Ἀπό τό ἀρχεῖο τῆς «Ἑστίας», 8 Φεβρουαρίου 1925
Ἰδού μία ἀληθινή ἱστορία, ποῦ ὁμοιάζει καταπληκτικά μέ φάρσαν: Γνωστός μου κύριος, κατοικῶν εἰς τό περιθώριον τῶν Ἀθηνῶν, ἐπέστρεφεν ἀργά χθές τήν νύκτα εἰς τό σπίτι του, ἀφοῦ ἐφρόντισε ν’ ἀφήσῃ εἰς τήν πόλιν καί τόν τελευταῖον του ὀβολόν. Εἰς τήν κατάλληλον αὐτήν στιγμήν, τόν ἐσταμάτησεν ὁ μυστηριώδης ἄγνωστος.
-Τή φωτιά σου, κύριος!
Ἡ συνεννόησις δέν ἄργησε νά ἐπέλθῃ. «Φωτιά» εἰς παρομοίαν ὥραν, σημαίνει, ἁπλούστατα, «πορτοφόλι». Εἰς τόν καιρόν τῶν μυθιστορημάτων οἱ λησταί τῶν ἐξοχικῶν λεωφόρων μετεχειρίζοντο μεγαλοπρεπεστέραν γλῶσσαν. «Τό βαλάντιον ἤ τήν ζωήν σου!» ἦτο ὁ τυπικός χαιρετισμός των. Οἱ ἐκφυλισμένοι λωπωδύται τῆς σήμερον ψιθυρίζουν εὐγενικώτατα: «Τή φωτιά σου, κύριος!». Τό ἀποτέλεσμα εἶνε τό ἴδιον.
Ὁ ἀπένταρος κύριος δέν ἔχασεν, ἐννοεῖται, τήν ψυχραιμίαν του, καί θά ἦτο ἀνόητος νά τήν χάσῃ. Ἀπ’ ἐναντίας μάλιστα, ἔνοιωσε μέσα του μίαν χαιρεκακίαν μοναδικήν εἰς τό εἶδος της. Ἐστάθη, χωρίς φόβον, χωρίς πάθος καί χωρίς καμμίαν ἀπειλητικήν χειρονομίαν καί εἶπε πρός τόν ἄγνωστον ἀπαθέστατα:
-Καθώς βλέπεις, παιδί μου, δέν κρατῶ τσιγάρο. Κρατῶ ὅμως πορτοφόλι, τό ὁποῖον σέ παρακαλῶ νά μή βιασθῇς νά μοῦ ἁρπάξῃς. Θά σοῦ τό προσφέρω μόνος μου. Σέ εἰδοποιῶ ὅμως, ὅτι δέν ἔχει πεντάρα μέσα. Ὁρίστε το!
Εἰς τάς περιστάσεις αὐτάς οἱ λωποδύται περιορίζονται συνήθως νά δείρουν ἀνηλεῶς τούς ἀφιλοτίμους καί τούς ἀναιδεῖς, οἱ ὁποῖοι εἰς παρομοίαν ὥραν –τήν ὥραν τοῦ λωποδύτου– περιφέρονται ἀπένταροι. Ἀλλά ὁ ἀπροσδόκητος τρόπος τοῦ ἀπαθοῦς αὐτοῦ ἀνθρώπου εἶχεν ἀφοπλίσει τόν λωποδύτην, ὁ ὁποῖος δέν ἐστερεῖτο, φαίνεται, καί κάποιας εὐγενείας.
-Τίποτα δέν ἔχει μέσα;
-Τίποτα. Στό φῶς μου!
-Οὔτε λιμοκοντόρο;
-Οὔτε! Θά σέ γελάσω. Ψάξε καί μοναχός σου…
-Καλά, σέ πιστεύω. Βάλ’ το μέσα!
-Εὐχαριστῶ.
-Στῇς τσέπες; Τίποτα;
-Ψάξε με, σοῦ λέω.
-Τἄφαες, μωρέ, ὅλα στῇς παραλυσίες; Οὐ νά χαθῇς! Σέ συχάθηκε ἡ ψυχή μου, κακομοίρη! Ὅλα τἄφαες μονοβραδίς;
-Τί νά κάνω; Ἀκρίβεια, βλέπεις. Δέν ἤτανε καί πολλά.
-Οὔτε λιανώματα, λοιπόν; Πεντάρα;
-Οὔτε μονόλεπτο, σοῦ λέω. Δέν πιστεύεις; Τό τελευταῖο μου πενηνταράκι τό πῆρα «Ἑστία». Θέλεις νά διαβάσῃς; Πάρτηνε. Στή χαρίζω…
Ὁ ἄγνωστος ἀπένειμεν ὅλας τάς λωποδυτικάς τιμάς πρός τήν ἐφημερίδα αὐτήν καί τόν χρονογράφον της, ὁ ὁποῖος τοῦ ἐκφράζει ἐπί τούτῳ τήν ὑπερήφανον εὐγνωμοσύνην του.
-Φέρ’ τηνε νά διαβάσω τό χρονογράφημα γιά τόν ὕπνο. Καληνύχτα! Κι’ ἄλλοτε νά κάθεσαι στό σπιτάκι σου τῇς νύχτες. Τί θέλεις καί γυρίζεις στούς δρόμους, κακομοίρη;
Καί ἐκαληνυχτίσθησαν ὡς καλοί φίλοι.
-Λοιπόν, μοῦ εἶπεν ὁ κύριος, ὁ ὁποῖος διηγήθη τήν μοναδικήν του αὐτήν περιπέτειαν, τόν ἐγέλασα τόν λωποδύτη!
-Εἴχατε χρήματα μαζῆ σας;
-Κάτι ἀρχαῖα.
-Ἀντίκες δηλαδή;
-Ἀκριβῶς! Εἶχα στή τσέπη τοῦ γιλέκου μου ἕνα Ἀθηναϊκόν ὀβολόν, ἕνα νόμισμα Συκιῶνος, ἕνα Μέγαν Ἀλέξανδρον καί κάτι ἄλλα χαλκᾶ, πού τἄσερνα ἀπό ἡμέρες μαζῆ μου, γιά γούρι…
Ὁ Θεός ἔδωκε καί δέν τά πῆρε μυρουδιά ὁ εὐγενής αὐτός λωποδύτης.
-Ἦσαν, λοιπόν, μεγάλης ἀξίας;
-Ὄχι, φίλε μου. Τοῦ σωροῦ! Ἀλλά δέν ἐννοεῖς λοιπόν, ὅτι, ἄν εἶχα τήν ἀτυχίαν νά τά βρῇ ἀπάνω μου, θά μ’ ἔσπαζε στό ξύλο. Καί μέ τό δίκῃο του! Αὐτός, φίλε μου, δέν ἔλαβε τόν κόπο νά βγῇ στή γύρα του γιά νά κλέψῃ τό πορτοφόλι τοῦ Σωκράτους.
ΠΑΥΛΟΣ ΝΙΡΒΑΝΑΣ