Τό ζεϊμπέκικο τό σέβομαι ὅπως τήν θεία λειτουργία. Ζήτημα νά τό ’χω χορέψει δέκα φορές στήν ζωή μου. Πάντα ντυμένος σοβαρά, καί τό κουστούμι μέ γιλέκο. Γιατί εἶναι μυσταγωγία.
Ὅπως ἀκριβῶς τήν περιέγραψε ὁ μέγας μύστης Διονύσης Χαριτόπουλος. Τόν γιαλαντζί χορευτή τοῦ Ζαππείου θά τόν «ἔκοβα» ἀμέσως, γιά τό ἀδίκημα «Κακοποίηση ἱεροτελεστίας». Διαβάστε καί κρίνετε.
«Τό ζεϊμπέκικο δύσκολα χορεύεται. Δέν ἔχει βήματα· εἶναι ἱερατικός χορός μέ ἐσωτερική ἔνταση καί νόημα πού ὁ χορευτής ὀφείλει νά τό γνωρίζει καί νά τό σέβεται. Εἶναι ἡ σωματική ἔκφραση τῆς ἥττας. Ἡ ἀπελπισία τῆς ζωῆς. Τό ἀνεκπλήρωτο ὄνειρο. Εἶναι τό “δέν τά βγάζω πέρα”. Τό κακό πού βλέπεις νά ἔρχεται. Τό παράπονο τῶν ψυχῶν πού δέν προσαρμόστηκαν στήν τάξη τῶν ἄλλων. Τό ζεϊμπέκικο δέν χορεύεται ποτέ στήν ψύχρα εἰ μή μόνον ὡς κούφια ἐπίδειξη. Ὁ χορευτής πρέπει πρῶτα “νά γίνει”, νά φτιάξει κεφάλι μέ ποτά καί ὄργανα, γιά νά ἀνέβουν στήν ἐπιφάνεια αὐτά πού τόν τρῶνε. Ἡ περιγραφή τῆς προετοιμασίας εἶναι σαφής: “Παῖξε, Χρῆστο, τό μπουζοῦκι, ρίξε μιά γλυκιά πενιά, σάν γεμίσω τό κεφάλι, γύρνα το στή ζεϊμπεκιά”. Ὁ ἀληθινός ἄντρας δέν ντρέπεται νά φανερώσει τόν πόνο ἤ τήν ἀδυναμία του, ἀγνοεῖ τίς κοινωνικές συμβάσεις καί τόν ρηχό καθωσπρεπισμό. Συμπάσχει μέ τόν στίχο ὁ ὁποῖος ἐκφράζει σέ κάποιον βαθμό τήν προσωπική του περίπτωση, γι’ αὐτό ἐπιλέγει τό τραγούδι πού θά χορέψει, καί αὐτοσχεδιάζει σέ πολύ μικρό χῶρο ταπεινά καί μέ ἀξιοπρέπεια. Δέν σαλτάρει ἀσύστολα δεξιά κι ἀριστερά· βρίσκεται σέ κατάνυξη. Ἡ πιό κατάλληλη στιγμή γιά νά φέρει μιά μαύρη βόλτα εἶναι ἡ στιγμή τῆς μουσικῆς γέφυρας, ἐκεῖ πού καί ὁ τραγουδιστής ἀνασαίνει. Ὁ σωστός χορεύει ἅπαξ· δέν μονοπωλεῖ τήν πίστα.»
Τό ζεϊμπέκικο εἶναι σάν τό “Πάτερ Ἡμῶν”. Τά εἶπες ὅλα μέ τήν μία. Τά μεγάλα ζεϊμπέκικα εἶναι βαριά, θανατερά: Ἴσως αὔριο χτυπήσει πικραμένα τοῦ θανάτου ἡ καμπάνα καί γιά μένα.» (Τσιτσάνης). «Τί πάθος ἀτελείωτο πού εἶναι τό δικό μου, ὅλοι νά θέλουν τή ζωή κι ἐγώ τό θάνατό μου.» (Βαμβακάρης)
«Τό ζεϊμπέκικο δέν σέ κάνει μάγκα· πρέπει νά εἶσαι γιά νά τό χορέψεις. Οἱ τσιχλίμαγκες μέ τό τζέλ πού πατᾶνε ὁμαδικά σταφύλια στήν πίστα, ἐκφράζουν ἀκριβῶς τό χάος πού διευθετεῖ ἡ ἐσωτερική αὐστηρότητα καί τό μέτρο τοῦ ζεϊμπέκικου.
»Τό ζεϊμπέκικο δέν χορεύεται σέ οἰκογενειακές ἐξόδους ἤ γιορτές στό σπίτι· ἀπάδει πρός τό πνεῦμα. Πόσῳ μᾶλλον ὅταν ὑπάρχουν κουτσούβελα πού κυκλοφοροῦν τριγύρω παντελῶς ἀναίσθητα.
Εἶναι χορός μοναχικός. Δέν γίνεται κἄν λόγος γιά τό τσίρκο πού χορεύει ἐπιδεικτικά, σηκώνει τραπέζια μέ τά δόντια καί ἰσορροπεῖ ποτήρια στό κεφάλι του. Ἤ τή φρικώδη καρικατούρα ζεϊμπέκικου πού παρουσιάζουν οἱ χορευτές στίς παλιές ἑλληνικές ταινίες καί προσφάτως στά τηλεοπτικά σόου. Τό ζεϊμπέκικο εἶναι κλειστός χορός, μέ ὀδύνη καί ἐσωτερικότητα. Δέν ἀπευθύνεται στούς ἄλλους. Ὁ χορευτής δέν ἐπικοινωνεῖ μέ τό περιβάλλον.
Περιστρέφεται γύρω ἀπό τόν ἑαυτό του, τόν ὁποῖο τοποθετεῖ στό κέντρο τοῦ κόσμου. Γιά πάρτη του καίγεται, γιά πάρτη του πονάει καί δέν ἐπιζητεῖ οἶκτο ἀπό τούς γύρω. Τά ψαλίδια, τά τινάγματα, οἱ ἰσορροπίες στό ἕνα πόδι εἶναι γιά τά πανηγύρια. Τό πολύ νά χτυπήσει τό δάπεδο μέ τό χέρι “ν’ ἀνοίξει ἡ γῆ νά μπεῖ”.»
Αὐτά ἀπό τόν Διονύση, κι ὅποιος «ἀντιλαβοῦ», ἀντιλαβοῦ…