Τί εἶναι δηλαδή ἡ Πρωτοχρονιά; Μία ἡμέρα σάν ὅλες τίς ἄλλες, μιά Τρίτη, ὅπως χθές. Αὐτά, κατά τό ἡμερολόγιο.
Διότι στόν ψυχισμό μας ἡ Πρωτοχρονιά εἶναι ἡ ἡμέρα-ὁρόσημο ὁλόκληρου τοῦ χρόνου, ἡ ἡμέρα-πυξίδα, ἡ ἡμέρα-ὁδηγός…
«Καί γιατί νά μήν εἶναι μιά ἄλλη ἡμέρα ἡ ἡμέρα-ὁρόσημο;» θά μοῦ πεῖτε, καί ἴσως νά ἔχετε δίκιο.
Καθ’ ὅτι μπορεῖ γιά ἕναν ἄνθρωπο ἡμέρα-ὁρόσημο νά εἶναι ὁ γάμος του, ἡ γέννηση τοῦ πρώτου παιδιοῦ του, ὁ πρῶτος του μισθός, ἡ πρώτη του ἀγάπη, ἡ πρώτη του προαγωγή, τό πρῶτο του διαζύγιο!
Ἔλα, ὅμως, πού οἱ «Πρωτοχρονιές» μένουν στήν μνήμη! Καθόμουν, λοιπόν, κι ἔβλεπα μιά ταινία στήν τηλεόραση τήν παραμονή, καί ὅταν μοῦ φώναξε ἡ γυναίκα μου ὅτι «ἡ ὥρα εἶναι δέκα καί μισή», κατάλαβα ὅτι μέ εἶχε παγιδεύσει τό «σημαδιακό» τῆς ἡμέρας, μέ εἶχε τυλίξει στήν πάχνη της ἡ Πρωτοχρονιά, καί θυμόμουν…
Ἦταν κρεμασμένο ἕνα πέταλο στό δεντράκι μας, ἕνα δεντράκι ψεύτικο, μετρίου ἀναστήματος, τυλιγμένο μέ ψεύτικη «πάχνη», χωρίς φωτάκια (οἱ «μαργαρίτες» ἦρθαν ἀργότερα στήν ζωή μας). Καί στό πέταλο ἕνας ἀριθμός: «1956»…
Τό θυμᾶμαι καθαρά, σάν νά εἶναι τώρα. Τόν πατέρα μας νά ἑτοιμάζει τό φαγητό, τή μάνα μας νά μᾶς ντύνει «μέ τά καλά μας» καί λίγο πρίν τίς ἕντεκα, νά μαζευόμαστε γύρω ἀπό τό τραπέζι, στό σαλόνι. Ἕνα τραπέζι βαρύ, μέ τό ἴδιο βαρειές καρέκλες. Καί ἔστρωνε ἡ μάνα μας μιά πράσινη τσόχα καί ἄρχιζε τό παιγνίδι. «Πάρτα ὅλα»! Μέ τό κλασικό «σβουράκι» καί μέ φασόλια γιά «μάρκες», τά ὁποῖα στό τέλος «ἐξαργύρωνε» ἡ «μπάνκα», πού ἦταν φυσικά ὁ μπαμπᾶς!
Καί γύριζε τό σβουράκι, κι ὁ ἀδελφός μας ὁ μεγάλος, πού ἤξερε «κόλπα», τό πετοῦσε ἀνάποδα, μέ τήν μύτη, κι ἐκεῖνο γύριζε καί στό τέλος, τρεκλίζοντας, ξάπλωνε γιά νά μᾶς δώσει τό σύνθημα: «Βάλτε ὅλοι»! Καί γέμιζε τό πιατάκι στό κέντρο ἀπό φασόλια-μάρκες καί γύριζε τό σβουράκι, μέχρι νά ἀκουστεῖ στό ραδιόφωνο ἡ φωνή τοῦ ἐκφωνητῆ: «Τρία-δύο-ἕνα: Εὐτυχισμένο το 1956!». Κι ἔτρεχε ὁ πατέρας νά κατεβάσει τόν «γενικό», σέ ἕνα τεράστιο «ταμπλώ» γιά νά σβήσουν τά φῶτα καί νά μπεῖ –μέ καινούριο φῶς– ὁ νέος ἐνιαυτός.
Καί καθόταν ἡ ἀδελφή μας στό πιάνο κι ἔπαιζε τό «πάει ὁ παλιός ὁ χρόνος» κι ἐμεῖς, σάν τήν χορωδία στήν «Οἰκογένεια Τράπ», τραγουδούσαμε «Καλή Χρονιά-Χαρούμενη χρυσή Πρωτοχρονιά».
Κι ὕστερα στό τραπέζι, μέ τήν καυτή σούπα καί τό κρέας χωριστά, βρασμένο καλά, μέ σέλινα, καρότα καί κολοκυθάκια ὁλόφρεσκα, ἀπό τόν «Τυροκόμο». Παράξενο, ἀλλά ὁ μανάβης τῆς γειτονιᾶς μας εἶχε τό ἐπώνυμο «Τυροκόμος»!
Καί τό πρωί περνούσαμε ἕνας-ἕνας μπροστά ἀπό τόν πατέρα, πού, φορώντας ἐκείνη τήν καρό ρόμπ-ντέ-σάμπρ, μᾶς ἔδινε τόν «μποναμά». Κατοστάρικο ἡ μάνα (πού κέρδιζε πολλά περισσότερα ἀπό τόν ἰατρό πατέρα μας ὡς ἰδιοκτήτρια σχολείου), πενηντάρικο ἡ ἀδελφή, σαράντα ὁ πρῶτος, τριάντα ὁ δεύτερος, εἴκοσι ὁ τρίτος, δέκα ἐγώ καί τάληρο ὁ μικρός, ἀφοῦ τοῦ φιλούσαμε τό χέρι!
«Δέκα καί μισή, σέ λίγο θά φᾶμε, ξεχάστηκες!» ἀκούστηκε ἡ φωνή. Δέν ξεχάστηκα. Τούς θυμήθηκα!