ΕΤΟΣ ΑΡΧΙΚΗΣ ΕΚΔΟΣΕΩΣ 1876
Πέμπτη 19 Σεπτεμβρίου 2024

ΤΟ ΓΕΛΙΟ

Ἀπό τό ἀρχεῖο τῆς «Ἑστίας», 12 Ἰουνίου 1918

Σχετικῶς μέ ὅσα ἔγραψα χθές περί γέλιου, ὡς εἴδους μουσικοῦ ἐπιδεκτικοῦ ἀνωτέρων ἐκδηλώσεων, ἐνθυμοῦμαι μίαν παλαιάν κωμικοτραγικήν μου περιπέτειαν, ἀναγομένην εἰς τήν ἐποχήν πού ἐδοκίμαζα κ’ ἐγώ τάς γλυκύτητας τῆς σκηνικῆς δόξης.

Σέ κἄποιο θεατρικόν μου ἔργον, ταφέν καί λησμονηθέν πρό πολλοῦ, ἕνα γέλιο ἐκ τῶν παρασκηνίων ἐπρόκειτο νά παίξῃ οὐσιώδη ρόλον εἰς τήν ὑπόθεσιν καί κυρίως εἰς τήν ἐπιτυχίαν τοῦ ἔργου, δεδομένου ὅτι τό γέλιο αὐτό ἀνῆκεν εἰς τήν τελευταίαν σκηνήν τῆς τελευταίας πράξεως. Ἡ τύχη τοῦ ἔργου ἦτο ἑπομένως, κατά μέγα μέρος, κρεμασμένη ἀπό τήν ἐπιτυχία τοῦ γέλιου αὐτοῦ, τό ὁποῖον ἤρχετο ὡς ἀπάντησις τῆς θριαμβευούσης χαρᾶς τῆς ζωῆς πρός τήν τυραννίδα τῆς πατρικῆς ἐξουσίας. Μᾶλλον συγκεκριμένως, ὁ πατέρας, μετανοημένος πλέον καί συγχωρήσας, ἀπέθνησκεν ἀπό αἰφνιδίαν προσβολήν ἀποπληξίας εἰς ἕνα θρανίον τοῦ κήπου. Ἡ κόρη του ἐγελοῦσεν, ἀπό τό βάθος εἰς τάς ἀγκάλας τοῦ μνηστῆρός της. Ὁ Ἔρως ἀπαντοῦσεν εἰς τόν Θάνατον. Καί ταυτοχρόνως ἐγλύκαινε μεγαλοφρόνως τήν ἀγωνίαν του.

Φαντάζεσθε λοιπόν τί γέλιο ἔπρεπε νά εἶνε αὐτό καί ποίαν σημασίαν εἶχεν; Ἠμποροῦσε νά σώσῃ καί ἠμποροῦσε νά βαραθρώσῃ τό ἔργον. Ἡ σκηνή ἔπρεπεν ἑπομένως νά δοκιμασθῇ καί νά ξαναδοκιμασθῇ, πρό τῆς παραστάσεως, καί ἡ καλή καί ὡραία ἠθοποιός, ποῦ ἦτο ἐπιφορτισμένη μέ τόν ἆθλον αὐτόν, ἔπρεπε νά βάλῃ ὅλα τά δυνατά της.

– Ξέρετε νά γελᾶτε; ἐρώτησα σοβαρώτατα τήν κυρίαν, εἰς μίαν ἀπό τάς πρώτας δοκιμάς.

Ἡ κυρία παρεξενεύθη;

