Ο ΤΣΙΠΡΑΣ κινήθηκε στά γνωστά ὑψηλά του στάνταρντ κατά τήν τελευταία κοινοβουλευτική ἀντιπαράθεση μέ τόν Κυριάκο Μητσοτάκη: ἄνεση στό λόγο, τακτικισμός σέ πρωτολογία- δευτερολογία, λαϊκισμός καί κορῶνες στήν καταγγελία.
Ὡστόσο, γιά πρώτη φορά ἀπό τόν καιρό πού παρακολουθῶ τίς ἀναμετρήσεις τῶν δύο μονομάχων στό βῆμα τῆς Βουλῆς, ὁ Πρωθυπουργός διέπραξε ἕνα κρίσιμο λάθος τακτικῆς, τό ὁποῖο προδίδει ἀνασφάλεια: ζήτησε τήν διεξαγωγή πρόωρου ντιμπέιτ μέ τόν ἀρχηγό τῆς ἀξιωματικῆς Ἀντιπολίτευσης ἐπί ὅλων τῶν θεμάτων. Οὔτε αὔριο οὔτε μεθαύριο. Τώρα. Ἡ πολιτική μας ἱστορία ὅμως διδάσκει πώς τά ντιμπέιτ τά ζητοῦν μετ’ ἐπιτάσεως αὐτοί πού χάνουν. Ὄχι αὐτοί πού κερδίζουν. Ἤ ἐν πάση περιπτώσει ὅσοι μπαίνουν στήν τελική εὐθεῖα τῶν ἐκλογῶν δεύτεροι καί ἄγχονται νά μειώσουν τό εὖρος τῆς διαφορᾶς πού τούς χωρίζει ἀπό τόν προπορευόμενο.
Ὁ πρῶτος πού ἐπέμεινε γιά τήν διεξαγωγή ντιμπέιτ γιά νά κερδίσει πόντους ἀπό τόν ἀντίπαλό του ἦταν ὁ Κωνσταντῖνος Μητσοτάκης. Μέ ἐξαίρεση μία κοινή ἐμφάνιση τῶν πολιτικῶν ἀρχηγῶν στό Παντεῖο τό 1990, ὁ Παπανδρέου δέν ἔκανε ποτέ τό χατήρι νά σταθεῖ ἀπέναντι στόν Μητσοτάκη –ὁ ὁποῖος ζοῦσε γιά τήν στιγμή, «ἀποστασία» ἦταν αὐτή, κάποτε ἔπρεπε νά τά ποῦν. Στοίχισε τόσο στόν ἐπίτιμο Πρόεδρο τῆς ΝΔ ἡ ἄρνηση τοῦ μεγάλου του ἀντιπάλου νά διασταυρώσει τά ξίφη μαζί του, ὥστε στίς ἐκλογές τοῦ 1993 «ἔφτιαξε» σπότ μέ τό ὁποῖο κατήγγειλε τήν ἀπουσία τοῦ Ἀνδρέα Παπανδρέου ἀπό τήν τηλεόραση προβάλλοντας μιά κενή πολυθρόνα.
Ντιμπέιτ ζητοῦσε καί ὁ Μιλτιάδης Ἔβερτ ἀπό τόν Σημίτη στίς ἐκλογές τοῦ 1996, πιστεύοντας πώς θά τόν συνέτριβε. Τά κατάφερε, ἦταν τό πρῶτο.Ἦταν ὅμως τέτοια ἡ σύνθεση τοῦ πάνελ τῶν δημοσιογράφων πού ἔκαναν τίς ἐρωτήσεις, ὥστε ἦταν ἀδύνατο νά νικήσει ὁ Ἔβερτ. Ὅλοι ξέρουμε γιατί: τό συγκρότημα πού τόν ἀνακήρυξε «ἐν ἀναμονῆ» πρωθυπουργό ἦταν καί ἐκεῖνο πού τοῦ «τράβηξε» τό χαλί κάτω ἀπό τά πόδια.
