ΕΤΟΣ ΑΡΧΙΚΗΣ ΕΚΔΟΣΕΩΣ 1876
Σάββατο 7 Σεπτεμβρίου 2024

ΤΟ ΝΕΟΝ ΑΡΩΜΑ

Ἀπό τό ἀρχεῖο τῆς «Ἑστίας», 27 Ὀκτωβρίου 1918

Μέσα εἰς τό βαγόνι τοῦ σιδηροδρόμου μέ τό ὁποῖον ἐταξείδευεν, ὑπό αὐστηρόν ἰνκόγνιτο, καί ἡ ἐπιφανής μας ξένη, ἡ γόησσα Γρίππη (ὑποθέτω ὅτι κανείς δέν θά μέ παρεξηγήσῃ διά τάς ἀλλεπαλλήλους αὐτάς φιλοφρονήσεις), κἄποιος κύριος ὑπέβαλε τό ἑξῆς δύσκολον ἐρώτημα:

– Σᾶς εἶνε δυνατόν, κύριοι, νά μοῦ προσδιορίσετε τό εἶδος τοῦ ἀρώματος, τό ὁποῖον ἐπικρατεῖ ἐδῶ μέσα;

Τά πτερύγια ὅλων τῶν ρινῶν ἐτέθησαν εἰς ταὐτόχρονον παλμικήν κίνησιν καί οἱ συνεπιβάται ἄρχισαν νά ὀσφραίνωνται πρός διαφόρους διευθύνσεις, προσπαθοῦντες νά συγκεντρώσουν εἰς τάς χοάνας τῆς ρινός των τά αἰωρούμενα ὀσμικά μόρια καί νά κάμουν τήν σχετικήν διάγνωσιν:

– Μά, εἶνε κἄτι τι πολύ σύνθετον, ἀπήντησε κἄποιος, καί ἀπροσδιόριστον. Ἕνα ἄρωμα σούϊ γκένερις.

– Ἐπικρατεῖ, ἐν τούτοις, νομίζω, τό φανικόν ὀξύ, εἶπεν ἄλλος. Δέν βλέπετε καί τά πατώματα ποῦ εἶνε ραντισμένα; Καί αἱ διαγνώσεις ἐπηκολούθησαν σωρηδόν:

– Καί ὅμως θά ἔλεγα ὅτι μυρίζει μᾶλλον κρεόζωτον. Ὡρισμένως θά ἔχουν ραντίσει τό βαγόνι μέ κρεόζωτον. Κἄποιος ὑπεμειδίασε:

– Καλέ ὄχι! Ἐγώ ἔχω βάλει λιγάκι κρεοζῶτο στό δόντι μου. Παύουν οἱ πόνοι, βλέπετε, καί προφυλάττει κι’ ἀπό τή γρίππη.

– Ὁπωσδήποτε προσθέτομεν καί τό κρεόζωτον, εἶπεν ὁ πρῶτος. Ἀλλά καί κἄτι ἄλλο ἀκόμη μυρίζει, βρέ παιδιά. Δέν σᾶς φαίνεται;

– Κάμφορα! εἶπε μία δεσποινίς. Ὅλος ὁ κόσμος, καλέ, κρατεῖ κάμφορα. Δέν βλέπετε τί γίνεται τριγύρω;

– Ἐσεῖς δέν κρατεῖτε, δεσποινίς;

– Ἐγώ δέν κρατῶ τέτοια πράγματα. Ἐγώ ἔχω ὅλας τάς ἐλπίδας μου στόν Θεόν. Νά, τί κρατῶ ἐγώ… Ἀνέσυρεν ἀπό τό τσαντάκι της μίαν μικροσκοπικήν ἀχιβάδαν, φέρουσαν εἰς τό κοῖλον τήν εἰκόνα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, ἔργον Ἁγιορείτου μοναχοῦ.

– Νά, αὐτό κρατῶ ἐγώ, αὐτό εἶνε τό φυλαχτό μου.

