Ἀπό τό ἀρχεῖο τῆς «Ἑστίας», 16 Δεκεμβρίου 1918
Εἰς μίαν ἐξοχικήν συνοικίαν τῶν Ἀθηνῶν, ποῦ εἶναι καί ἀκραῖος τροχιοδρομικός σταθμός, μέ ἀπεβίβασε τό τράμ χθές τό ἀπόγευμα, κατόπιν μακροῦ καί μαρτυρικοῦ ταξειδίου. Ἐν ἀναμονῇ δέ τοῦ προσώπου, τό ὁποῖον ἐπερίμενα νά συναντήσω, ἐκάθησα εἰς τό καφενεδάκι τῆς μικρᾶς πλατείας, ἐνώπιον τῆς ὁποίας ἐξετείνετο ἐλεύθερος ὁ κάμπος, σκεπασμένος ἀπό τήν νέαν χλόην.
Ἐν ᾧ ἐχάζευα τοιουτοτρόπως, πλέων εἰς ὠκεανόν θείας ἀποβλακώσεως, παρετήρησα ἔξαφνα, ὀλίγον μακρύτερά μου, φυτευμένην καταμεσῆς σχεδόν τοῦ κάμπου, μίαν καρέκλαν. Ἐπί τῆς καρέκλας ἕνα γηραλέον κύριον μέ τό μέτωπο πρός τό ἄπειρον. Ὀλίγον παραπέρα ἀπό τήν καρέκλαν καί τόν γηραλέον ἕνα καλοθρεμμένον γάλλον, φουσκόνοντα καί ξεφουσκώνοντα καί κορφολογοῦντα ἡδονικώτατα ἐν τῷ μεταξύ τήν τρυφεράν χλόην. Ὁ Θεός τῶν μελαγχολικῶν Εἰδυλλίων ἐπλανᾶτο ἐπάνω ἀπό τήν ὑποβλητικήν σκηνήν.
Ἔξαφνα ὁ γηραλέος ἐσηκώθη μέ κόπον ἀπό τό κάθισμά του, ἐπροχώρησε μέ καταφανῆ τρυφερότητα πρός τό εὐτυχισμένον πτερωτόν, ἐκίνησε ἀπό πάνω του τό ἐλαφρόν μπαστουνάκι, ποῦ ἐκρατοῦσε, καί ἔτσι, ἄπτερον καί πτερωτόν μαζῆ, ἐπροχώρησεν ὀλίγα βήματα, μέ τελείαν συνεννόησιν μεταξύ των, ἐκοντοστάθηκαν, ἐπροχώρησαν πάλιν καί οὕτω καθεξῆς. Προφανῶς, εἰς τό εἰδύλλιον αὐτό, ὁ γηραλέος ἔπαιζε τόν ρόλον τοῦ βοσκοῦ, ὁ ὁποῖος εἶχε γηράσει ἐν τῷ μεταξύ, ἀπό τήν ἐποχήν τοῦ Θεοκρίτου, ἐπάνω εἰς τόν ἴδιον κάμπον.
– Αὐτό γίνεται καθημερνίς τοῦ Θεοῦ! μοῦ εἶπεν ἕνας ἄνθρωπος τοῦ λαοῦ, βυζαίνων τόν ναργιλέν του εἰς τό γειτονικόν τραπέζι. Ὁ γέρος κάθε πρωί, μέ τό μπαστουνάκι στό χέρι, βγάζει τόν γάλλο του καί τόν βοσκάει ἐδῶ στό χωράφι. Καθώς βλέπεις, φέρνει μαζῆ του καί τή καρέκλα του νά ξεκουράζεται.
– Κάθεται ἐδῶ κοντά; ἐρώτησα τόν πρόθυμον πληροφορητήν.
– Νά! Σ’ἐκεῖνο ἐκεῖ το σπιτάκι, ποῦ βλέπεις. Αὐτός κι’ ἡ γρῇά του. Δέν ἔχουνε οὔτε παιδιά οὔτε σκυλιά. Αὐτό τό ζωντανό ἔχουνε μονάχα στόν κόσμο καί τό λατρεύουνε σάν παιδί τους. Ἀγάπη, βλέπεις, σοῦ λέει ὁ ἄλλος. Ὅταν εἶνε καλωσύνη, σάν καλή ὥρα σήμερα, ὁ γέρος καί τό γαλλί δέν ἀπολείπουνε ἀπ’ ἐδῶ. Ἔρχονται τό πρωί, φεύγουνε τό μεσημέρι, ξανάρχονται τό ἀπομεσήμερο καί ξαναφεύγουνε τό βράδυ.
– Ἡ γερόντισσα δέν ἔρχεται; ἐρώτησα.
