Ἀπό τό ἀρχεῖο τῆς «Ἑστίας», 18 Ἀπριλίου 1918
Μοῦ ἀνηγγέλθη χθές τό διαζύγιον γνωστοῦ μου ζεύγους. Τό πρᾶγμα, μολονότι πρόκειται περί ἐκπλήξεως, πού ἐσυνηθίσαμεν πλέον νά τήν περιμένωμεν, καί ἡ ὁποία ἔπαυσεν ἑπομένως νά συγκαταλέγεται μεταξύ τῶν ἄλλων ὡραίων ἐκπλήξεων, τάς ὁποίας ἕνας γάμος προσφέρει εἰς τό φιλοθεᾶμον κοινόν, κυρίως δέ εἰς τήν γενναίαν φρουράν, ὁμολογῶ ὅτι μέ ἀπογοήτευσε κἄπως. Ὄχι τόσον διά τόν γάμον αὐτόν καθ’ ἑαυτόν, ὁ ὁποῖος κατήντησε νά τορπιλλίζεται ἐπί τῶν ἡμερῶν μας, ὡς νά εἶνε Συμμαχικόν σιτοφορτίον, ἐνῷ εἶνε ἁπλῶς φορτίον προωρισμένον δι’ οὐδετέραν χώραν, ὅσον διά τήν ματαιότητα τῶν εὐχῶν, ποῦ προσέφερα κ’ ἐγώ πρό ἑνός ἔτους εἰς τό ἐν λόγῳ ζεῦγος, μαζῆ μέ μίαν ἀνθοδέσμην, διά τήν ὁποίαν κανένας πλέον δέν μοῦ εἶνε ὑποχρεωμένος.
Δέν ἐζήτησα, φυσικά, νά μάθω τόν λόγον τοῦ διαζυγίου. Οἱ περίφημοι αὐτοί λόγοι ἔπαυσαν πλέον νά ἔχουν οἱονδήποτε ἐνδιαφέρον καί οἱανδήποτε πρωτοτυπίαν. Κατήντησαν μία ἀντιγραφή τοῦ τελευταίου μυθιστορήματος τῶν 95 λεπτῶν καί τῆς τελευταίας ταινίας, ποῦ εἴδαμεν εἰς τόν κινηματογράφον. Μοῦ εἶπαν, ἐν τούτοις, ὅτι τό διαζύγιον ὠφείλετο εἰς ἀσυμφωνίαν χαρακτήρων. Ἐννοεῖται, ὅτι καί αὐτό δέν τό ἐπίστευσα. Ἡ ἀσυμφωνία τῶν χαρακτήρων εἶνε ὁ μεγαλείτερος παράγων τῆς συζυγικῆς εὐτυχίας, ὅπως πρόκειται νά ἀποδειχθῇ κἄποτε εἰς μίαν κωμῳδίαν μέ «θέσιν», τήν ὁποίαν ἐμέλλαμεν νά γράψωμεν ἐν συνεργασίᾳ μέ τόν φίλον μου κ. Ξενόπουλον καί τῆς ὁποίας δηλῶ, ὅτι κρατοῦμεν ὅλα τά δικαιώματα, διά κάθε ἐνδεχόμενον. Ἐνῷ ἡ συμφωνία τῶν χαρακτήρων, ἡ δημιουργοῦσα τάς ἀπελπιστικάς μονοτονίας τοῦ συζυγικοῦ βίου, μοῦ φαίνεται νά εἶνε ὁ ἰσχυρότερος λόγος ἑνός διαζυγίου. Ἀλλά δέν πρόκειται νά φιλοσοφήσωμεν σήμερον, περί ζητημάτων μή δικαιολογούντων καμμίαν φιλοσοφίαν. Ὁ κόμβος τοῦ ζητήματος, διότι περί κόμβου πρόκειται, εἶνε ἄλλος.
– Ξέρεις, λοιπόν, κατά ποῖον ἄγριον τρόπον ἐξεδικήθη τήν τέως γυναῖκά του ὁ τρομερός αὐτός ἄνθρωπος; μοῦ εἶπεν ὁ ἀναγγείλας τήν καταστροφήν.
– Δέν τῆς ἔδωκε τό διαζύγιον;
– Τῆς τό ἔδωκε χωρίς καμμίαν ἀντίστασιν.
– Δέν τῆς ἐπέστρεψε τήν προῖκά της;
– Τῆς τήν ἐπέστρεψε μέχρι λεπτοῦ.
– Ἀλλά τί λοιπόν;
– Συλλογίσου καί βρές το. Σοῦ δίνω πέντε λεπτά καιρόν νά μοῦ ἀπαντήσῃς.
– Ἀδύνατον νά φαντασθῶ τί συμβαίνει.
– Ἀφοῦ ἔχεις τόσον ὀλίγην φαντασίαν, μοῦ εἶπεν ἐπί τέλους, θά σοῦ τό πῶ ἐγώ. Τῆς ἐκράτησεν, ἁπλούστατα, τό «δελτίον» της.
– Καί ἐπιμένει νά τό κρατῇ;
– Εἶνε ἀνένδοτος. Ἔβαλαν λυτούς καί δεμένους νά τόν πείσουν. Συγγενεῖς καί φίλοι συρρέουν καθημερινῶς, ὡς πρέσβεις τῆς δυστυχισμένης γυναικός. Ἀλλ’ αὐτός δέν ἐννοεῖ μέ κανένα λόγον νά τό δώσῃ.
– Δέν ἠμποροῦν νά τόν ἀναγκάσουν δικαστικῶς;
– Πῶς νά τόν ἀναγκάσουν; Θά ἰσχυρισθῇ ὅτι τό ἔχασε καί τό ὑπουργεῖον τοῦ Ἐπισιτισμοῦ δέν ἀναγνωρίζει πλέον ἀπωλείας δελτίων.
– Καί τί θά γείνῃ;
– Μά ξέρω κι’ ἐγώ; Ὁμιλοῦν περί προτάσεων… μεταπολεμικῆς ἀποζημιώσεως. Ἀλλά θά ἦτο ἄνανδρον ἐκ μέρους του νά δεχθῇ τώρα ἀποζημίωσιν, ἀφοῦ δέν ἐζήτησε τόσον καιρόν ποῦ ἔπρεπε.
ΠΑΥΛΟΣ ΝΙΡΒΑΝΑΣ