Ἀπό τό ἀρχεῖο τῆς «Ἑστίας», 25 Σεπτεμβρίου 1918
Τήν στιγμήν ποῦ ὁ θρῆνος τῆς Βουλγαροπατημένης καί Τουρκοπατημένης Φυλῆς, θρῆνος πόνου, μαρτυρίου καί θανάτου, ἀνεβαίνει ἀπό ὅλα τά σημεῖα εἰς τόν Οὐρανόν καί γυρεύει ἐκδίκησιν καί σωτηρίαν, ἔχω νά διηγηθῶ μίαν ὑπερόχως κατανυκτικήν σκηνήν, ἡ ὁποία ἐξετυλίχθη ὀλίγα βήματα μακράν τῶν Ἀθηνῶν καί τῆς ὁποίας αὐτόπτης ὑπῆρξε γνωστή μου κυρία, παραθερίζουσα εἰς τήν Κηφισιάν.
Παρά τό Στροφύλι λοιπόν ὑπάρχει μικρός συνοικισμός Μικρασιατῶν προσφύγων, ὀλίγων ἀπό τούς πολλούς ποῦ, ἀνέστιοι, κυνηγημένοι, σκορπισμένοι, πενθοῦντες ὑψηλοί καί τραγικοί ἀλῆται τοῦ μεγάλου καί ἀφαντάστου διωγμοῦ, συνέρρευσαν ἐκ περάτων τῆς ἀλυτρώτου Ἑλληνικῆς Γῆς, ζητοῦντες ἄσυλον καί παρηγορίαν, εἰς τήν ἐλευθέραν αὐτήν γωνίαν. Καί τά μάτια τῆς ψυχῆς των εἶνε γυρισμένα πάντοτε, γυρισμένα ἐντατικῶς πρός ὅ,τι ἀφῆκαν ὀπίσω τους καί πρός ὅ,τι δέν γνωρίζουν ἄν θά τό ξαναβροῦν καί πῶς θά τό ξαναβροῦν καί πότε. Μέσα εἰς αὐτό τό πένθος λοιπόν καί μέσα εἰς αὐτόν τόν σπαραγμόν ἔπεσε πρό ἡμερῶν μέ τούς ἤχους τῶν ἀναστασίμων κωδωνοκρουσιῶν, ἡ εἴδησις περί καταλήψεως τῆς Σμύρνης. Ἀλλ’ ἄς ἀφήσω τήν κυρίαν, ποῦ ἔγεινεν αὐτόπτης τοῦ ὑπερόχου καί ὑπερευγενικοῦ ὁράματος, νά μᾶς διηγηθῇ ὅ,τι εἶδαν τά μάτια της, γεμᾶτα ἀπό ἀσυγκράτητα δάκρυα:
– Γέροι, γυναικοῦλες καί παιδιά –οἱ ἄνδρες ἔλειπαν τήν στιγμήν αὐτήν, ἤ εἶχαν λείψῃ διά παντός– ἐμαζεύθηκαν ἔξω ἀπό τά σπιτάκια τους, τριγυρίζοντας κἄποιον, ποῦ εἶχε φθάσει λαχανιασμένος νά φέρῃ τό μεγάλο νέο. Ὁ ξένος, ποῦ εἶχε κἄτι τι ἀπό τόν ἄγγελον τῆς ἀρχαίας τραγωδίας μέσα στό χορό τῶν γερόντων καί τῶν γυναικῶν, ἤτανε σύντομος: «Ἡ Σμύρνη ἐλευθερώθηκε!…». Καμμία φωνή, καμμία ἐρώτησις, κανένα σχόλιο δέν ὑπεδέχθηκε τά λόγια του. Σιωπή νεκρική. Ἕνα κλάμα μόνο, ἕνα κλάμα βουβό, ἀστείρευτο. Γέροι, γυναῖκες, παιδιά, ἀκίνητοι στή θέσι ποῦ εἶχε βρεθῇ ὁ καθένας τους, ἔκλαιγαν, ἔκλαιγαν, ἔκλαιγαν. Ἔπειτα, ἀφοῦ ἐχύθηκαν ὅλα τά δάκρυα, χωρίς κανένας νά μιλήσῃ πάλι, ἐτράβηξαν ὅλοι σκυφτοί, σάν σέ λιτανεία, πρός τά σπίτια τους. Ποῦ ἐπήγαιναν; Οὔτε οἱ ἴδιοι δέν ἤξεραν. Τό ἤξερε ὅμως ἡ ψυχή τους. Σέ λίγο τρεμόσβυστες φωτιές λαμπάδων καί καντηλιῶν ἐχάραξαν ἀπό τά ἀνοιχτά, χαμηλά παράθυρα. Καί σέ λίγο πάλι μιά μυρωδιά λιβανιοῦ σκορπίσθηκε καί γέμισε τόν ἀέρα τῆς ἐξοχῆς. Καί γιά ὥρα πολλή δέν ἤτανε ἄλλη εὐωδία μέσα στά πυκνά πεῦκα ἀπ’ τήν εὐωδία τοῦ θυμιάματος. Τό δάσος ἔμοιαζε μέ ἱερό ἐρημοκκλησιοῦ, ποῦ μιά μεγάλη χαρά εἶχ’ ἐρθῇ νά τό λειτουργήσῃ.
«Ὅταν ἐσούρπωσε, δύο μαυροφορεμένες γρῃοῦλες, ζαρωμένες στά σκαλοπάτια τοῦ σπιτιοῦ τους, μιλούσανε ἀκόμη γιά τή μεγάλη χαρά. Ἄκουσα τότε τή μία νά λέῃ στήν ἄλλη:
«– Καί τί θά βροῦμε, ἀδερφοῦλά μου, καί τί θά βροῦμε σά γυρίσουμε; Ἀλλοίμονο!»
Καί ἡ ἄλλη τῆς εἶπε:
«– Καί τίποτε νά μή βροῦμε, ἀδερφοῦλα μου, θά βροῦμε τό χῶμα τῆς πατρίδας μας. Αὐτό δέ θά μᾶς τό πάρουνε οἱ Τοῦρκοι. Θά βροῦμε τό χῶμα, ἀδελφοῦλα μου, κι’ ἐκείνους ποῦ σκεπάζει…»
Ὁρκίζομαι ὅτι δέν ὑπάρχει ἴχνος «φιλολογίας» εἰς ὅλα αὐτά ποῦ διηγήθηκα. Τά ξαναεῖπα, ὅπως μοῦ τά εἶπεν ἡ εὐγενική κυρία, ποῦ τά εἶδε, γιά νά μήν τά λησμονήσῃ ποτέ. Θά ἤμουν ἱερόσυλος, ἄν ἐδοκίμαζα νά προσθέσω καί μίαν λέξιν εἰς τήν ὡραιότητα αὐτήν.
ΠΑΥΛΟΣ ΝΙΡΒΑΝΑΣ