Ἀπό τό ἀρχεῖο τῆς «Ἑστίας», 30 Σεπτεμβρίου 1918
Ἡ νεαρωτέρα ἀπό τῇς τραμβαγέρισσες τῆς γραμμῆς Σταδίου ἔφθασε σειστή καί λιγυστή εἰς τόν πρόσθιον ἐξώστην.
– Τό εἰσιτήριόν σας, κύριε, παρακαλῶ…
Ἐπανελάμβανε ρυθμικῶς τό μάθημά της, εἰς ἄπταιστον καθαρεύουσαν, καί διεχώριζε εὐγενῶς τήν ἀνθρωπίνην μᾶζαν διά νά προχωρήσῃ. Ἔξαφνα διέκρινεν κἄποιον μεσήλικα κύριον, ὁ ὁποῖος εἶχε καθήσει μακαρίως εἰς τό βάθρον τοῦ χειριστηρίου –ὑποθέτω ὅτι ἐξηγήθην– κινῶν τόν φθόνον τῶν ὀρθοστατούντων καί ταλαντευομένων συνεπιβατῶν του. Ἡ νεαρά τραμβαγέρισσα δέν ἠμποροῦσε νά τό ἐπιτρέψῃ αὐτό.
– Κύριε! Δέν κατεβαίνετε, σᾶς παρακαλῶ, ἀπ’ ἐκεῖ; Ἀπαγορεύεται…
Ἡ σχετική ὅμως γλυκύτης τοῦ τόνου τῆς φωνῆς καί τοῦ βλέμματος ἔδιδαν τό ἐνδόσιμον νά ὑποτεθῇ ὅτι εἶνε δεκταί ἐπί τέλους καί ἀντιρρήσεις. Ὁ μεσόκοπος κύριος ἀπήντησε:
– Δέν μ’ ἀφίνεις, κορίτσι μου, νά κάτσω ἐδῶ ποῦ κάθομαι; Γέρος ἄνθρωπος ἐγώ…
Ἡ τραμβαγέρισσα ἐμειδίασε. Καί, ἐπειδή ἡ εὐγένεια ἐπιβάλλει νά ἀπαντῶμεν πάντοτε μέ μίαν φιλοφρόνησιν εἰς μίαν μετριοφροσύνην, ἔκαμε τό καθῆκόν της:
– Γέρος ἄνθρωπος; Ἐσεῖς γέρος;
Ἀλλά δέν ἠμπόρεσε νά κρατήσῃ καί κἄποιο αἰνιγματικόν χαμόγελο.
– Μή γελᾷς, κορίτσι μου! ἀπήντησεν ἐνοχλημένος κἄπως ὁ μεσόκοπος κύριος. Αὔριο θά γεράσῃς καί σύ καί θά γελοῦν οἱ ἄλλοι μαζῆ σου.
Τό τετραπέρατον θηλυκόν δέν τά ἔχασε καθόλου.
– Νά γεράσω; Πφ! Μιά φορά γερνούσανε ᾗ γυναῖκες.
– Τώρα δέν γερνοῦνε;
– Δέν γερνοῦνε βέβαια.
Καί ἔρριψαν ἕνα πλάγιον βλέμμα πρός μίαν σεβαστήν προμάμμην, ἡ ὁποία ἔπαιζε παραπλεύρως τόν ρόλον τῆς ἐγγονῆς, καί τόν ἔπαιζε, πράγματι, μέ μοναδικήν μαεστρίαν.
– Δέν μέ βλέπετ’ ἐμένα ἐξηκολούθησεν, ἀποτεινομένη πάντοτε εἰς τόν μισόκοπον ἄγνωστον. Εἶμαι ἑξῆντα χρονῶν καί φαίνουμαι εἴκοσι.
Ὁ ἐξώστης ὁλόκληρος ἐσείσθη ἀπό τά γέλια. Ὅταν ἐκόπασεν ἡ τρικυμία, ὁ παραβάτης τοῦ κανονισμοῦ, ὁ ὁποῖος εἶχεν ὑποταχθῇ πλέον εἰς τήν διαταγήν καί ἦτο ἕτοιμος νά καταβῇ, εἶπε τόν τελευταῖόν του λόγον:
– Ἔτσι λοιπόν; Δέν γερνᾶτε; Μά δέν μοῦ λές, κορίτσι μου; Μαζῆ μέ τό ἐνοικιοστάσιο ἐβγῆκε καί τό ἡλικιοστάσιο;
Καί ἐπήδησε νεανικώτατα ἀπό τό ὄχημα.
Πρέπει νά ὁμολογήσωμεν ὅτι, διά μίαν διαδρομήν μεταξύ Ὁμονοίας καί ὑπουργείου Οἰκονομικῶν, τό πνεῦμα, ποῦ κατηναλώθη, δέν ἦτο οὔτε ὀλίγον οὔτε ἀπολύτως κακῆς ποιότητος. Εἰς τάς Ἐπιθεωρήσεις συναντῶμεν, ὑποθέτω, κἄποτε καί κατωτέρας ἀκόμη ποιότητος.
ΠΑΥΛΟΣ ΝΙΡΒΑΝΑΣ