Ἀπό τό ἀρχεῖο τῆς «Ἑστίας», 14 Ἰουνίου 1919
Ἔλαβα πρό ἡμερῶν μίαν γυναικείαν ἐπιστολήν, Γαλλιστί γραμμένην, ὄχι ἀπολύτως Γαλλικήν, φέρουσαν τήν ὑπογραφήν Ἄννα Μ. Μ. καί ἀπευθύνουσαν πρός τόν ὑποφαινόμενον διάφορα ἐρωτήματα, ἀπαιτοῦντα ἀπάντησιν. Ἡ ἐπιστολογράφος μέ πληροφορεῖ σχετικῶς, διά νά μήν τό πάρω ἐπάνω μου, φαίνεται ὅτι, ἄν περιμένῃ κἄποιαν ἀπάντησιν, τήν περιμένει ἐξ ἁπλῆς περιεργείας.
Ὀφείλω νά πληροφορήσω τούς ἀναγνώστας μου ὅτι ἡ περιέργεια, Γαλλιστί κυριοζιτέ, παίζει ἕνα σπουδαιότατον καί ὀλίγον ἀμφίβολον ρόλον εἰς τήν σύγχρονον ψυχολογίαν τῶν γυναικῶν. Ὅ,τι ἐγίνετο π.χ. ἄλλοτε διά λόγους, οἱ ὁποῖοι ἔφεραν διαφορετικά καί κἄπως βάναυσα ὀνόματα, γίνονται σήμερον ἀπό «περιέργειαν». Ἐννοεῖτε δέ ποίαν σημασίαν ἔχει εἰς τήν ἐκτίμησιν τῶν πραγμάτων ὁ αἰσθητισμός τῶν λέξεων. Ἕνας ἔνοχος ἔρως, ἔξαφνα, ὅταν γίνεται πάρ κυριοζιτέ, παύει πλέον νά εἶνε ἁμάρτημα. Εἶνε καλλιτεχνία! Καί οὕτω καθεξῆς. Ὀφείλομεν ἑπομένως νά σεβώμεθα καί νά ἱκανοποιοῦμεν τάς «περιεργείας» τῶν ὡραίων γυναικῶν. Καί αὐτό ἀκριβῶς κάμνω κ’ ἐγώ σήμερον.
Αἱ ἐρωτήσεις, ποῦ μοῦ ἀπευθύνονται, ρηταί καί ἠριθμημέναι, ἀποτελοῦν, ὅπως θά κρίνῃ ὁ ἀναγνώστης, ἰσαρίθμους διαμαρτυρίας ἐναντίον ὡρισμένων δογμάτων, τά ὁποῖα ὑποτίθεται, ὅτι ὑπεστήριξα εἰς προηγούμενον χρονογράφημα, ἐνῷ πράγματι δέν ὑπεστήριξα ποτέ παρόμοια πράγματα οὔτε εἰς τόν ὕπνον μου. Ἀλλά δικαίωμα τοῦ ἀναγνώστου εἶνε νά παρεξηγῇ, καί κανείς δέν ἠμπορεῖ νά τόν ἐμποδίσῃ ἀπό τήν διασκέδασίν του αὐτήν. Τό πρᾶγμα, ἄλλως τε, εἶνε ἐξαιρετικῶς εὐνοϊκόν δι’ ἕνα συγγραφέα. Ἐάν ὅλοι του οἱ ἀναγνῶσται ἐννοῦσαν τά ἴδια πράγματα ἀπό μίαν του σελίδα, ἡ σελίς αὐτή θά ἐκαταντοῦσεν ὑπερβολικά πτωχή. Ἡ παρεξήγησις, εἶνε ἐπί τέλους, καί αὐτή ἕνας τρόπος ἀναγνώσεως. Καί πολύ συχνά ἡ δόξα ἑνός συγγραφέως ὀφείλεται περισσότερον εἰς ὅσα τοῦ παρεξήγησαν οἱ ἀναγνῶσταί του, παρά εἰς ὅσα τοῦ ἐξήγησαν. Καί ἡ δημοτικότης του ἐπίσης. Ὁ πλοῦτος ἑπομένως μιᾶς φιλολογίας εἶνε κατ’ εὐθεῖαν ἀνάλογος πρός τό ποσόν τῶν παρεξηγήσεων, τῶν ὁποίων εἶνε αὕτη δεκτική, πρᾶγμα πιστοποιηθέν κατ’ ἐξοχήν εἰς τήν Ἑλλάδα ἐν σχέσει πρός τάς ὑπερβορείους φιλολογίας.