– Ἀστειεύεσθε; Τί εἶνε ἕνα γέλιο, ἐπί τέλους; Καί ἐγέλασεν ὑποφερτά κἄπως, διά νά μοῦ ἀποδείξῃ τό ἀσήμαντον τοῦ πράγματος. Ὁμολογῶ ὅτι δέν εἶχα ἱκανοποιηθῇ. Ἀνέπτυξα εἰς τήν καλήν ἠθοποιόν, ὅτι τό περί οὗ πρόκειται γέλιο δέν ἠμποροῦσεν, ἐπί τέλους, νά εἶνε ἕνα ὁποιονδήποτε γέλιο. Θά ἔπρεπε νά κλείσῃ μέσα του ὅλην τήν χαράν τῆς ζωῆς καί ὅλην τήν εὐτυχίαν τοῦ ἔρωτος, καί νά τά ἐκδηλώνῃ καί τά δύο μέ τόν ἁρμόζοντα ρυθμόν καί τό σχετικόν χρῶμα. Τό γέλιο δηλαδή, ἐν προκειμένῳ, ἀπό ἁπλοῦς ἠχηρός σπασμός θά ἔπρεπε νά προβιβασθῇ εἰς ἔργον τέχνης.

– Ἔννοια σας, ἔννοια σας! μέ καθησύχασεν ἡ καλή ἠθοποιός. Θά ἰδῆτε πῶς θά γελάσω. Θά ἰδῆτε!… Ἀπό μέσα της μέ ἐλεινολογοῦσε βεβαίως διά τήν ὑπερβολικήν σημασίαν, πού ἀπέδιδα εἰς μίαν κοινοτάτην λεπτομέρειαν τοῦ δράματος. Καί, ἐπειδή ἡ ἐπιμονή μου ἄρχιζε νά τήν ἐνοχλῇ, καί νά τήν προσβάλλῃ ἴσως, ἀπεφάσισα νά τήν ἀφήσω ἥσυχην, ἐξακολουθῶν νά μένω ἀνήσυχος ἐγώ. Ὅταν ἐφθάσαμεν ὅμως εἰς τήν τελευταίαν δοκιμήν, δέν ἠμπόρεσα νά κρατηθῶ πλέον:

– Θά μέ ὑποχρεώσετε, κυρία μου, τῆς εἶπα, νά γελάσετε ἐπί τέλους. Πρέπει νά τό ἀκούσωμεν αὐτό τό γέλιο ὁπωσδήποτε. Δέν γίνεται διαφορετικά…

– Ἀφοῦ τό θέλετε καί καλά, ἄς γείνῃ ἡ ἰδιοτροπία σας. Ἔστω! Θά γελάσω…

Ἔκαμε τά σχετικά μοῦτρα, ἀλλά ὑπέκυψε. Καί ἡ δοκιμή ἐπροχώρησε. Περί τό τέλος τῆς πράξεως ἀπεσύρθημεν εἰς τό βάθος τῆς σκηνῆς, ἐσταθήκαμεν ὀπίσω ἀπό κάποιο παρασκήνιον καί τό σύνθημα ἐδόθη.

– Γελᾶστε τώρα. Ἐμπρός!

Ἐγέλασεν, ὅπως ἠμπόρεσεν.

– Δέν εἶνε αὐτό. Ξαναγελᾶστε!

Ἐξαναγέλασεν.

– Οὔτε! Ξαναγελᾶστε πάλιν. Ἀλλά μέ κἄποιο αἴσθημα, παρακαλῶ. Ἐλᾶτε μιά στιγμή στή θέσι τῆς ἡρωΐδος, κλεῖστε μέσα σας τήν χαράν τοῦ ἔρωτος, τό φῶς τῆς εὐτυχίας. Τό γέλιο σας πρέπει νά εἶνε θρίαμβος. Ἐδοκιμάσαμεν, ἐξαναδοκιμάσαμεν καί μέ τά πολλά, ἐφθάσαμεν εἰς ἕνα ὑποφερτόν σημεῖον. Ἦλθεν ἐπί τέλους ἡ κρίσιμος στιγμή τῆς παραστάσεως. Ὁ γέρος ἐψυχομαχοῦσεν ἐπάνω εἰς τό κάθισμά του, ἀναμένων ἀπό τό βάθος τό περίφημο γέλιο, τό ὁποῖον θά τοῦ ἐγλύκαινε τόν θάνατον. Καί τό γέλιο ἠκούσθη. Ἀλλά τί ἦτο ἐκεῖνο, Θεέ μου! Τό δρᾶμα ἐτελείωσεν ὡς ἀστειοτάτη κωμῳδία, καί τό πῶς δέν ἐμαξιλαρώθην ἀνηλεῶς ἐκεῖνο τό βράδυ ἐξακολουθεῖ νά παραμένῃ μυστήριον. Ὥρμησα εἰς τά παρασκήνια.

