Αἰφνιδιάσθηκαν κάποιοι, ὅταν, κατά τήν διάρκεια τῆς νεκρώσιμης ἀκολουθίας στό Βατικανό, ἀκούσθηκε τό «Χριστός ἀνέστη», στήν ἑλληνική γλῶσσα.
Φυσικά, δέν ἦταν ἡ πρώτη φορά πού συνέβη κάτι τέτοιο. Στά ἑλληνικά ἔχει γραφεῖ ἡ Καινή Διαθήκη, στά ἑλληνικά τά Εὐαγγέλια, σέ ἕναν ἑλληνοπρεπῆ κόσμο, ἐπηρεασμένο ἀπό τόν ἑλληνικό πολιτισμό ἔζησαν οἱ πρῶτοι Χριστιανοί.
Μεταξύ μας τώρα, ἐκεῖνο τό κομμάτι τῆς ἀκολουθίας τοῦ ἀποχαιρετισμοῦ τοῦ Πάπα Φραγκίσκου, ἡ στιγμή δηλαδή πού ἐψάλη τό δυνατό, βυζαντινό ἐγερτήριο, ἦταν ἴσως ἡ πιό ἐνδιαφέρουσα στιγμή τῆς κηδείας.
Ἦταν ἡ στιγμή πού ἄλλαξε ἐντελῶς τό σκηνικό, διαφοροποιήθηκαν οἱ ἦχοι, ἄλλαξε τό κλῖμα. Τά λατινικά τῆς νομικῆς γλώσσας καί τῶν ἰατροσοφίων διαδέχθηκε μία στιβαρή, καθαρή καί χαρμόσυνη καντάτα, σέ ἤχους διαφορετικούς, φέρνοντας τά πράγματα στήν ἰσορροπία, καθώς ἡ ἀκολουθία εἶχε γείρει ἐπικίνδυνα πρός μία μονότονη μελαγχολία.
Ἡ ὀρθόδοξη πίστη, θέλει, στήν νεκρώσιμη ἀκολουθία, πού γίνεται στό ἀμέσως ἑπόμενο διάστημα τῆς Ἀναστάσεως, νά μήν ἀκούγονται τά (ὡραιότατα καί φιλοσοφημένα) μηνύματα τῆς κλασσικῆς νεκρωσίμου, ἀλλά νά ἀναπέμπεται μήνυμα βροντερό. Καί καλύτερο ἀπό τό «Χριστός ἀνέστη» δέν ὑπάρχει!
Ἔτσι, γιά λίγη, ἐλάχιστη, ὥρα, στόν καθεδρικό τοῦ ἁγίου Πέτρου («σύ εἶ Πέτρος καί ἐπί ταύτῃ τῇ πέτρᾳ οἰκοδομήσω μου τήν Ἐκκλησίαν» γράφουν, στά ἑλληνικά, οἱ Γραφές) μπῆκαν μερικά πράγματα στήν σωστή τους θέση.
Φυσικά καί θέλγει ἡ δυτική μουσική, μαγεύει ὁ ἦχος τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ὀργάνου. Στό σχολεῖο μας εἴχαμε ἕνα ἁρμόνιο, πού δούλευε μέ «φυσερό», στό ὁποῖο ἔδινε ἀέρα ὁ ὀργανίστας, πατῶντας δύο πεντάλια, σάν νά ἔκανε ποδήλατο. Πολλές φορές, στά διαλείμματα, ἀνέβαινα στό θέατρο τῆς Σχολῆς καί ἔπαιζα, ποδηλατῶντας, στό ὄργανο ὅ,τι μάθαινα στό πιάνο. Ἐντελῶς διαφορετικός καί ἐπιβλητικός ὁ ἦχος τῆς ἀρχικῆς μελέτης τοῦ Μπάχ στό μικρό ἐκκλησιαστικό ὄργανο ἀπ’ ὅ,τι σέ ὁποιοδήποτε πιάνο.
Φυσικά καί μοῦ ἀρέσουν τά λατινικά, πού τά μάθαμε στό σχολεῖο καί πού μέ παίδεψαν γιατί ὅταν ἀποφάσισα νά πῶ «ὄχι» στήν Ἰατρική (ἔκανε ἕναν χρόνο νά μοῦ μιλήσει ὁ ἰατρός πατέρας μου γιά αὐτή τήν ἀπόφαση) ἔπρεπε νά «δώσω» καί Λατινικά προκειμένου νά εἰσαχθῶ στά ΑΕΙ. Κι ἔμαθα νεράκι Κορνήλιο Νέποτα, Βιργίλιο καί Ἁννίβα πρό τῶν πυλῶν! Ἀλλά εἶναι ἄλλο, ἐντελῶς διαφορετικό, νά ἀκοῦς τό μονότονο μουρμουρητό στήν γλῶσσα τοῦ Καίσαρα κι ἄλλο νά ἀπολαμβάνεις τούς δρόμους τῆς, παλλόμενης, Βυζαντινῆς μουσικῆς. Κι ἄν πρέπει νά μιλήσουμε γιά νεκρώσιμη ἀκολουθία, ἡ «δική μας» εἶναι ἕνα πραγματικό, μοναδικῆς σοφίας, ἀριστούργημα.
Ὑπέροχη, λοιπόν, ἡ στιγμή πού ἐψάλη τό Χριστός ἀνέστη στήν ἑλληνική. Μπορεῖ –ἄποψή μου– νά μήν πολυπιστεύω σ’ αὐτά τά «σχισματικά». Νομίζω ὅτι ὁ Θεός εἶναι ἕνας, μοναδικός. Ὁ πατέρας μου ἔλεγε ὅτι ὅλα ὅσα ἔχουν συμβεῖ στήν χριστιανική πίστη (καί μέ τά ὁποῖα οὐδόλως θά συμφωνοῦσε ὁ ἴδιος ὁ Χριστός) εἶχαν καί ἔχουν βάση τό «οἰκονομικό».
Γιά ἐμᾶς, τούς ἁπλούς πιστούς, τούς ἀκολούθους τῶν ἐπιταγῶν καί τῆς παρακαταθήκης τοῦ Χριστιανισμοῦ, σημασία ἔχει ἡ προσευχή καί ἡ μετάνοια. «Ὁ Θεός εἶναι πνεῦμα· καί ἐκεῖνοι πού τόν προσκυνοῦν, μέ πνεῦμα καί μέ ἀλήθεια πρέπει νά τόν προσκυνοῦν» ἔγραψε ὁ Ἰωάννης. Καί δέν εἶναι δύσκολο νά ἀντιληφθοῦμε ὅτι τά «δόγματα» καί ὅλα τά σχετικά μέ αὐτά, εἶναι ἀνθρώπινα ἐφευρήματα…