Ἀπό τό ἀρχεῖο τῆς «Ἑστίας», 27 Νοεμβρίου 1918
Ὁ κ. Νεγροπόντης, μέσα εἰς τό πέλαγος τῶν ἀριθμῶν, ὅπου ἐκολύμβησεν εἰσηγούμενος τῶν νέων οἰκονομικῶν νομοσχεδίων του καί τονίζων μέ δικαιολογημένην αἰσιοδοξίαν τήν οἰκονομικήν ἀκμήν τοῦ τόπου, εὑρῆκε τήν εὐκαιρίαν νά κάμῃ καί ὀλίγον χιοῦμορ. Ἴσως τό τελευταῖόν του ταξεῖδι εἰς τήν Ἀγγλίαν, ὅπου τό ὡραῖον αὐτό ἄνθος καλλιεργεῖται καί εἰς τά αὐστηρά θερμοκήπια ἀκόμη τῶν Δύο Βουλῶν, νά συνετέλεσεν εἰς τήν παρεκτροπήν αὐτήν τοῦ Ἕλληνος ὑπουργοῦ τῶν Οἰκονομικῶν. Ὁπωσδήποτε, ἡ Βουλή εὑρῆκε καί αὐτήν τήν εὐκαιρίαν νά λύσῃ πρός στιγμήν τήν συνοφρύωσίν της καί νά εὐθυμήσῃ ἐπικαίρως.
Ὁ κ. ὑπουργός ὡμίλησε διά τά νεῦρα τῶν ταμίων. Καί διά τά νεῦρα αὐτά, τά ὁποῖα ξεσπάζουν συνήθως εἰς τήν ράχιν τῶν πολιτῶν, καί ἀποτελοῦν ἑπομένως δημοσίαν ἐνόχλησιν, ὁ κ. ὑπουργός, ὡς τέλειος νευρολόγος, εὑρῆκεν ἀμέσως καί τήν κατάλληλον θεραπείαν. Καί τήν ὑπέβαλεν ὑπό τήν κρίσιν τῆς Βουλῆς ὑπό τύπον νομοσχεδίου. Ἡ θεραπεία αὐτή εἶνε, ὅπως λέγουν οἱ ἰατροί, θεραπεία προληπτική. Διατί οἱ ταμίαι ἔχουν νεῦρα; Ἁπλούστατα, διότι, ἐνῷ ἔχουν ὅλον τό βάρος τῆς πολυπλόκου καί ἀνιαρᾶς αὐτῆς ὑπηρεσίας, εἶνε ταυτοχρόνως καί οἱ μόνοι ὑπεύθυνοι, οἱ μόνοι δοσίλογοι ἀπέναντι τῆς προϊσταμένης των ἀρχῆς. Ὑπεύθυνοι καί δοσίλογοι ὄχι ἀέρος, ὅπως οἱ περισσότεροι λειτουργοί τοῦ Κράτους, ἀπό τῶν ἀνωτέρων μέχρι τῶν κατωτέρων, ἀλλ’ ὑπεύθυνοι καί δοσίλογοι μετρητῶν. Τό νέον νομοσχέδιον λοιπόν σηκώνει τό τρομερόν βάρος ἀπό τούς ὤμους τοῦ ταμίου καί τό μοιράζει εἰς τρεῖς ὤμους. Κάμνει δηλαδή εἰς κάθε ταμεῖον συνδιαχειριστάς καί συνυπευθύνους τρεῖς ἀντί ἑνός. Αἰρομένης λοιπόν τῆς ἀφορμῆς τῆς ταμιακῆς νευρώσεως, θεραπεύονται καί τά νεῦρα. Τί φυσικώτερον ἀπ’ αὐτό;
Ὑποθέτω ὅτι ἡ θεραπεία αὐτή θά συγκινήσῃ κατ’ ἀξίαν, ἐκτός τῶν ἀμέσως ἐνδιαφερομένων, καί ὅλον τόν ἄλλον κόσμον. Τά νεῦρα, δυστυχῶς, εἶνε μία δυστυχία, ποῦ δέν τυραννεῖ μόνον ἐκεῖνον ποῦ τά ἔχει. Τυραννεῖ, εἰς μεγάλην ἀκτῖνα, καί πολλούς ἀθώους. Τά νεῦρα, λόγου χάριν, τῆς κυρίας μέσα εἰς τήν οἰκογένειαν, ἐνῷ διά τήν ἰδίαν εἶνε τό λιγώτερον κακόν – κἄποτε εἶνε καί διασκέδασις– ἀποτελοῦν μίαν δυστυχίαν δι’ ὁλόκληρον τήν οἰκογένειαν. Τά νεῦρα εἰς μίαν ὑπηρεσίαν, ὅσον μάλιστα στέκονται ὑψηλότερα, εἶνε συμφορά δι’ ἀπείρους ἀθώους. Φαντάζεσθε τώρα τί εἶνε τά νεῦρα μέσα εἰς ἕνα ταμεῖον, καί μάλιστα δημόσιον, ἀπό τό ὁποῖον περνᾷ ὅλος ὁ κόσμος, εἴτε διά νά δώσῃ, εἴτε διά νά πάρῃ.