– Πῶς; Ἔρχεται κι’ αὐτή κατά τό βραδάκι. Ὅταν τῆς φανῇ πῶς ἄργησε ὁ γέρος, ἔρχεται νά τόν ξεκουνήσῃ. Τῇς προάλλες τόν ἀποπῆρε μάλιστα: «Τί ὥρα εἶν’ αὐτή; Δέ βλέπεις, τοῦ φωνάζει, ποῦ ἔπεσε τό ἁγιάζι τῆς νύχτας; Θέλεις νά μᾶς κρυώσῃ πάλι τό πουλί, νά πάθῃ εὐκοιλιότητα;» Καί τούς πῆρε βιαστικά καί γυρίσανε σπίτι. Αὐτά ποῦ σοῦ λέω, κύριε, εἶνε ταχτικά πειά. Δέν ρωτᾷς ὅποιον θέλεις; Ἡ κουβέντα τῆς γειτονιᾶς εἶνε. Ἀγάπη, σοῦ λέει ὁ ἄλλος. Γέροι, βλέπεις, κι’ ἔρημοι, τί νά σοῦ κάνουν; Ὅλη τους τήν ἀγάπη σ’ αὐτό τό πουλί τή ρίξανε.
Καί ὁ παριστάμενος καφετζῆς ἐπεβεβαίωσε τά λεχθέντα.
– Σωστά σοῦ τά λέει, ἀφέντη, ὁ μαστρο-Γιώργης. Ἄν ἔχῃς περιέργεια, νά κάτσῃς καί μονάχος σου νά κάνῃς χάζι. Ὅπου νἆνε θ’ ἀρθῇ κ’ ἡ γερόντισσα. Ἔφτασε…
Δέν εἶχα βέβαια τήν ὑπομονήν νά περιμένω τήν συνέχειαν. Ἐσηκώθηκα νά φύγω.
– Γιά τά Χριστούγεννα θά τόν ἑτοιμάζουν βέβαια! εἶπα.
Οἱ δύο ἄνθρωποι μέ διέκοψαν μ’ ἕνα στόμα:
– Τί λές, ἀφεντικό; Νά τόν σφάξουνε; Θεός φυλάξοι! Αὐτοί τόν ἔχουνε σάν παιδί τους. Σφάζει κανένας τό παιδί του; Τί λές;
Ὅταν εἶχα ἀπομακρυνθῇ ὀλίγα βήματα ἄκουσα ἐν τούτοις μεταξύ τῶν δύο ἀνθρώπων ἕνα βιαστικόν διάλογον, ὁ ὁποῖος μέ ἐνέβαλεν, ὁμολογῶ, εἰς σοβαράς ἀνησυχίας καί θλιβεράς προαισθήσεις.
– Τί λές, μαστρο-Γιώργη; Ψητός στό φοῦρνο μέ τῇς πατάτες δέν θά ἤτανε κι’ ἄσχημος! Ἡμέρες ποῦ μᾶς ἔρχονται…
– Ἄσχημος, λέει; Μπουκιά καί συχώριο, παιδί μου! Μόνο κρύβε λόγια, κουμπάρε.
Ἐπροχώρησα μελαγχολικός. Ὁ γηραλέος μέ τό πτηνόν του ἦσαν ἀκόμη εἰς τήν θέσιν τους. Ἀλλά ὁ Θεός τῶν Εἰδυλλίων δέν ἐπλανᾶτο πλέον ἐπάνωθέν τους. Ἡ Τραγῳδία ἔπλεκε τριγύρω τους τό ἀόρατον δίχτυ της. Ὡρισμένως τό γεροντικόν ζεῦγος θά θρηνήσῃ θρῆνον ἀπαρηγόρητον τήν ἡμέραν τῶν Χριστουγέννων. Ἡ Μοῖρα δέν ξεγράφει, ἀτυχῶς, ὅ,τι γράφει. Καί ὁ γηραλέος, σφίγγων τά τρέμοντα χέρια τῆς πιστῆς του συμβίας κατά τήν χαρμόσυνον ἡμέραν, θά ζητῇ τρόπον νά τήν παρηγορήσῃ.
– Τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἦτο, τέκνον μου. Τί νά κάμωμεν; Κύριος ἔδωκε, Κύριος ἀφείλετο.
Καί τά δάκρυά των θά ποτίζουν τήν νέαν χλόην, τήν ὁποίαν ἐκορφολογοῦσεν ἕως χθές ἡ τραγική των ἀγάπη, ἡ ὁποία θά ξεροκοκκινίζῃ τήν στιγμήν αὐτήν εἰς τόν φοῦρνον.
ΠΑΥΛΟΣ ΝΙΡΒΑΝΑΣ