Ἀπό τό ἀρχεῖο τῆς «Ἑστίας», 22 Μαΐου 1918
Εὐτυχισμένοι ὅσοι δέν αἰσθάνθηκαν ποτέ τήν ἀνάγκην τοῦ χαρτιοῦ! Διότι καί τό εἶδος αὐτό, τό ὁποῖον ἐπωλεῖτο ἄλλοτε μέ τό στρέμμα καί ἐξετείνετο εἰς οἰκόπεδα, ἐπί τῶν ὁποίων κάθε Ἕλλην, προικισμένος μέ τά τρία γνωστά κακά, τήν φαντασίαν καί τήν καρδίαν, ἔκτιζε καί ἀπό ἕνα ναόν εἰς τάς Μούσας, ἔγεινε τώρα σπανιώτατον καί αὐτό, εἶδος πολυτελείας. Κανένας Ἕλλην συγγραφεύς δέν ἠμπορεῖ πλέον νά γράψῃ τούς «Ἄθλους τοῦ Ροκαμβόλ» καί τά «Μυστήρια τῶν Παρισίων», οὔτε νά πυργώσῃ δεκατρεῖς λυρικάς συλλογάς, ὅπως ὁ ἀείμνηστος Συνοδινός. Τό μόνον φιλολογικόν εἶδος ποῦ δύναται νά καλλιεργηθῇ ἀπό τώρα καί εἰς τό ἑξῆς εἰς τήν Ἑλλάδα εἶνε τό σονέτο, τό ὁποῖον ἐδόξασεν ὁ Ἐρεδιά καί ὁ Μαβίλης καί τό ὁποῖον ἠμπορεῖ, ὡς γνωστόν, νά χωρέσῃ εἰς τήν ὀπισθίαν ὄψιν ἑνός φύλλου τοῦ ἡμεροδείκτου μας.
Τά ἀποτελέσματα τῆς τρομερᾶς αὐτῆς χαρτίνης κρίσεως ἄρχισαν νά γίνωνται αἰσθητά εἰς τόν δημόσιον κυρίως καί τόν φιλολογικόν βίον τῶν Ἑλλήνων. Εἰς τάς ὑπηρεσίας τοῦ Κράτους κατηργήθη πλέον τό κλασικόν ἡμίκλαστον. Ἀνώτεροι γράφουν πρός κατωτέρους καί κατώτεροι πρός ἀνωτέρους «ἐφ’ ὁλοκλήρου τῆς ἐπιφανείας τοῦ χάρτου», εἰς βάρος τῆς ἱεραρχίας καί τοῦ «προσήκοντος σεβασμοῦ». Αἱ μεγαλοπρέπειαι τῶν τριῶν λευκῶν σελίδων τῆς κόλλας, ἀπέναντι ἑνός τετάρτου σελίδος, ἀποτελοῦντος τό ὅλον ἔγγραφον, ἀνήκουν καί αὐταί εἰς τό παρελθόν. Τά ἐπί κουρελοχάρτων σημειώματα, τά ὁποῖα δέν θά ἀνείχετο ἄλλοτε οὔτε ἡ ἀξιοπρέπεια τοῦ μπακάλη τῆς συνοικίας, εἰσήχθησαν εἰς τήν ἐπίσημον ἀλληλογραφίαν τοῦ Κράτους. Τό χαρτόσημον, μέ τά περισσεύοντα φύλλα τοῦ ὁποίου ὁ γραφεύς τοῦ εἰρηνοδικείου ἔκαμνε τό δρᾶμά του καί τό μυθιστόρημά του, ἀντικαθίστανται καί αὐτά μέ ἕνα μικροσκοπικόν κινητόν ἔνσημον. Τό χαρτί τοῦ συμβολαίου μένει εἰς βάρος τῶν συναλλασσομένων. Ἀνατροπή δηλαδή ἐκ θεμελίων τῆς γραφειοκρατικῆς τάξεως!