Καί ἠσπάθη εὐλαβῶς τό μικροσκοπικόν εἰκόνισμα.

– Δέν μᾶς δίνετε νά ἀσπασθοῦμε κι’ ἐμεῖς;

– Ὁρίστε, ἐλεύθερα.

Μετά τό εὐλαβές αὐτό διάλειμμα ἡ συζήτησις ἐξηκολούθησεν:

– Καί ὅμως, κύριοι, μυρίζει καί κἄτι ἄλλο. Μυρίζει, μυρίζει, μυρίζει… τό βρῆκα. Μυρίζει κέλκ-φλέρ ἤ ὀριγκάν. Κἄτι ἀπό τά δύο τέλος πάντων.

– Ἔχει δίκηο ὁ κύριος. Κι’ ἀπ’ αὐτά μυρίζει. ᾙ δεσποινίδες ἀπό ’κεῖ κἄτι ξέρουν. Ἀλλά δέν σᾶς φαίνεται ὅτι μυρίζει ταὐτοχρόνως καί λιγάκι σκόρδο;

– Βεβαίως, βεβαιότατα. Ὁ γεροντᾶκος ἐκεῖ στή γωνία φαίνεται ὅτι τοὔδωκε καί κατάλαβε. Ὁπωσδήποτε, ἄς προστεθῇ καί τό σκόρδο.

– Ἐξεχάσατε ὅμως, κύριοι, τήν ἀνθρωπίλαν! Ἐπενέβη κἄποιος ἄλλος. Ἡ ἐπικρατοῦσα ὀσμή εἶνε τῆς ἀνθρωπίλας.

– Τῆς ἀνθρωπίλας, μάλιστα. Τῆς ἀνθρωπίλας βαλσαμωμένης μέ ναφθαλίνην καί διάφορα ἄλλα μπαχαρικά, ἀπεφάνθη ἄλλος ἐπιβάτης. Διότι δέν λείπει, μοῦ φαίνεται, καί ἡ κανέλλα καί τό γαρύφαλο καί τό μοσχοκάρυδο. Αὐτοί οἱ κύριοι ἐκεῖ, ποῦ μασσοῦν διαρκῶς κἄτι, κάμνουν ὡρισμένως προφύλαξιν ἰδικῆς των ἐφευρέσεως. Τά ἀρωματικά, ὅπως γνωρίζετε, καί παρ’ Αἰγυπτίοις…

– Προσθέσατε, ἄν ἐπιθυμῆτε, καί ὀλίγην ἀμμωνίαν, εἶπε διακόπτων ὁ γηραλέος κύριος. Δέν αἰσθάνεσθε, λοιπόν, τούς ἀτμούς της;

– Ὁ παπποῦς ἔχει δίκηο. Μέ τήν διαφοράν, ὅτι τό ἄρωμα αὐτό ἔρχεται ἀπ’ ἔξω. Ἐπλησιάσαμεν, βλέπετε, τόν σταθμόν τοῦ Μοναστηρίου. Ἕως ὅτου νά φθάσωμεν εἰς τό Φάληρον ὁ ἀριθμός τῶν ἀρωμάτων, τῶν ἀποτελούντων τό «μπουκέ» τοῦ βαγονίου, εἶχεν ἀναβιβασθῇ εἰς ἑκατόν δώδεκα. Ποῖος ἴλιγγος, Θεέ μου!

– Καί ὅμως τό σύνολον δέν εἶνε δυσάρεστον, παρετήρησεν ἕνας σοβαρός κύριος. Σοῦ ἔρχεται μέν νά ξεράσῃς, ἀλλά σοῦ ἔρχεται ταὐτοχρόνως κἄποια γλυκεῖα μέθη. Δέν εἶν’ ἔτσι; Ἐζητήθη, ἐπί τέλους, ἕνα γενικόν ὄνομα διά τό ἰδιάζον, πρωτότυπον καί πολυσύνθετον ἄρωμα τοῦ βαγονίου.