Γιά νά ἐπιστρέψουμε λοιπόν στόν Ἀλέξη. Προσωπικά, διάβασα τό αἴτημά του γιά τήν διεξαγωγή ντιμπέιτ ὡς ἕνα ἀπεγνωσμένο μήνυμα SOS: «Δέν ἔχω χρόνο. Πρέπει νά κερδίσω πάση θυσία τόν Μητσοτάκη σέ ἐθνικό δίκτυο γιά νά μειώσω τήν διαφορά».
Ὁ κ. Τσίπρας κάνει ὅμως ἕνα διπλό λάθος.
Πρῶτον ὑπερεκτιμᾶ τίς δυνατότητές του ἔναντι τοῦ Κυριάκου Μητσοτάκη. Θεωρεῖ πώς ἡ πεῖρα καί ἡ ἄνεση πού ἔχει ἀποκτήσει συμμετέχοντας ὡς ἐπικεφαλῆς σχημάτων σέ δέκα ἀναμετρήσεις ἕως τώρα (δημοτικές 2006, εὐρωεκλογές 2009, ἐθνικές 2009, περιφερειακές 2010, ἐθνικές 2012 [x2], εὐρωεκλογές 2014, ἐθνικές 2015 [x2], δημοψήφισμα) τόν καθιστοῦν φαβορί ἔναντι τοῦ «παρθένου» Κυριάκου Μητσοτάκη. Κάνει λάθος. Δέν πάει ἔτσι. Γι’ αὐτό καί ὁ Μητσοτάκης πού ἐδῶ καί καιρό προπονεῖται ἐντατικά γιά νά καλύψει τίς ἀδυναμίες του σήκωσε ἀμέσως τό γάντι.
Ὁ δεύτερος λανθασμένος ὑπολογισμός πού κάνει ὁ Πρωθυπουργός εἶναι πώς τά ντιμπέιτ ἀνατρέπουν ρεύματα καί πρωτοπορίες. Δέν ἰσχύει αὐτό. Δέν εἴμαστε στήν ἐποχή τοῦ μπαλκονιοῦ. Ὁ κ. Τσίπρας νικᾶ στά λόγια τέσσερα χρόνια τώρα καί χάνει στούς ἀριθμούς. Μόνο ἕνα συντριπτικό κτύπημα στόν ἀντίπαλό του θά μποροῦσε νά ἐπιφέρει μείζονες ἀλλαγές στούς πολιτικούς συσχετισμούς. Ἀλλά αὐτό δέν συμβαίνει οὔτε στήν Βουλή ἐσχάτως –συνέβαινε τά ἔτη 2016-2017– γιατί ὁ Κυριάκος ἀσχολήθηκε συστηματικά μέ τίς ἀδυναμίες του καί βελτίωσε κατά πολύ τήν κοινοβουλευτική του παρουσία. Δέν εἶναι βεβαίως ὁ ἑτοιμόλογος ρήτωρ Κωνσταντῖνος Μητσοτάκης –καί ποιός ἄλλος εἶναι, μεταξύ μας– ἀλλά δέν εἶναι καί ὁ Κυριάκος τῶν πρώτων ἀντιπαραθέσεων.
Κατά συνέπεια, τό πιθανότερο πού μπορεῖ νά ἐπιτύχει ἕνας πρωθυπουργός πού ἀποφασίζει νά τοποθετήσει δίπλα του ἕναν ἀρχηγό ἀξιωματικῆς ἀντιπολίτευσης στό πλαίσιο ἑνός ντιμπέιτ, εἶναι νά δώσει τήν εὐκαιρία στό ἐκλογικό σῶμα νά φανταστεῖ τόν ἀντίπαλό του «πρωθυπουργό». Ἔχει τάσεις αὐτοχειρίας ὁ κ. Τσίπρας. Ἀναμφισβήτητα.