Ὁ κ. Νεγροπόντης ἔθεσεν, εὐτυχῶς, τό δάκτυλον εἰς τόν σφυγμόν. «Οἱ δημόσιοι ταμίαι, εἶπε, γίνονται συχνά ἀντιπαθητικοί εἰς τούς πολίτας. Μέ τό νομοσχέδιόν μου θέλω νά τούς κάμω πλέον συμπαθητικούς.» Ἡ φράσις ὑπῆρξεν εὐτυχής καί λογοτεχνικῶς χαρακτηριστική. Ἐπί πλέον παρουσιάζει καί μίαν ἀντίληψιν ὑπουργικήν ἐντελῶς νεωτεριστικήν. Ἕνας ὑπουργός, καί μάλιστα ὑπουργός τῶν Οἰκονομικῶν, φροντίζων νά κάμῃ τούς ὑπαλλήλους του συμπαθητικούς εἰς τό Κοινόν, ἀποτελεῖ μίαν ἀντινομίαν εἰς τά θέσμια τῆς σκυθρωπῆς ρουτίνας τῶν δημοσίων ὑπηρεσιῶν τῆς Ἑλλάδος. Καί τήν ἀντινομίαν αὐτήν πρέπει νά τήν χαιρετίσωμεν ὡς καλόν οἰωνόν. Ὅταν εἰς τήν θυρίδα τοῦ ταμείου, ἀντί μιᾶς στυγνῆς συνοφρυώσεως, ἀνθίσῃ ἕνα μειδίαμα, ὑπάρχει ἐλπίς ὅτι καί τά βάθη τοῦ ταμείου θά γείνουν φαιδρότερα.
Ἀλλά πῶς ἠμποροῦσε νά ὑπάρξῃ μέχρι τοῦδε τό μειδίαμα αὐτό εἰς τήν θυρίδα τοῦ ταμείου; Τό Κράτος ἔπαιρνεν ἕναν ἄνθρωπον καί τοῦ ἔκαμνε τά χέρια του αὐλάκι διοχετεύσεως ἑκατομμυρίων. Ἀπό τό πρωΐ ἕως τό βράδυ ὁ ἄνθρωπος αὐτός ἦτο ὑποχρεωμένος νά δέχεται χιλιάδας καί νά μετρᾷ χιλιάδας, ἀπό τάς ὁποίας δέν ἐκολλοῦσεν εἰς τάς παλάμας του οὔτε ὅσον ἀλεῦρι κολλᾷ εἰς τά γένεια τοῦ μυλωνᾶ ἀπό τό δικό του νταραβέρι. Καί, ἄν τινάξῃ μέν ὁ μυλωνᾶς τά γένειά του, λέγει ἡ παροιμία, φκιάνει πῆττες καί κουλούρια. Ἀλλά ὁ δυστυχισμένος ὁ ταμίας ὄχι πῆττες καί κουλούρια δέν θά ἠμποροῦσε νά προσφέρῃ εἰς τόν ἑαυτό του, ἀλλ’ οὔτε ξεροκόμματον. Σκουριάν μόνον καί μικρόβια. Καί, ὕστερα ἀπό τό μαρτύριον αὐτό τοῦ Ταντάλου, τό Κράτος τοῦ ἔδιδεν ἕνα κομμάτι ψωμί νά μασσήσῃ καί μίαν πελωρίαν εὐθύνην νά βαστάσῃ. Κι φάλα πάγα. Καί, μέσα εἰς τήν τρικυμίαν αὐτήν τοῦ λογικοῦ του καί τό καρδιοχτύπι αὐτό τοῦ στήθους του, ἔφθανον ὁ κάθε βιαστικός διά νά λάβῃ καί ὁ κάθε βιαστικός διά νά δώσῃ. Νεῦρα δηλαδή ἐπάνω εἰς ἄλλα νεῦρα. Ἀλλοίμονον ὅμως εἰς τά νεῦρα, ποῦ ὑφίσταντο συστηματικῶς τήν καταιγίδα αὐτήν ἀπό τό πρωΐ ἕως τό βράδυ. Καί τά νεῦρα αὐτά ἦσαν τά νεῦρα τοῦ ταμείου.
Τά νεῦρα αὐτά ἐλυπήθη ὁ κ. Νεγροπόντης. Ἐσκέφθη ἀκόμη, ὅτι παρομοία τρικυμία νεύρων εἰς τά ταμεῖα τοῦ Κράτους δέν εἶνε διά τίποτε καλόν. Καί ἔγεινε διά μίαν στιγμήν ἀπό ὑπουργός νευρολόγος. Ἐάν ὅλοι οἱ Ἕλληνες ὑπουργοί ἐγίνοντο ἀπό καιροῦ εἰς καιρόν καί ὀλίγον νευρολόγοι, ὅπως ὁ κ. Νεγρεπόντης, ὡρισμένως δέν θά ἔκαμναν καθόλου ἄσχημα.
ΠΑΥΛΟΣ ΝΙΡΒΑΝΑΣ