Ἀπό τό ἀρχεῖο τῆς «Ἑστίας», 17 Ἰανουαρίου 1924
Τό καλλίτερον, ὡρισμένως, θέατρον εἰς τάς Ἀθήνας εἶνε τό θέατρον τῆς πραγματικότητος. Ἄν ὑπάρχῃ κανείς, ποῦ ἀμφιβάλλει, ἄς λάβῃ μίαν μικράν ἰδέαν ἀπό τήν περίληψιν ἑνός ἀπό τά τελευταῖα ἔργα, ποῦ ἀνεβιβάσθησαν ἐπί τῆς σκηνῆς.
Πλούσιος κύριος ἀπό κάποιο χωριό τοῦ Βόλου εἶχε τηλεγραφήσει πρός κἄποιον συγγενῆ του ἐνταῦθα νά τοῦ ἐξασφαλίσῃ ἕνα δωμάτιον εἰς καλόν ξενοδοχεῖον, προκειμένου νά φθάσῃ δι’ ὀλίγας ἡμέρας εἰς τάς Ἀθήνας. Ὁ Ἀθηναῖος μεσάζων κατώρθωσε, πράγματι, νά εὕρῃ μέ πολλούς κόπους τό ζητούμενον δωμάτιον εἰς ἕνα ἀπό τά κεντρικώτερα ξενοδοχεῖα καί νά τηλεγραφήσῃ εἰς τόν συγγενῆ του, ὅτι τοῦ ἐκρατήθη τό δωμάτιον εἰς τό ξενοδοχεῖον, τοῦ ὁποίου τοῦ ἔδιδε καί τήν διεύθυνσιν. Καί προσέθετεν εἰς τό τηλεγράφημα: «Οἱανδήποτε ὥραν φθάσῃς, ζήτησε ἀπ’ εὐθείας δωμάτιον, κρατηθέν ὄνομά μου».
Ὁ Βολιώτης πλούσιος ἔφθασε μετ’ ὀλίγας ἡμέρας εἰς τάς Ἀθήνας καί, ἐπειδή ἡ ὥρα ἦτο προχωρημένη, μή θελήσας ν’ ἀνησυχήσῃ τόν συγγενῆ του, μετέβη κατ’ εὐθεῖαν εἰς τό ξενοδοχεῖον.
-Ὁ κ. Α. ἔχει κρατήσει γιά μένα ἕνα δωμάτιον στό ξενοδοχεῖον σας…, εἶπεν εἰς τόν θυρωρόν.
-Μάλιστα, κύριε! Εἶναι στήν διάθεσί σας. Ὁρίστε!
Παρέλαβε τάς ἀποσκευάς του καί τόν ὡδήγησεν εἰς τόν ἀσσανσέρ, τηλεφωνήσας ταυτοχρόνως εἰς τόν θαλαμηπόλον τοῦ τρίτου πατώματος νά τόν παραλάβῃ καί τόν ὁδηγήσῃ εἰς τό δωμάτιόν του.
Ὁ θυρωρός εἶχεν ὑποθέσει, ὅτι δέν ὑπῆρχεν ἀνάγκη νά ὑποδείξῃ εἰς τόν ξένον, ὅτι πρέπει νά πιέσῃ τό ἠλεκτρικόν κουμπί διά νά ξεκινήσῃ ὁ ἀσσανσέρ. Καί, ἀφοῦ τόν εἰσήγαγεν εἰς τό κινητόν καμαράκι, τοῦ ἔκλεισε τήν θύραν. Ὁ ἀγαθός ἐπαρχιώτης ὅμως δέν εἶχεν ἴδῃ ἀσσανσέρ οὔτε εἰς τό ὄνειρόν του. Καί, ὅπως ἦτο ἑπόμενον, ὑπέθεσεν, ὅτι αὐτό ἦτο τό δωμάτιον, ἀφοῦ τόν ἔκλεισαν μέσα. Τοῦ ἐφάνη, φυσικά, ὑπερβολικά στενόχωρον. Ἀλλά τί νά κάμῃ; Αὐτό ἦτο!
-Μά ποῦ διάβολο θά κοιμηθῶ ἐδῶ μέσα; Ἄρχισε νά μονολογῇ. Αὐτό τό καναπεδάκι δέ μέ χωράει οὔτε τόν μισόν. Τέλος πάντων, ὅπως βρήκαμε, θά περάσουμε!
Καί ἀφοῦ ἐπῆρε τήν ἀπόφασίν του, ἄρχισε νά γδύνεται, καθώς ἦτο κατάκοπος ἀπό τό ταξείδι, ἀποφασισμένος νά ρίξῃ ἐπάνω του τό παλτό του, ἀφοῦ εἰς τά ξενοδοχεῖα τῶν Ἀθηνῶν τά δωμάτια τοῦ ὕπνου προσφέρονται μέ μισό κρεββάτι καί αὐτό χωρίς σκεπάσματα. Ὁ ἄνθρωπος ὅμως ἐσυνήθιζε νά πίνῃ ἕνα ποτηράκι νερό πρίν πλαγιάσῃ. Ἔψαξε τριγύρω του μήπως ἀνακαλύψῃ τοὐλάχιστον κανένα μπουκαλάκι μέ νερό, ἀλλ’ οὔτε τέτοιο πρᾶγμα ὑπῆρχεν εἰς τό ἄθλιον αὐτό δωμάτιον. Καθώς ἔψαχνε, διέκρινεν, ἐπί τέλους, εἰς μίαν γωνίαν τόν ἠλεκτρικόν διακόπτην.
Καί, ὑποθέσας ὅτι ἦτο τό κουδούνι τῆς ὑπηρεσίας, τό ἐπίεσεν. Ἀντί ὅμως νά παρουσιασθῇ ὁ ὑπηρέτης, ἀνηρπάγη ὁ ἴδιος ἐν νεφέλαις, ὡς νά εἶχε σημάνει ἡ σάλπιγξ τῆς Δευτέρας Παρουσίας. Ὁ ἀσσανσέρ ἄρχισε νά ἀνεβαίνῃ καί δέν ἐσταμάτησε παρά εἰς τό τρίτον πάτωμα, ὅπου ἔντρομος ὁ ἀτυχής ἐπαρχιώτης ἔσπευσε νά πεταχθῇ ἔξω, ὅπως ἦτο καί εὑρίσκετο, δηλαδή μέ τά νυκτικά του.
Εἰς τόν διάδρομον μία διερχομένη κυρία βλέπουσα ἕναν ἄνδρα νά τρέχῃ ἀλλόφρων μέ τά νυκτικά του, ἔβαλε τῇς φωνές:
-Ἕνας τρελλός! Ἕνας τρελλός!…
Προσέτρεξαν οἱ ἄλλοι ἔνοικοι, προσέτρεξαν τά γκαρσόνια, προσέτρεξαν καί τά τετράποδα ἀκόμη τοῦ ξενοδοχείου.
-Ἕνας τρελλός! Ἕνας τρελλός!
Ὅταν, ἐπί τέλους, ὁ ἀτυχής ἐπαρχιώτης κατώρθωσε νά φθάσῃ εἰς τό δωμάτιόν του –διότι ἠμποροῦσε νά φθάσῃ καί εἰς τό φρενοκομεῖον– δέν ἐφαντάζετο βέβαια, ὅτι εἶχε πρωταγωνιστήσει εἰς τό καλλίτερον θέατρον τῶν Ἀθηνῶν, τό θέατρον τῆς πραγματικότητος.
ΠΑΥΛΟΣ ΝΙΡΒΑΝΑΣ