– Τί μου ἐκάματε, κυρία μου, τί μοῦ ἐκάματε;

– Τί νά σᾶς κάμω; μοῦ ἀπήντησε μέ τόν φυσικώτερον τρόπον τοῦ κόσμου. Μπορεῖ νά γελάσῃ κἀνείς στά καλά καθούμενα; Θά ἔπρεπε νά βάλουμε κἄποιον, ἐκεῖ κοντά, νά μέ γαργαλάῃ…

Εἰς τήν δευτέραν παράστασιν κἄποιος, ὁ ὁποῖος δέν ἦτο, εἰρήσθω ἐν παρόδῳ, ὁ συγγραφεύς, ἀνέλαβε φιλοφρόνως τόν πρόσθετον ρόλον τοῦ γαργαλιστοῦ. Ἀλλά καί πάλιν τό πείραμα ἀπέτυχε. Καί τό δρᾶμα μαζῆ του. Καί ἡ καλή καί ὡραία ἠθοποιός δέν ὑπεχρεώθη νά γαργαλισθῇ πλέον. Ἐγώ ὑπέστην καρτερικῶς τήν Μοῖράν μου καί ἐσχημάτισα τήν ἰδέαν, ὅτι ἡ ἀξίωσίς μου νά ὑψώσω τό γέλιο εἰς μουσικόν εἶδος ἦτο μία ἀνοησία. Καί ὅμως δέν ἦτο. Ἡ προχθεσινή μου ἄγνωστος, ἄν καί ὀλίγον ἀργά, ἦλθε νά μοῦ ἀποδείξῃ πόσον εἶχα δίκαιον.

ΠΑΥΛΟΣ ΝΙΡΒΑΝΑΣ

Απόψεις

ΕΣΡ: Ἀποφασίζομεν καί διατάσσομεν τήν λογοκρισία τοῦ Τύπου!

Μανώλης Κοττάκης
5 δημοσιογράφοι, μέλη τῆς ΕΣΗΕΑ, διορισμένοι ἀπό τήν Κυβέρνηση στό Ἐθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεοράσεως ἀπεφάσισαν νά μήν μεταδίδονται οἱ ἐφημερίδες «Ἑστία» καί «δημοκρατία» στήν ἐπισκόπηση Τύπου ἰδιωτικῶν τηλεοπτικῶν σταθμῶν – Μαῦρες μέρες γιά τήν δημοκρατία

Ποιοί θέλουν νά σκοτώσουν τόν Τράμπ;

Εφημερίς Εστία
ΤΟ ΣΗΜΑΝΤΙΚΟ ζήτημα τό ἔθεσε ὁ Ἔλον Μάσκ.

Κλυδωνίζεται ἡ Εὐρωπαϊκή Ἐπιτροπή μέ τήν παραίτηση Μπρετόν

Εφημερίς Εστία
Βρυξέλλες.– Ἡ εἴδησις τῆς παραιτήσεως τοῦ Τιερύ Μπρετόν, τοῦ πανίσχυρου Γάλλου Ἐπιτρόπου Ἐσωτερικῆς Ἀγορᾶς, κλυδωνίζει τήν Κομμισσιόν, καθώς ἀποκαλύπτονται παρασκηνιακές μεθοδεύσεις τῆς Οὔρσουλα φόν ντέρ Λάυεν.

Ἡ Μαρία τῆς Ἑλλάδος, ἡ Κάλλας τοῦ κόσμου ὅλου

Δημήτρης Καπράνος
Σάν χθές, 16 Σεπτεμβρίου, ἔφυγε ἀπό τήν ζωή ἡ μοναδική καί ἀξεπέραστη «ντίβα» Μαρία Κάλλας.

Πέμπτη, 17 Σεπτεμβρίου 1964

Πρό 60 ἐτῶν
Ο ΚΟΣΜΟΣ ΤΟΠΟΙ ΜΟΝΩΣΕΩΣ!