Ἀπό τό ἀρχεῖο τῆς «Ἑστίας», 1 Νοεμβρίου 1918
Ἔχετε λοιπόν περιέργειαν νά μάθετε ποιά εἶνε τά ρέστα; Ἰδού αὐτά! Διάφοροι ἀξιόλογοι κύριοι τῆς τελευταίας στιγμῆς, μελετήσαντες ἐπισταμένως καί μετά τῆς δεούσης στωϊκότητος καί ψυχραιμίας –μιᾶς φιλοσοφικῆς ψυχραιμίας τῷ ὄντι– τήν παγκόσμιον καί τήν Ἑλληνικήν κατάστασιν κατά τήν παροῦσαν φάσιν της, προσάγουν ἀθρόα τά γενικά καί τά ἰδικά των συμπεράσματα. Καί οἱ ἄνθρωποι, ὀφείλομεν νά ὁμολογήσωμεν, εἶνε πρόθυμοι πρός πᾶσαν συζήτησιν, μίαν συζήτησιν ὅμως, ἡ ὁποία πρέπει νά διεξαχθῇ ἐξ ἅπαντος εἰς τό ἐμπρέπον μελαγχολικόν ὕφος, οὗτινος προθυμοποιοῦνται νά δώσουν οἱ ἴδιοι τόν τόνον:
– Καλά, τέλος πάντων, ὅλα αὐτά! Ἐνίκησεν ἡ Ἀντάντ, τά πράγματα ἐπῆγαν κατ’ εὐχήν. Ἀλλά νά ἰδοῦμε, τέλος πάντων, τί θά πάρουμε, τί θά μᾶς δώσουν κ’ ἐμᾶς ἀπέναντι τῶν θυσιῶν ποῦ ἐκάμαμεν; Περί αὐτοῦ πρόκειται. Διότι, ἐπί τέλους, ἄν δέν ἐκάμναμεν θυσίας, τό πρᾶγμα θά διέφερεν. Ἀλλ’ ἀφοῦ ἐκάμαμεν… Ἐδῶ εἶνε, βλέπετε, τό ζήτημα. Θά μᾶς δώσουν λοιπόν τήν Θράκην, τήν Κωνσταντινούπολιν, τήν Σμύρνην; Μήπως ἔχετε καμμίαν θετικήν πληροφορίαν;
Ἀπαντᾶτε, φυσικά, ὅτι δέν εἶνε δυνατόν νά δώσετε καμμίαν πληροφορίαν ἐπί πραγμάτων, τά ὁποῖα δέν γνωρίζετε, οὔτε ἠμπορεῖτε νά γνωρίζετε. Ἀλλά προσθέτετε ταυτοχρόνως, ὅτι τό νά εὑρισκώμεθα, ἐπί τέλους, κατά τήν μεγάλην αὐτήν κοσμοϊστορικήν στιγμήν μαζί μέ τούς νικητάς, τό νά συμμεριζώμεθα τούς θριάμβους των, τό νά βλέπωμεν ἀναγνωριζόμενα γενικῶς τά δίκαιά μας ἀπό τούς ἰσχυρούς τῆς Γῆς καί ἀπό τούς λαούς τῆς Γῆς, τό νά βλέπωμεν τά ἐθνικά μας χρώματα κυματίζοντα ἐνώπιον τῆς Ἁγίας Σοφίας ὁμότιμα πρός τάς ἐνδόξους σημαίας τῶν μεγάλων θριαμβευτῶν, τό ν’ ἀκούωμεν τό ὄνομα τῆς Ἑλλάδος προφερόμενον μέ τάς ἀνηκούσας τιμάς εἰς τά πέρατα τοῦ ἐλευθέρου Κόσμου, εἶνε τέλος πάντων ἕνας λόγος χαρᾶς καί ἱκανοποιήσεως. Καί ἕνας λόγος ἐλπίδος. Ὁπωσδήποτε, δέν εἶνε λόγος διά νά βάλῃ κανείς τά κλάματα. Ἀλλά ὁ ἀξιόλογος κύριος, ὁ ὁποῖος σταθμίζει ψυχρῶς τά γεγονότα καί ὑπολογίζει μαθηματικῶς τάς περιστάσεις, ὅπως τάς ὑπελόγιζε καί εἰς τό πρόσφατον παρελθόν, ἐννοεῖ νά μελαγχολῇ. Καί ναί μέν ἡ μελαγχολία του δέν τόν ἠμπόδισε νά χωνεύσῃ μακαρίως τό πλούσιον γεῦμά του, οὔτε νά κοιμηθῇ ἀγγελικώτατα τόν νυκτερινόν καί τόν μεσημβρινόν του ὕπνον, ἀλλά δέν ἠμπορεῖ, ἐπισκοπῶν ἐκ περιωπῆς τά ζητήματα παρά νά βλέπῃ τά πράγματα ὀλίγον σκοῦρα.