– Πῶς νά τό ὀνομάσωμεν; Λέγετε!

– Ἐγώ, ὡς εἰδικός, εἶπεν ἕνας γνωστός μυρεψός συνταξειδεύων μαζῆ μας, θά ἔλεγα νά τό ὀνομάσωμεν τρίπλ-ἐξτραί-γρίππης. Εἶνε τό τριπλοῦν ἐκχύλισμα ὅλων τῶν γνωστῶν ἀνθέων τοῦ κήπου τῶν μικροβίων τῆς ἡμέρας καί μερικῶν ἀγνώστων ἀκόμη. Εἶσθε σύμφωνοι;

– Συμφωνότατοι! Ἀνοῖξτε ὅμως τῇς πόρτες νά βγοῦμε μιά ὥρα ἀρχήτερα ἀπό ’δῶ μέσα, διότι δέν σᾶς ἐγγυῶμαι τίποτε καλόν διά τήν ἐπαύριον. Ὁ τελευταῖος ὁμιλήσας ἦτο ἕνας ἰατρός καί ἡ γνώμη του ἐπροκάλεσεν αἴσθησιν. Τό ἠλεκτροκίνητον μυρεψεῖον ἐκενώθη ἀστραπηδόν.

ΠΑΥΛΟΣ ΝΙΡΒΑΝΑΣ

 

Απόψεις

Λεφτά ὑπάρχουν μόνο γιά τούς «ἔξω»

Μανώλης Κοττάκης
800 ἑκ. εὐρώ προκαταβολή γιά τίς φρεγάτες ἀλλά ψίχουλα γιά τό δημογραφικό – Γιά νά μήν ὑποθηκεύσει τίς ἑπόμενες γενιές τό πολιτικό σύστημα, δέν ἔχει κανένα δισταγμό νά καταστρέψει τίς τωρινές – Παραδίδουν μαθήματα ὑπευθυνότητος ἀλλά ἐκτίναξαν τό δημόσιο χρέος στά 408 δισ. εὐρώ – Φταίει ὁ πόλεμος στήν Οὐκρανία γιά τά τιμολόγια τῆς ΔΕΗ, ἀλλά τά ὅπλα στόν Ζελένσκυ ποιός τά στέλνει;

Ποῦ ὁδηγεῖ ἡ ὑστερία τῶν κηρύκων τῆς woke ἀτζέντας

Εφημερίς Εστία
ΚΑΙ ξαφνικά τά μέσα κοινωνικῆς δικτυώσεως ἐξαπέλυσαν ὁμαδικά πυρά κατά τοῦ ἠθοποιοῦ Μάρκου Σεφερλῆ.

Θά «ἀκυρώσουν» τό καλώδιο μετά τήν ΔΕΘ

Εφημερίς Εστία
ΣΕ ΟΡΙΣΤΙΚΟ ναυάγιο ὁδηγεῖται, συμφώνως πρός ὅλες τίς ἐνδείξεις, ἡ ἠλεκτρική διασύνδεσις Ἑλλάδος – Κύπρου – Ἰσραήλ.

Ὅταν θά σκάσει ἡ «φούσκα» τοῦ ποδοσφαίρου

Δημήτρης Καπράνος
Ὅταν, κάποια στιγμή, θά γίνει ἀπολογισμός γιά τά πεπραγμένα τοῦ ποδοσφαίρου μετά τήν «Ὑπόθεση Μποσμάν», ἴσως ἀντιληφθοῦμε τήν ζημιά πού προκλήθηκε στό δημοφιλέστερο καί λαϊκώτερο σπόρ.

Σάββατον, 5 Σεπτεμβρίου 1964

Πρό 60 ἐτῶν
Ο ΚΟΣΜΟΣ ΦΑΝΤΑΣΙΑ ΚΑΙ ΜΗ