Ποιά θά εἶνε τώρα τά ἀποτελέσματα τῆς ἀνατροπῆς ἐπί τοῦ δημοσίου βίου τῆς Ἑλλάδος; Κανείς δέν ἠμπορεῖ νά τά μαντεύσῃ. Ὅσον ἀφορᾷ τά ἀποτελέσματα ἐπί τοῦ πνευματικοῦ της βίου, ὁμολογῶ ὅτι προσωπικῶς εἶμαι λίαν αἰσιόδοξος. Ὁ χρυσοῦς αἰών τῶν Ἑλληνικῶν Γραμμάτων δέν θά φθάσῃ, παρά ὅταν οἱ συγγραφεῖς ἐξαντλήσουν καί τό τελευταῖον κατεβατό τοῦ διαθεσίμου χάρτου καί ἀρχίσουν νά γράφουν τά ἔργα των, ὅπως ὁ παλαιός Κλεάνθης, εἰς ὄστρακα καί βοῶν ὠμοπλάτας. Ἐάν καί πάλιν δέν κατορθώσουν νά γράφουν ἀριστουργήματα, θά διαβάζουν τοὐλάχιστον μόνοι των τό ὄστρακόν των μαζῆ μέ τούς στενωτέρους συγγενεῖς των. Καί ὁ χρυσοῦς αἰών τῶν Ἑλληνικῶν Γραμμάτων θά φθάσῃ ἀσφαλῶς, μέ τόν τρόπον αὐτόν, διά νά φιλοξενηθῇ εἰς τήν ἐπειγόντως σφουγγαριζομένην αἴθουσαν τῆς Σιναίας Ἀκαδημίας.
Ἐν τῷ μεταξύ, ἐφ’ ὅσον ὑπάρχει ἀκόμη ὀλίγον χαρτί, οἱ μόνοι, οἱ ὁποῖοι θά ἠμποροῦν νά καλλιεργήσουν τά Γράμματα, θά εἶνε οἱ ἐφοπλισταί. Διότι μία πήχη χαρτοῦ τοῦ γραψίματος θά κοστίζῃ ὅσον καί μία πήχη οἰκοπέδου εἰς τήν ὁδόν Σταδίου. Ποῖος ἄλλος λοιπόν θά ἠμπορῇ νά οἰκοδομήσῃ ἐπί τόσον ἀκριβοῦ οἰκοπέδου, παρά ὁ ἐφοπλιστής; Καί θά ἔχωμεν ἑπομένως ποίησιν ἐφοπλιστικήν καί θέατρον ἐφοπλιστικόν, θά ἔχωμεν δηλαδή μίαν νέαν σχολήν, ἡ ὁποία ἀσφαλῶς θά εἶνε καλλιτέρα ἀπό τήν παλαιάν. Διότι δέν ὑπάρχει καμμία ἀμφιβολία, ὅτι αἱ Μοῦσαι θά φανοῦν εὐνοϊκώτεραι πρός τούς νέους ἐραστάς των, παρ’ ὅσον ὑπῆρξαν πρός τούς προκατόχους των. Αἱ Μοῦσαι εἶνε γυναῖκες καί, ἄν ἡ Μοῦσα τοῦ Μυσσέ ἐκάλει τόν ποιητήν νά πάρῃ τήν λύραν του καί νά τῆς δώσῃ ἕνα φίλημα, αὐτή ἦτο μία Μοῦσα τοῦ καλοῦ ρωμαντικοῦ καιροῦ. Ἡ σημερινή Μοῦσα δέν θά καλῇ πλέον τόν πειναλέον ποιητήν νά πάρῃ τήν λύραν του. Θά καλῇ τόν ἐφοπλιστήν νά πάρῃ τάς λίρας του. Ἐμεῖς οἱ ἄλλοι δημοσιογράφοι θά ὑποχρεωθῶμεν ἀπό τούς διευθυντάς μας νά καλλιεργήσωμεν τήν ψιλογραφίαν. Καί τότε θά συμβῇ τό ἑξῆς, εἰς τό ἰδικόν μας γραφεῖον τοὐλάχιστον. Ὁ κ. Μεταξᾶς, ὁ ὁποῖος χρειάζεται ἕνα πλέθρον δημοσιογραφικοῦ χάρτου διά κάθε χειρόγραφον τοῦ ἄρθρου του, θά ἀναγκασθῇ ἐφεξῆς νά τό ὑπαγορεύῃ ἀπ’ εὐθείας πρός τόν στοιχειοθέτην. Ὁ κ. Τσοκόπουλος, μαθητής τοῦ ἀειμνήστου Παπούλια, θά γράφῃ ἀνέτως ἕνα «κόσμον» ἐπάνω εἰς ἕνα κόκκον σίτου. Καί ἐγώ, ἀφοῦ ἐξαντλήσω καί τήν τελευταίαν προμήθειαν τοῦ χάρτου τῆς Τυρολόης, ποῦ εἶχα κάμει κἄποτε ἀπό τά ἀζήτητα τοῦ Τελωνείου Πειραιῶς, θά ὑποχρεωθῶ νά γράψω τό χρονογράφημά μου εἰς ὠμοπλάτας βοῶν, τάς ὁποίας θά μοῦ παραχωροῦν φιλοφρόνως οἱ φίλοι μου ἐφοπλισταί, ἀφοῦ φάγουν οἱ ἴδιοι τόν βοῦν.
ΠΑΥΛΟΣ ΝΙΡΒΑΝΑΣ