Ἀλλά μέ τήν παρέκβασιν αὐτήν ἐκάμαμεν πολύ νά περιμένῃ τήν περιέργειαν τῆς ἐπιστολογράφου, ὑπάρχει δέ φόβος νά ὑποτεθῇ ὅτι γίνεται προσπάθεια παρακάμψεως τοῦ ζητήματος. Ἀλλά δέν πρόκειται περί τοιούτου τινός. Σπεύδω νά φθάσω εἰς τάς ἐρωτήσεις, αἱ ὁποῖαι, κατά τήν τάξιν καί τήν ἀρίθμησιν τοῦ κειμένου, εἶνε αἱ ἑξῆς:
1ον) Θά ἠθέλατε λοιπόν νά ἐβλέπατε τῇς γυναῖκες κακοντυμένες καί ἀδέξιες;
2ον) Διατί αἱ γυμνότητες τοῦ χοροῦ δέν σᾶς σκανδαλίζουν;
3ον) Διατί σπαταλᾶτε τήν περιουσίαν σας καί τήν ὑγείαν σας (ἡ ἐρώτησις ἀπευθύνεται, ὑποθέτω, γενικῶς πρός τούς ἄνδρας) χάριν τοῦ ἡμικόσμου καί, ὅταν ἡ γυναίκα σας σᾶς ζητῇ μίαν τουαλέτταν, (ἡ ἐρώτησις ἐλπίζω ὅτι ἔχει καί πάλιν γενικόν χαρακτῆρα) τῆς δημιουργεῖτε (;) σκηνάς;
4ον) Αἱ σίκ γυναῖκες εἶνε κατ’ ἀνάγκην μαλονέτ; (Ἐδῶ προτιμῶ τήν Γαλλικήν λέξιν).
5ον) Καί ἄν αἱ γυναῖκες, ὅπως λέγετε (;) προσπαθοῦν νά γείνουν ὡραῖαι πρός χάριν σας, (;) διατί δυσαρεστεῖσθε καί χολοσκάνετε ὅταν τῇς βλέπετε καλοντυμένες;
Καί αἱ ἐρωτήσεις τελειώνουν.
Ἔχει τώρα κανείς τόν λόγον; Ἐγώ δέν τόν ἔχω, βεβαίως, διότι δέν εἶμαι ὑποχρεωμένος ν’ ἀπολογηθῶ διά πράγματα, τά ὁποῖα οὐδέποτε ὑπεστήριξα. Ἐπειδή ὅμως πιθανόν νά ὑπάρχουν οἱ ἐπιθυμοῦντες νά ἱκανοποιήσουν τήν «περιέργειαν» τῆς Κυρίας Ἄννας, προσκαλῶ τούς βουλομένους ν’ ἀγορεύσουν. Καί, ὅπως ὁ κῆρυξ τῶν ἀρχαίων Βουλῶν, φωνάζω πρός τά πλήθη τῶν ἀνδρῶν Ἀθηναίων:
«Τίς ἀγορεύειν βούλεται τῶν ὑπέρ τά πεντήκοντα ἔτη γεγονότων;»
ΠΑΥΛΟΣ ΝΙΡΒΑΝΑΣ