– Ἐγώ τοὐλάχιστον… τέλος πάντων… νομίζω ὅτι πρέπει νά εἶνε κανείς ἐπιφυλακτικός. Ὑπάρχουν, βλέπετε, μερικά ζητήματα… Πρέπει νά ἰδῇ κανείς. Διότι καί ὁ λόγος ἐκεῖνος τοῦ Λόϋδ Τζώρτζ, ἐνθυμεῖσθε… Ἔπειτα ὁ Οὐΐλσων. Ἡ Ἀμερική βλέπετε… Ἡ Ἀγγλία, ἡ Γαλλία… Ξέρω κ’ ἐγώ. Ἐκάμαμεν, βλέπετε καί θυσίας. Ἄν δέν εἴχαμεν κάμει, ἄν ἐμέναμεν οὐδέτεροι…
Ποῦ θέλει νά καταλήξῃ ἆρά γε ὁ κύριος; Ἀκριβῶς δηλαδή ὑποθέτω ὅτι δέν θέλει νά καταλήξῃ εἰς τίποτε σαφές καί ὡρισμένον. Καταλήγει ἁπλῶς εἰς τήν μελαγχολίαν του, ἐκ τῆς ὁποίας ἀνεχώρησε. Καί ἔχει ἀκόμη καί ἕνα θλιβερόν ἐπίλογον, τόν ὁποῖον προσάγει καί αὐτόν ἐμπιστευτικῶς.
– Τί νά σᾶς πῶ, φίλε μου; Ὁπωσδήποτε, ἐν ὅσῳ τά πράγματα ἔμεναν ὅπως ἦσαν, ἐν ὅσῳ ἡ Τουρκία, τέλος πάντων, ἦτο Τουρκία, εἴχαμεν κἄποιαν ἐλπίδα, ἄν ὄχι γιά μᾶς, γιά τά παιδιά μας τοὐλάχιστον, γιά τά ἐγγόνια μας, ὅτι… Ἀλλά νά μποῦν οἱ Ἄγγλοι στήν Κωνσταντινούπολι… Ξέρω κ’ ἐγώ!… Ἡ ἰδέα μου, τέλος πάντων, ἡ γνώμη μου…
Δύο δάκρυα κυλοῦν εἰς τά μάγουλά του. Καί τά δύο αὐτά δάκρυα μᾶς ἀναπτύσσουν τήν θεωρίαν του καί τό αἴσθημά του. Διά νά μήν ἔχωμεν σήμερον ὅλας αὐτάς τάς ἀνησυχίας ποῦ ἔχομεν, καί τάς ὁποίας διετύπωσε προλαβόντως μέ τόσην σαφήνειαν καί τόσον ὀρθολογισμόν, θά ἔπρεπε νά εἴχαμεν ἀκολουθήσει μέχρι τέλους τήν μόνην πρακτικήν πολιτικήν, τήν ὁποίαν εἶχεν ἀκολουθήσει καί ὁ κύριος. […] Ναί μέν θά εὑρισκόμεθα σήμερον εἰς τό πλευρόν τῶν ἡττημένων, κρύβοντες τό πρόσωπόν μας ἀπό μετριφροσύνην. Ἀλλά, ἐπί τέλους, δέν θά ἤμεθα καί μόνοι μας. Θά εἴχαμεν παρέαν κοτζάμ Γερμανίαν, κοτζάμ Αὐστρίαν, κοτζάμ Τουρκίαν, κοτζάμ Βουλγαρίαν. Μικρόν σᾶς φαίνεται; Ναί μέν θά ἐκουτσουρευόμεθα ὁπωσδήποτε. Ἐπί τέλους ὅμως ἕνα σπίτι, ὅσον μικρότερον εἶνε, τόσον εἶνε πλέον νοικοκυρεμένο. Ψέμματα; Πῶς ἐπεράσαμεν τόσον καιρόν καλά καί περίκαλα εἰς τά παλαιά μας σύνορα; Θά πῆτε ὅτι δέν θά ἐμπαίναμε στήν Πόλη. Θά ἔμπαιναν ὅμως μιά φορά τά ἐγγόνια μας! Ὁπωσδήποτε, θά εἴχαμεν σήμερον τήν ἡσυχίαν μας. Ἐνῷ τώρα ἐβάλαμεν μπελλάδες στό κεφάλι μας. Ἐκαταλάβατε; Ἐν κοντολογίᾳ, ὁ κύριος μᾶς ζητεῖ τά ρέστα. Τί λέτε; Ἐγώ τοὐλάχιστον προτείνω νά τοῦ τά δώσωμεν καί νά ἡσυχάσωμεν.
ΠΑΥΛΟΣ ΝΙΡΒΑΝΑΣ