοῦ μέχρι λαιμοῦ, καί εἶνε θαῦμα, ποῦ τό ἀποδίδω εἰς τόν Ἅγιον Φίλιππον, εἰς τόν ὁποῖον ἀνάβω ἔκτοτε τακτικά τήν ὀφειλομένην λαμπάδα, τό ὅτι εὑρίσκομαι σήμερον εἰς τήν ζωήν.
Ἀπό τότε ἐπείσθην ὅτι δέν πρέπει νά προκαλῇ κανείς τήν εἰρωνείαν τῆς Μοίρας. Καί ἀπό τότε ἔπαυσα ν’ ἀγοράζω γκαλόσες. Εἶμαι βέβαιος ὅτι τήν πρώτην φοράν πού θά ξαναφορέσω τό εἶδος αὐτό θά πνιγῶ ἀφεύκτως, ὄχι πλέον εἰς τόν ὠκεανόν, ἀλλά μέσα εἰς τήν ὁδόν Σταδίου.
ΠΑΥΛΟΣ ΝΙΡΒΑΝΑΣ